Ο Διονύσης Γ. Δημητρακόπουλος, επίκουρος καθηγητής πολιτικής επιστήμης στο Κολλέγιο Birkbeck του Πανεπιστημίου του Λονδίνου ειδικός σε θέματα ευρωπαϊκής πολιτικής, χαρακτηρίζει ιστορική την γαλλογερμανική πρόταση για ανάταξη των ευρωπαϊκών οικονομιών. Στη συνέντευξή του στη «Μ» και τον Αντώνη Τριφύλλη,
«Για πρώτη φορά την τελευταία δεκαετία μιά έκτακτη και έντονη κρίση γίνεται αιτία για να ενισχυθεί κατ? αυτόν τον τρόπο το θεσμικό σύστημα της Ένωσης», τονίζει.
Όπως αναφέρει η πρόταση αυτή οδηγεί σε «μια πιο στρατηγική αντιμετώπιση των πραγμάτων από τους αρμόδιους ηγέτες, και ιδιαίτερα της Γερμανίας, που δείχνουν πλέον διατεθειμένοι να αντιμετωπίσουν την ευρωζώνη ως ενιαία οικονομία κι όχι ως άθροισμα μεμονωμένων οικονομιών».
Η πρόταση Μακρον- Μέρκελ, - προσθέτει- καθώς και τα άλλα μέτρα που ανακοινώθηκαν εκφράζουν την έννοια της ευρωπαϊκής (δηλ. συλλογικής) κυριαρχίας στην οποία έχει αναφερθεί πολλές φορές στο παρελθόν ο Γάλλος Πρόεδρος Μακρόν ο οποίος φαίνεται να έπεισε – με την βοήθεια της πρωτοφανούς κρίσης που ζούμε κι άλλων παραγόντων και τη συντηρητική Καγκελάριο Μέρκελ. Σε αυτό φέρεται να έπαιξε ρόλο και μια νέα γενιά οικονομολόγων, ιδιαίτερα στη Γερμανία, που βλέπουν διαφορετικά τα πράγματα και το μέλλον της ευρωζώνης κι ανοιχτά δηλώνουν ότι παίρνουν μαθήματα από την ιστορία του δημοσιονομικού ομοσπονδισμού των ΗΠΑ.
Σχολιάζοντας, τέλος όσους έβλεοαν για άλλη μια φορά τον κίνδυνο διάλυσης της Ένωσης, τονίζει πως «οι γαλλο-γερμανικές προτάσεις και οι προτάσεις της Ευρ. Επιτροπής που ακολούθησαν δείχνουν πόσο ανθεκτικό είναι το ενοποιητικό εγχείρημα ακόμα κι όταν είναι στα χέρια ηγετών τους οποίους ξεπερνάει, όπως συμβαίνει σήμερα.
Ολόκληρη η συνέντευξη
Κατά την εκτίμησή σας ποιό είναι το περιεχόμενο της κοινής δήλωσης Μέρκελ- Μακρόν για την δημιουργία ταμείου διάσωσης; Τι πιθανότητες βλέπετε να αρθούν οι αντιρρήσεις όσων αντιτίθενται σε αυτήν; Νομίζετε ότι έχουμε την αναζωογόνηση του Γαλλο-Γερμανικού άξονα μετά την περίοδο δισταγμών της Καγκελαρίου; Πιστεύετε ότι οικονομικοί λόγοι οδήγησαν την ανατρεπτική πρόταση; Μήπως έπαιξε ρόλο η διαπάλη σε επίπεδο οικονομικών ηγεμονικών δυνάμεων της παγκοσμιοποίησης;
Αυτή η γαλλο-γερμανική πρόταση είναι ιστορική (χωρίς να είναι αυτό που ονομάστηκε Hamiltonian moment όπως ονομάστηκε η απόφαση που πήρε στα 1790 ο Αλεξάντερ Χάμιλτον να αναλάβει η ομοσπονδιακή κυβέρνηση χρέη επιμέρους πολιτειών) μετά από μια δεκαετία κατά βάση ημίμετρων που, ακόμα κι όταν πήγαιναν στη σωστή κατεύθυνση, αυτό δεν γινόταν στο βαθμό που απαιτούν τα προβλήματα και ο ελλιπής, προβληματικός αρχικός σχεδιασμός της ευρωζώνης. Το σημαντικότερο στοιχείο των προτάσεων αυτών είναι – στο οικονομικό πεδίο – η δημιουργία ταμείου για την ανάκαμψη με στόχο τη χρηματοδότηση με αναδιανομή 500 δις ευρώ των περιοχών και τομέων που έπληξε περισσότερο η πανδημία. Ιδιαίτερης σημασίας είναι το γεγονός ότι αυτό προτείνεται να γίνει (για το ποσό αυτό) μέσω της προσφυγής της Ευρ. Επιτροπής (δηλ. κεντρικού θεσμού της ΕΕ) στις αγορές (και στη βάση υφιστάμενης διάταξης της συνθήκης ΕΕ) κι όχι με την προσθήκη νέων χρεών από μεμονωμένα κράτη-μέλη που θα συνέβαινε με την προσφυγή τους στον Ευρ. Μηχανισμό Σταθερότητας). Εξίσου σημαντική είναι (παρόλο τον χρονικό περιορισμό που προτείνεται) και η χρήση του προϋπολογισμού της ΕΕ για τον σκοπό αυτό αντί της δημιουργίας ειδικού «εξωενωσιακού» μηχανισμού όπως είχε γίνει (με τη «βοήθεια» της Βρετανίας) στην προηγούμενη κρίση στην ευρωζώνη. Για πρώτη φορά την τελευταία δεκαετία μιά έκτακτη και έντονη κρίση γίνεται αιτία για να ενισχυθεί κατ? αυτόν τον τρόπο το θεσμικό σύστημα της Ένωσης.
