Συμβολικά το Παρίσι είναι για την κυβέρνηση η αφετηρία της προσπάθειας δημιουργίας ενός νέου πλαισίου διαβουλεύσεων για το ελληνικό πρόγραμμα, καθώς επιδιώκει μια επανατοποθέτηση του ελληνικού προβλήματος. Προφανώς, το Παρίσι δεν αρκεί. Χρειάζονται παράλληλα ευρύτερες και κεντρικότερες συζητήσεις -πράγμα που προωθεί ο κ. Σαμαράς- σε πολύ υψηλότερο πολιτικό επίπεδο. Το Παρίσι είναι μια πρώτη «προπαρασκευαστική συζήτηση» αναγκαία, αλλά όχι επαρκής, καθώς η αξιολόγηση θα γίνει τελικά στην Αθήνα περί τα τέλη Σεπτεμβρίου. Εδώ χρειάζονται δύο παρατηρήσεις:
Πρώτον, η κυβέρνηση, παρότι μπαίνουμε στον Σεπτέμβριο, δεν έχει ακόμα διασφαλίσει ένα σαφές πλαίσιο εξελίξεων που να αποτυπώνει έστω και συμβολικά το τέλος της περιόδου εκτάκτου ανάγκης της χώρας. Δεν έχει δημιουργήσει -ανεξαρτήτως Προεδρικής εκλογής- ένα οικονομικό και πολιτικό περιβάλλον σταθεροποίησης. Αντίθετα, όλα είναι ακόμα στον «αέρα». Εάν προστεθούν η «ζημιά» από το «φιάσκο» του ΕΝΦΙΑ, οι εσωτερικές εντάσεις των κυβερνητικών εταίρων και η κοινωνική δυσαρέσκεια, έχουμε ένα εξαιρετικά εύθραυστο περιβάλλον, παρά το… ράλι της οικονομίας, στο «κλειστό γυμναστήριο του… ΟΑΚΑ»!
Η δεύτερη παρατήρηση αφορά τους εταίρους – δανειστές μας. Είναι σαφώς ανέτοιμοι για μεγάλες λύσεις. Δυσπιστούν -παρά τα δημοσίως λεγόμενα- έναντι της Ελλάδας. Ενώ συσσωρεύονται τα προβλήματα της ευρωπαϊκής οικονομίας, καθώς η ύφεση πλανάται απειλητικά πάνω απ? όλη την Ευρώπη και παίρνει χρόνια χαρακτηριστικά, εάν δεν αποτραπούν οι πολιτικές λιτότητας (όπως είπαν και μια σειρά νομπελίστες στην κ. Μέρκελ επισημαίνοντας τους κινδύνους για το κοινό νόμισμα).
Δυστυχώς, Μέρκελ – Σόιμπλε επιμένουν. Οι εξελίξεις λ.χ. στη Γαλλία με τον ανασχηματισμό της κυβέρνησης, δείχνουν καθαρά την απογοητευτική διαπραγματευτική αδυναμία των Ευρωπαίων ηγετών έναντι της Γερμανίας… Από την άλλη, όμως, οι αντιδράσεις, κοινωνικές, οικονομικές και πολιτικές, διευρύνονται.
Γενικώς, δεν είναι η καλύτερη στιγμή για την επανατοποθέτηση του ελληνικού προβλήματος, συνυπολογιζομένης και της ευρύτερης διεθνούς γεωπολιτικής ρευστότητας. Σ? αυτό το περιβάλλον, η Ελλάδα πρέπει να εξασφαλίσει την έγκριση της τρόικας για την πορεία του προγράμματος διάσωσης, προκειμένου οι Ευρωπαίοι να εξετάσουν το ενδεχόμενο περαιτέρω ελάφρυνσης του χρέους.
Το πλαίσιο της ελληνικής διαπραγματευτικής ομάδας του Παρισιού φαίνεται ότι έχει πέντε άξονες: Επιβεβαίωση της προόδου της ελληνικής οικονομίας. Εμφαση στα διαρθρωτικά μέτρα που έχουν γίνει. Επισήμανση της δημοσιονομικής προόδου και του πλεονάσματος, που έχουν επιτευχθεί. Διεκδίκηση παράτασης για δράσεις που εκκρεμούν αλλά δεν αξιολογούνται ως μείζονες. Και προβολή του αιτήματος για κάποιες φοροελαφρύνσεις. Πιο πρακτικά, όλα αυτά σημαίνουν αποφυγή νέων εισπρακτικών μέτρων, επώδυνων ρυθμίσεων για Ασφαλιστικό και εργασιακά, έγκριση διορθωτικών κινήσεων στον ΕΝΦΙΑ, προστασία δανειοληπτών, όχι πλειστηριασμοί ακινήτων στο 1/3 της αντικειμενικής αξίας τους κλπ. Δεν είναι εύκολες «κόκκινες γραμμές». Και προφανώς η κυβέρνηση ποντάρει, απ? όλα αυτά, να «κερδίσει» ένα μέρος…
Η απεμπλοκή από το ΔΝΤ, η ανάπτυξη και η βιωσιμότητα του χρέους αποτελούν το «ευρύτερο φόντο». Πολύ αισιόδοξα μοιάζουν όλα αυτά με βάση τη συγκυρία. Και φοβούμαι ότι ο χρόνος μέχρι το τέλος Δεκεμβρίου δεν φθάνει για τους Ευρωπαίους ηγέτες. Πέραν της δεδομένης αρνητικής στάσης τους για πολλά από αυτά, όσο η ευρύτερη λογική για την αντιμετώπιση της κρίσης παραμένει ίδια.
Οι στόχοι μιας διορθωτικής ατζέντας που έχει θέσει η κυβέρνηση, με ανοιχτές ή αμφισβητούμενες δεσμεύσεις, είναι αναγκαίοι, αλλά πολύ δύσκολο να επιτευχθούν στο πλαίσιο της ευρύτερης πολιτικής που ακολουθείται. Το ζητούμενο είναι μια άλλη συνολική πολιτική και οικονομική προσέγγιση. Και αυτό δυστυχώς δεν υπάρχει…