Οταν έγινε γνωστή η απόφαση της Κομισιόν για τις αποζημιώσεις παραγωγών που χτυπήθηκαν από το ρωσικό εμπάργκο συνέβησαν τα απολύτως αναμενόμενα: Η κυβέρνηση, μετά από κάποιες ώρες αμηχανίας, προσπάθησε να πείσει ότι δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα με την εξαίρεση των ελληνικών ροδάκινων γιατί η λύση είχε συμφωνηθεί από πριν (ποιος ξέρει, άραγε, γιατί τέτοια διάκριση;). Η αξιωματική αντιπολίτευση, με τη συνήθη φούρια, κατήγγειλε την κυβέρνηση ότι δεν φρόντισε όπως έπρεπε τους αγρότες και δεν πήρε έγκαιρα τις πρωτοβουλίες που θα έπρεπε.
Το πρόβλημα είναι ότι, ανεξάρτητα από το ποια θα ήταν η απόφαση της Κομισιόν, η ερμηνεία της θα γινόταν οπωσδήποτε με τον ίδιο τρόπο: Η κυβέρνηση θα προσπαθούσε να δικαιολογήσει τα αδικαιολόγητα (στην περίπτωση του αρνητικού σεναρίου) και η αντιπολίτευση θα επιχειρούσε να κάνει το άσπρο-μαύρο (στην περίπτωση του θετικού σεναρίου).
Η δημόσια συζήτηση για την εξωτερική πολιτική γίνεται με τους όρους που ισχύουν για τα θέματα εσωτερικής πολιτικής: Διχαστική πρόθεση, οξύτητα με και χωρίς λόγο, επένδυση στην πόλωση, μισαλλοδοξία, καταγγελτικός ή αντίθετα διθυραμβικός λόγος προπαγανδιστικού περιεχομένου και φασαρία, πολλή φασαρία.
Ο καμβάς πάνω στον οποίο διαμορφώνονται οι πολιτικές προτάσεις για τη διπλωματία είναι διαχρονικά σταθερός (με κάποια φωτεινά διαλείμματα που απλώς επιβεβαιώνουν τον κανόνα): Από τη μια η λογική του τσαμπουκά (ξέρεις ποιος είμαι εγώ και τι θα σου κάνω;), από την άλλη η νοοτροπία του πιστού σκυλιού που περιμένει υπομονετικά το κόκκαλο. Κοινό στοιχείο, η έλλειψη στρατηγικής και σχεδιασμού, η ομφαλοσκόπηση, η απουσία στοιχειώδους διορατικότητας.
Το λογικό, το κανονικό, το επωφελές για τη χώρα τέλος πάντων, θα ήταν να επιδιώκεται συναίνεση και συνεννόηση τουλάχιστον στα ζητήματα εθνικού ενδιαφέροντος. Αυτό θα ενίσχυε τη διαπραγματευτική θέση της χώρας, θα διαμόρφωνε την αναγκαία κοινωνική δυναμική για χρήσιμες υπερβάσεις και άρσεις χρόνιων αδιεξόδων, θα βελτίωνε την ελληνική διεθνή εικόνα και θα καλλιεργούσε εξωστρέφεια προς όφελος και της οικονομίας.