Τρίτο σημαντικό στοιχείο είναι ο χρονικός ορίζοντας αποπληρωμής (από την ΕΕ) αυτού του ποσού, κάτι που αντικατοπτρίζει α) την αξιοπιστία της ΕΕ έναντι των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων τόσο του ιδιωτικού όσο και του δημόσιου (βλ. π.χ. Κίνα) τομέα αλλά κι εύπορων ιδιωτών που συνηθίζουμε να αποκαλούμε «αγορές» όσο και β) (επιτέλους) μια πιο στρατηγική αντιμετώπιση των πραγμάτων από τους αρμόδιους ηγέτες, και ιδιαίτερα της Γερμανίας, που δείχνουν πλέον διατεθειμένοι να αντιμετωπίσουν την ευρωζώνη ως ενιαία οικονομία κι όχι ως άθροισμα μεμονωμένων οικονομιών. Τέταρτον, σε επίπεδο διακηρύξεων τουλάχιστον, είναι σημαντικές οι αναφορές α) στην δίκαιη φορολόγηση εντός της ΕΕ, αλλά και β) στην πράσινη και ψηφιακή μετάβαση στην οικονομία του μέλλοντος. Αυτά τα τέσσερα στοιχεία μαζί εκφράζουν την έννοια της ευρωπαϊκής (δηλ. συλλογικής) κυριαρχίας στην οποία έχει αναφερθεί πολλές φορές στο παρελθόν ο Γάλλος Πρόεδρος Μακρόν ο οποίος φαίνεται να έπεισε – με την βοήθεια της πρωτοφανούς κρίσης που ζούμε κι άλλων παραγόντων που αναφέρω παρακάτω – και τη συντηρητική Καγκελάριο Μέρκελ. Ας μην ξεχνάμε ότι βασικό στοιχείο του φαινομένου που ο Ulrich Beck σοφά ονόμασε «Μερκιαβελισμό» είναι η τακτική της να μην παίρνει αποφάσεις όταν πρέπει αλλά την τελευταία στιγμή (κάνοντας το ελάχιστο αναγκαίο) δίνοντας έτσι την εικόνα του σωτήρα που δίνει την αναγκαία ανάσα στην ευρωζώνη αλλά και την ΕΕ την μετεξέλιξη της οποίας α) η ίδια ως τότε εμπόδιζε και β) όλοι οι μεταπολεμικοί καγκελάριοι (με την εξαίρεση της ίδιας) έβλεπαν ως στοιχείο του ρόλου τους, όπως σωστά είπε (σε κρίσιμες στιγμές) ο Helmut Schmidt.
Υπάρχουν πολλοί λόγοι που μπορούν να εξηγήσουν την αλλαγή στάσης της τελευταίας. Πρώτον, η εκλογή του Προέδρου Τραμπ στις ΗΠΑ με τα επακόλουθά της (όπως η απόσυρση από τη συμφωνία του Παρισιού σχετικά με την κλιματική αλλαγή, τη συμφωνία της Δύσης με το Ιράν και γενικότερα η εχθρική αντιμετώπιση της διεθνούς τάξης όσο αυτή στηρίζεται σε κανόνες και συλλογική δράση) και η επιθετική συμπεριφορά της Κίνας (και της αυταρχικής κομματικής νομενκλατούρας που την κυβερνά) θύμισαν στην Καγκελάριο Μέρκελ πόσο ισχνά είναι σε διεθνές επίπεδο ακόμα και τα ισχυρότερα μεμονωμένα κράτη-μέλη της ΕΕ όπως η Γερμανία. Αυτό δείχνουν οι σχετικές πρόσφατες δημόσιες αναφορές της κ. Μέρκελ. Εύστοχη θα ήταν και η παρατήρηση ότι απέναντι στον άγριο καπιταλισμό και τη γεωπολιτική επιθετικότητα που προωθεί η Κίνα, (αρχικά στην «γειτονιά» της) ούτε οι ΗΠΑ από μόνες τους θα μπορούσαν να δώσουν επαρκή απάντηση, ιδιαίτερα με έναν εθνικιστή, ακροδεξιό πρόεδρο όπως ο σημερινός.
