Υπάρχουν δύο θέματα της επικαιρότητας που, χωρίς να σχετίζονται με τις άμεσες και συνήθως κατεπείγουσες «μνημονιακές υποχρεώσεις», έχουν επαναφέρει την πολιτική στον προσκήνιο: η υπόθεση των «οκτώ Τούρκων αξιωματικών» και βέβαια, η ενδεχόμενη επίλυση του «Μακεδονικού» ζητήματος. Και στα δύο θέματα, οι κυβερνητικοί χειρισμοί αποτελούν ένα μείγμα προχειρότητας και καιροσκοπισμού. Για τους μεν «οκτώ», η κυβέρνηση εξώθησε τον κ. Μουζάλα να πει πως υπάρχουν «βάσιμες ενδείξεις ότι είναι πραξικοπηματίες», ενώ για το «Μακεδονικό» η στημένη «ρήξη» των δύο εταίρων επιτρέπει στον κ. Καμμένο να αναπολεί τον καιρό των συλλαλητηρίων και να ζητάει δημοψηφίσματα.
Πρόκειται μια ανεύθυνη στάση όχι μόνο επειδή κεντρικά θέματα ανθρωπίνων δικαιωμάτων και εξωτερικής πολιτικής μπαίνουν στο κρυφό παζάρι των λεγόμενων «διμερών σχέσεων» και της «μυστικής διπλωματίας», αλλά επειδή διάφοροι ερασιτέχνες ντετέκτιβ και πατριώτες Βουκεφάλες βουλιάζουν τη χώρα σε ένα νέο απομονωτισμό και σε μια συρρίκνωση της ρεπουμπλικανικής ταυτότητας της δημοκρατίας μας. Αν και πολλοί διατείνονται πως η κυβέρνηση διαρκώς «διαπραγματεύεται», και μάλιστα σκληρά, για αυτά τα ζητήματα, μάλλον το αντίθετο συμβαίνει. Η αντίληψή της για ένα ελεγχόμενο blame game γύρω από αυτά τα θέματα μειώνει διαρκώς τους συμμάχους της και πάντως καθιστά πολύ δύσκολη την τελική συναίνεση και συνεργασία της αντιπολίτευσης για μια προωθητική λύση. Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, ότι και στις δύο περιπτώσεις το τελευταίο διάστημα παρατηρείται μια αξιοσημείωτη επανεμφάνιση της «κοινωνίας των πολιτών», που διεκδικεί το αυτονόητο «κράτος δικαίου» καθώς και τον περιορισμό των εθνικιστικών εξάρσεων. Και δεν είναι τυχαίο πως, για πρώτη ίσως φορά, επιχειρείται από ομάδες πολιτών μια στροφή σε πολιτικές διεργασίες γύρω από αξίες, πολιτισμικούς κώδικες και ιδεολογικές αρχές, που επιβεβαιώνουν τη σκοπιμότητα αλλά και τη γοητεία της συμμετοχής τους στα κοινά.
Απ’ ό,τι φαίνεται, έως τώρα, στον ΣΥΡΙΖΑ δεν μιλούν πολύ για όλα αυτά. Το Τμήμα Δικαιωμάτων του κόμματος δεν έχει βγάλει ακόμα ανακοίνωση για τους «Οκτώ» και όσοι βουλευτές του εμφανίζονται στα κανάλια και στα ραδιόφωνα δηλώνουν την αμέριστη εμπιστοσύνη τους στον κ. Κοτζιά για μια κάποια συμφωνία, που θα πρέπει να επικυρωθεί, λένε, και από την αντιπολίτευση, ανάλογα με τις τελικές διαθέσεις του «ψεκασμένου» κυβερνητικού εταίρου. Στην πρώτη περίπτωση, πρόκειται για ένα περίεργο κομματικό «σιωπητήριο», που εκδηλώνεται έντονα μπροστά στην απόλυτη προτεραιότητα των κυβερνητικών χειρισμών γύρω από τους «Οκτώ». Στη δεύτερη περίπτωση, όπως σωστά παρατήρησε πρόσφατα ο Ευ. Βενιζέλος, πρόκειται για τη μετατροπή ενός μείζονος θέματος της εξωτερικής πολιτικής σε εσωτερικό πολιτικό τέχνασμα. Η στάση αυτή δεν είναι καινούργια. Εδώ και καιρό, άλλωστε, η κοινοβουλευτική ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ μοιάζει περισσότερο με ένα μόνιμο άθροισμα ψήφων κυβερνητικής πλειοψηφίας παρά με ζωντανή κοινοβουλευτική ομάδα με απόψεις, παρεμβάσεις και κριτικές τοποθετήσεις. Επινοώντας μάλιστα το κόλπο της «διπλής πλειοψηφίας» (έγκριση νομοσχεδίων άλλοτε με τους ΑΝΕΛ και άλλοτε με την αντιπολίτευση) ο ΣΥΡΙΖΑ προβάλλει συστηματικά τον τυχοδιωκτισμό ως ύφος εξουσίας? ενίοτε και ως σημείο υπεροχής του από τα άλλα κόμματα.
Τελευταίο δείγμα αυτού του τυχοδιωκτισμού είναι ο πολιτικός χειρισμός του «Μακεδονικού». Το «διπλό παιχνίδι» των κυβερνητικών εταίρων (με συγκρουόμενες απόψεις, που ξεκινάνε από την πρόθεση της λύσης του ονόματος έως το δημοψήφισμα της άρνησης λύσης) δεν οφείλεται τόσο σε πραγματικές διαφωνίες όσο σε μια ενιαία στρατηγική. Όσο ο ένας εταίρος θα προσεγγίζει την αντιπολίτευση με το πρόσχημα της «εθνικής ευθύνης», τόσο ο άλλος εταίρος θα την καταγγέλλει με το πρόσχημα της «εθνικής υπερηφάνειας». Από αυτή την άποψη, δεν υπάρχει καμία «ενιαία εθνική γραμμή», ακριβώς επειδή η ίδια η κυβέρνηση φρόντισε να την κάψει. Αντίθετα, αυτό που βλέπουμε είναι ένας λαϊκιστικός εθνοκεντρισμός, που δικαιολογεί τα πάντα στο όνομα της εξουσίας. Ο κ. Κοτζιάς τον θεωρητικοποίησε μιλώντας για κοινοβουλευτικές «πλειοψηφίες βουλευτών» και όχι κομμάτων, όταν έρθει η συμφωνία στη Βουλή. Ο κ. Καμμένος τον οδήγησε στο ακραίο του σημείο, επινοώντας μια υποθετική διαδικασία δημοψηφίσματος. Αυτό που εκτυλίσσεται μπροστά μας, τις τελευταίες εβδομάδες, είναι η έξαρση μιας εθνολαϊκιστικής δημαγωγίας, που προσβάλλει τον συνταγματικό πατριωτισμό και μειώνει τα περιθώρια εξεύρεσης λύσης. Στο βιβλίο του για το «αδιέξοδο βήμα του εθνικισμού», ο Λεωνίδας Κύρκος είχε εξηγήσει αναλυτικά σε πόσες χαμένες ευκαιρίες οδήγησε το μικροκομματικό συμφέρον. Αναρωτιέμαι αν υπάρχει πρόχειρο σε καμιά βιβλιοθήκη του Υπ. Εξωτερικών για να το ξεφυλλίσει ο υπουργός. Για τις βιβλιοθήκες του Υπ. Άμυνας δεν αναρωτιέμαι.
— για τη στήλη Ανώμαλα Ρήματα—