Γιατί η κυβέρνηση ψάχνει τώρα εναλλακτικούς προορισμούς εξαγωγών αγροτικών προϊόντων, ενώ μέχρι να υπάρξει ο ρωσικός αποκλεισμός θεωρούταν αδιανόητη η κρατική παρέμβαση ακόμη και συμβουλευτικά προς τους παραγωγούς; Γιατί ζητάμε συνεχώς αναπτυξιακή βοήθεια από τους εταίρους/πιστωτές χωρίς να προβάλλουμε ένα συγκεκριμένο αίτημα, να γίνει, για παράδειγμα, η Θεσσαλονίκη βαλκανικό κέντρο έρευνας και τεχνολογίας με γερμανική υποστήριξη; Γιατί, τελικά, δεν κατατίθεται καμία ιδέα από την ελληνική πλευρά στο πλαίσιο των διαπραγματεύσεων που πολυδιαφημίζονται;
Η γεωγραφική θέση της χώρας, από άποψη διπλωματίας, ήταν πάντα μαζί το πρόβλημα και η λύση. Δύσκολοι, απρόβλεπτοι και κάποιες φορές ακατανόητοι ή επικίνδυνοι γείτονες, αλλά και τα πλεονεκτήματα που προσφέρει η ιδιότητα του μοναδικού μέλους της ΕΕ και του ΝΑΤΟ στην περιοχή. Επί κυβέρνησης Σημίτη είχαν γίνει σοβαρές προσπάθειες για τη διεκδίκηση ενός ηγετικού ρόλου στη νοτιοανατολική Ευρώπη, οι οποίες, όπως συνήθως συμβαίνει, δεν είχαν συνέχεια.
Η συνέχεια δεν αποτελεί αυτοσκοπό στη διπλωματία. Εχει μεγάλο νόημα όταν υπάρχει βάθος, όταν τα βήματα δεν γίνονται κατά τύχη, αλλά με μια σειρά και έναν ρυθμό, για να καταλήξουν κάπου. Δεν έχει καθόλου νόημα αν επικρατεί η λογική της ακινησίας, αν στόχος είναι απλώς η συντήρηση και η παραγωγή εντυπώσεων.
Στο θέμα του ρωσικού εμπάργκο δεν θα είχε ουσία οποιαδήποτε πύρινη ελληνική παρέμβαση στα ευρωπαϊκά fora υπέρ της Μόσχας ούτε φυσικά ο δημόσιος βερμπαλισμός και μια αφήγηση πάνω στο απλοϊκό σχήμα καλοί/κακοί. Επίσης, δεν θα είχε καμία αξία η υπενθύμιση (από την κυβέρνηση) στο εσωτερικό του πόσο Ευρωπαίοι είμαστε (και γι αυτό στηρίζουμε τις κυρώσεις εναντίον της Ρωσίας για την Κριμαία) γιατί το πόσο Ευρωπαίοι είμαστε αποδεικνύεται ή δεν αποδεικνύεται καθημερινά σε δεκάδες μικρά και μεγάλα πράγματα. Ασφαλώς και περιττεύουν οι αντικυβερνητικές κορώνες της αντιπολίτευσης, όταν αλλιώς τα έγραψε ο Μ. Γλέζος στον Πούτιν και αλλιώς τα λέει η αρμόδια τομεάρχης Ν. Βαλαβάνη (επομένως ο ΣΥΡΙΖΑ πρέπει πρώτα να λύσει τις αντιφάσεις του σχετικά).
Αυτό που οπωσδήποτε θα είχε σημασία είναι η επεξεργασία κάποιου σχεδίου: Τι θέλουμε, τι μπορούμε, ποιοι είναι οι δυνητικοί σύμμαχοι για να εγερθούν κοινές διεκδικήσεις (Φινλανδία, Τσεχία κοκ), ποιοι “μεγάλοι” βρίσκονται απέναντι (πχ Γερμανία-Βρετανία) για να αναζητηθούν δυνατότητες ακόμη και μιας συνεννόησης κορυφής. Και ένα καλό αποτέλεσμα θα ήταν πολύ πιο εφικτό αν υπήρχε διακομματική συνεννόηση για τον τρόπο υποστήριξης των εθνικών συμφερόντων.
Βουλευτής των ΑΝΕΛ πιστεύει -ή τουλάχιστον αυτό ισχυρίζεται- ότι οι Γερμανοί καιροφυλακτούν για να κλέψουν ευρήματα της ανασκαφής στην Αμφίπολη. Και κάλεσε δημόσια τους αρχαιολόγους να ενημερώσουν για τυχόν ύποπτες κινήσεις τους βουλευτές του αντιμνημονιακού τόξου.
Αλλά μπορεί και να μη χρειαστεί, γιατί ίσως θα διώξει η γοργόνα τον κλέφτη.