Από το 2012 κι έπειτα, το πολιτικό σύστημα, βαριά τραυματισμένο και υπό διαρκή αμφισβήτηση, προσπαθεί, σε συνθήκες συνεχιζόμενης οικονομικής και κοινωνικής ρευστότητας, να θέσει τις βάσεις ενός νέου διπολισμού.
Στην κατεύθυνση αυτή κινείται πρωταρχικά η κυβέρνηση, με θεσμικές (εκλογικό σύστημα) και πολιτικές (στροφή στην Κεντροαριστερά) πρωτοβουλίες, τις οποίες σαφώς αξιοποιεί για την ενίσχυση της εικόνας της.
Αλλά και η Ν.Δ. απ’ τη μεριά της, προβάλλοντας η ίδια ως βασική εναλλακτική, κινείται σε αντίστοιχη λογική, έχοντας εξασφαλίσει σταθερή θέση στο πολιτικό δίπολο.
Ο νέος διπολισμός, λοιπόν, επιχειρεί την παγίωσή του, με τη σύγκρουση και εναλλαγή δύο βασικών πολιτικών δυνάμεων: μιας νέας πολυκομματικής Κεντροαριστεράς υπό την ηγεμονία του ΣΥΡΙΖΑ απέναντι σε μια διευρυμένη Κεντροδεξιά της Ν.Δ.
Το σχήμα διαφέρει από τον δικομματισμό της μεταπολίτευσης σε σημεία όπως το εκλογικό μέγεθος, η πολιτική μορφή και ο ηγεμονικός κομματικός φορέας, στην ουσία όμως αναπαράγει, στις σημερινές συνθήκες, τον παλιό αδιέξοδο ανταγωνισμό του κεντροδεξιού με τον κεντροαριστερό λαϊκισμό.
Στο σημερινό περιβάλλον αστάθειας και κατακερματισμού, αυτός ο νέος διπολισμός μπορεί να παραγάγει πολιτική και κυβερνητική σταθερότητα μόνο με μία βασική προϋπόθεση: τη δυνατότητα που θα έχει ο εκάστοτε ή ο εν δυνάμει κυβερνητικός πόλος να συμμαχήσει και να συμπράξει με τον διεκδικούμενο χώρο του πολιτικού Κέντρου. Είναι η περίφημη μάχη προσεταιρισμού του Κέντρου αυτή που εξασφαλίζει κυριαρχία στο νέο διπολικό σύστημα.
Σε κάθε περίπτωση λοιπόν, κρίσιμος συντελεστής αυτής της μονομαχίας αναδεικνύεται ο πολιτικός μεσαίος χώρος, το πολιτικό Κέντρο με τις εκφράσεις του.
Επομένως, το σημείο-κλειδί στην προσπάθεια εδραίωσης του νέου διπολικού πολιτικού σκηνικού είναι η πολιτική στάση του ίδιου του Κέντρου. Πώς τοποθετούνται, δηλαδή, από τη δική τους σκοπιά, οι πολιτικές δυνάμεις του μεσαίου χώρου στο υπαρξιακό δίλημμα: αυτονομία ή ενσωμάτωση;
Είναι προφανές ότι η εμμονική αναφορά μέρους των μεσαίων δυνάμεων στον όρο Κεντροαριστερά τις παγιδεύει στην επικράτηση του νέου, έστω μικρού, διπολισμού και ενισχύει το εν εξελίξει κεντροαριστερό προβάδισμα Τσίπρα.
Αντίθετα, η επιθυμητή αποδυνάμωση και ανατροπή του επιχειρούμενου διπολικού σκηνικού απαιτεί την αυτόνομη, νέα, ενιαία και ισχυρή πολιτική και οργανωτική συγκρότηση του μεσαίου χώρου.
Σήμερα, για την αυτόνομη υπόσταση του πολιτικού Κέντρου υπάρχουν τρεις απαράβατες προϋποθέσεις:
Πρώτο, η διακριτή φυσιογνωμία έναντι των δύο ανταγωνιστικών πόλων, με αιχμή ένα σαφές πλαίσιο μεταρρυθμίσεων λαϊκής αποδοχής απέναντι στην καθυστέρηση και τον λαϊκισμό της Αριστεροδεξιάς.
Δεύτερο, η άμεση δημιουργία νέου και ενιαίου κομματικού οργανισμού με τη συμμετοχή όλων των δυνάμεων του χώρου και, φυσικά, με αυτοκατάργηση των παλιών σχημάτων χωρίς δισταγμούς, τακτικισμούς και δικαιολογίες «περί ωριμάνσεων».
Τρίτο και σημαντικότερο, ο συναγερμός της μεγάλης κοινωνίας του μεσαίου χώρου για να επιβληθεί ο στόχος της πολιτικής του αυτονομίας.
Είναι έτοιμος ο χώρος για την τριπλή υπέρβαση; Μέχρι τώρα δεν προκύπτει κάτι τέτοιο. Το ζήτημα, όμως, της νέας ισχυρής συγκρότησής του, επειδή υπερβαίνει πρόσωπα και πολιτικές απόπειρες, πρέπει να διατηρείται ακέραιο και διαρκώς ανανεώσιμο, ανεξάρτητα από τις συγκυριακές εξάρσεις ή τις αποτυχίες του.
Σημαντικότερο είναι ότι δεν πρέπει να φθαρεί ανεπανόρθωτα μέσα από την κοντόθωρη λογική των αλληλοκατηγοριών, πολύ δε περισσότερο όταν αυτές αφορούν μια διαδικασία που δεν κατάφερε να κινητοποιήσει, ούτε στο ελάχιστο, τον κόσμο της παράταξης, αλλά αντίθετα κατάντησε σε αντιπαράθεση «περί όνου σκιάς».
Οι βασικοί ανασχετικοί παράγοντες για τη δημιουργία του Λαϊκού Μεταρρυθμιστικού Κέντρου είναι ο φόβος ορισμένων προς το άγνωστο, η διατήρηση των ασήμαντων και ήδη εξαντλημένων θεσιθηρικών κεκτημένων και η λογική επικράτησης του σχετικά ισχυρότερου απέναντι στους σχετικά ασθενέστερους.
Τα μεγάλα άλματα, όμως, χρειάζονται υπερβατικές και όχι συγκριτικές λογικές. Χρειάζονται ανάληψη σχετικού ρίσκου και όχι κομματική κλειστοφοβία που οδηγεί στην καθήλωση και τη μιζέρια.
Η αυτονομία του πολιτικού μεσαίου χώρου δεν θα αποτελέσει απλώς ανάχωμα στην εγκαθίδρυση ενός νέου λαϊκιστικού διπολισμού, αλλά θα αφήσει ανοιχτή τη δυνατότητα να μπει επιτέλους το πολιτικό σύστημα της χώρας σε μια ριζικά μεταλαϊκιστική περίοδο.
Η επίδραση του αυτόνομου Λαϊκού Κέντρου σε μεταρρυθμιστικές αλλαγές σε όλο το φάσμα του πολιτικού συστήματος θα είναι πολιτικά προωθητική και εθνικά ωφέλιμη, δίνοντας τη δυνατότητα για ολοκληρωμένες μεταρρυθμιστικές κυβερνήσεις ώστε να υπάρξει θεμελιακή ανάκαμψη της χώρας.