Δίψα για εκδίκηση…

Μιχάλης Μητσός 23 Νοε 2013

Ολα ξεκίνησαν από ένα σκίτσο. Κι είναι σαν να δόθηκε το σύνθημα για να ξεσπάσουν έριδες παλιές, να βγουν στην επιφάνεια απωθημένα χρόνων, να αποκαλυφθούν χαρακτήρες, να οριοθετηθούν στρατόπεδα. Ο γραμματέας της Κοινοβουλευτικής Ομάδας του ΣΥΡΙΖΑ Νίκος Βούτσης το έθεσε ωμά: «Βρισκόμαστε σε πόλεμο». Ο καθένας λοιπόν πρέπει να πάρει θέση. Ή από εδώ ή από εκεί. Η ουδετερότητα είναι αδιανόητη. Αν δεν είναι ύποπτη.

Ενας πόλεμος δεν είναι ποτέ καθαρός, η λάσπη είναι άφθονη, τα πισώπλατα μαχαιρώματα δεν λείπουν, οι παράπλευρες απώλειες είναι αναπόφευκτες. Αυτές τις ημέρες γράφτηκαν και ακούστηκαν πάλι απίθανα πράγματα, εκτοξεύτηκαν απίστευτες χυδαιότητες εναντίον συναδέλφων (ακόμη κι από πρώην συναδέλφους!), καταρτίστηκαν «μαύρες λίστες» από την πλευρά που ονειρεύεται την εξουσία, διατυπώθηκαν ειρωνείες και απειλές. Πώς φτάσαμε σε αυτό το σημείο; Αν η αντιπαράθεση μεταξύ κομμάτων με αντικείμενο την εξουσία είναι κατανοητή και θεμιτή, αν η όξυνση της ιδεολογικής αντιπαράθεσης είναι συχνά δικαιολογημένη, γιατί ο διχασμός πρέπει να φτάσει στο επίπεδο των προσώπων;

Δεν υποστηρίζω μια χριστιανική προσέγγιση των πραγμάτων. Εχει δίκιο ο Τατσόπουλος όταν λέει πως δεν είναι δυνατόν να σε χαστουκίζουν κι εσύ να γυρίζεις το άλλο μάγουλο. Ούτε έχω την ψευδαίσθηση ότι ζω σε άλλη χώρα: και για τις κρεμάλες έχω ακούσει, και για τους προδότες, και δεν μου διέφυγαν ούτε οι μούντζες ούτε τα γιαούρτια. Περίμενα όμως μεγαλύτερη σύνεση και ψυχραιμία από παλιούς φίλους, συντρόφους, συνταξιδιώτες. Ηλπιζα ότι μπορούσαμε ακόμη να ανταλλάσσουμε απόψεις, χωρίς να μας ταυτίζουν με σκοπιμότητες και συμφέροντα. Γνωριζόμαστε, διάβολε, σε αυτή τη μικρή χώρα. Γιατί τόση καχυποψία; Γιατί προτιμάμε τη χλεύη από τον διάλογο;

Ο εξαίρετος δημοσιογράφος και αγαπητός φίλος Παύλος Τσίμας δεν διαλέγει στρατόπεδο γιατί δεν πιστεύει ότι ζούμε σε συνθήκες πολέμου, και πολύ περισσότερο ενός πολέμου μεταξύ μνημονιακών και αντιμνημονιακών. Σε συνέντευξή του στο iefimerida, επικαλείται κάτι που είχε πει ο Μαξ Βέμπερ το 1918: «Στην εποχή των κρίσεων, οι δημοσιογράφοι είναι πάντα ο παρίας στον οποίο η κοινωνία καθρεπτίζει ό,τι χειρότερο φοβάται πως έχει μέσα της». Μακάρι να συμβαίνει αυτό μόνο στις κρίσεις. Μακάρι, δηλαδή, όταν τελειώσει αυτή η οδυνηρή περιπέτεια να ανακαλύψουμε ξανά (αν την ασκήσαμε ποτέ) την τέχνη της διαλεκτικής και του διαλόγου. Μακάρι να βγούμε πιο ώριμοι, πιο σοφοί. Αλλά δεν είμαι καθόλου σίγουρος. Φοβάμαι πως έχουμε συσσωρεύσει οργή πολλών δεκαετιών και μια μεγάλη δίψα για εκδίκηση. Οπως λέει κι ο Παύλος, «είναι πάρα πολύ δύσκολο χωρίς μείζονα καταστροφή να βγεις από μια κατάσταση που μοιάζει αδιέξοδη οικονομικά και πολιτικά».

Κάποια στιγμή πιστέψαμε ότι αυτή η καταστροφή θα είχε τη μορφή μιας πανίσχυρης Χρυσής Αυγής. Υστερα καταλάβαμε ότι το πρόβλημα είναι πιο σύνθετο. Η κοινωνία αυτή έπασχε ανέκαθεν από ισχυρά συμπλέγματα, που άλλοτε υπέβοσκαν και άλλοτε έρχονταν στην επιφάνεια, αλλά τώρα είναι σαν να έχουν πια «νομιμοποιηθεί» και να περιμένουν την ευκαιρία να επιτελέσουν το καταστροφικό τους έργο