Δεύτερον, η κρίση αυτή είναι πρωτοφανής σε έκταση και ένταση και απειλεί το σύνολο των αγορών των εξαγωγικών υπερδυνάμεων όπως η Γερμανία. Αν δεν έχουν χρήματα οι πιθανοί αγοραστές, ό,τι κι αν παράγεις, απλώς δεν μπορείς να το πουλήσεις. Ή, όσα χρήματα κι αν αποταμιεύεις, από που θα προκύψουν τόκοι όταν οι επενδύσεις που κάνουν οι τράπεζες καταρρέουν;
Τρίτον, ρόλο φέρεται να έπαιξε και μια νέα γενιά οικονομολόγων, ιδιαίτερα στη Γερμανία, που βλέπουν διαφορετικά τα πράγματα και το μέλλον της ευρωζώνης σε σχέση με άλλους Γερμανούς οικονομολόγους που έμοιαζαν να βλέπουν τα οικονομικά ως κλάδο της θεολογίας. Αυτή η νέα γενιά οικονομολόγων εκπροσωπείται σε σημαντικές θέσεις στον κρατικό μηχανισμό της Γερμανίας κι ανοιχτά δηλώνουν ότι παίρνουν μαθήματα από την ιστορία του δημοσιονομικού ομοσπονδισμού των ΗΠΑ. Βασικό στοιχείο εδώ είναι η κοινή γνώση ενός απλού στοιχείου: όταν η Γερμανία από μόνη της μπορεί να ξοδέψει ποσά άνω του ενός τρις ευρώ για τη στήριξη των επιχειρήσεών της, τη στιγμή που τα υπόλοιπα κράτη-μέλη της ΕΕ δεν μπορούν να ξοδέψουν παρά πολύ μικρότερα ποσά, η πολυδιαφημισμένη συνοχή της ενιαίας αγοράς είναι βέβαιο ότι θα πήγαινε περίπατο χωρίς έστω αυτή την ένεση των 500 δις που οποία ορισμένοι γνωστοί σχολιαστές όπως οι Wolfgang Münchau και Sony Kapoor θεωρούν ανεπαρκή. Θα προσέθετα και την ανησυχία που προέκυψε στη γερμανική κυβέρνηση από την πρόσφατη απόφαση του Γερμανικού Συνταγματικού Δικαστηρίου που ουσιαστικά απειλεί με καταστροφή το ενωσιακό οικοδόμημα και που επιδέχεται και μιαν άλλη ανάγνωση: ας αναλάβουν οι πολιτικοί τη δράση που τους αναλογεί και να σταματήσουν να κρύβονται πίσω από την Ευρ. Κεντρική Τράπεζα.
Βέβαια, η επάρκεια των επιχειρημάτων στα οποία στηρίζονται τόσο η γαλλο-γερμανική πρωτοβουλία όσο και οι προτάσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής που ακολούθησαν, δεν αρκεί από μόνη της για την υιοθέτησή τους αφού η λογική του καλύτερου επιχειρήματος ισχύει μεταξύ ίσων. Αρνητικές αντιδράσεις υπήρξαν, όπως και στο παρελθόν, από την πλευρά των ονομαζόμενων «ολιγαρκών τεσσάρων» (δηλ. Ολλανδία, Αυστρία, Σουηδία και Δανία) αλλά αυτές αναμένω να καμφθούν στην τελική φάση της διαπραγμάτευσης για δύο λόγους. Πρώτον, τους λείπει η ηγέτιδα δύναμη αφού η Γερμανία μοιάζει να έχει περάσει στο «στρατόπεδο» της λογικής και η Βρετανία είναι πλέον εκτός ΕΕ κι έτσι δεν μπορεί να αποτελέσει παράγοντα ανάσχεσης των εξελίξεων, όπως έκανε στο παρελθόν. Επίσης είναι σημαντικό το γεγονός ότι πλέον υπάρχουν φωνές και μέσα σε αυτά τα μικρά κράτη-μέλη (όπως του επικεφαλής του πανίσχυρου συνδέσμου εργοδοτών αλλά και πρώην επικεφαλής της Κεντρικής Τράπεζας της Ολλανδίας) που υποστηρίζουν ανοιχτά αυτή την πρόταση καθώς γνωρίζουν ότι αγορά χωρίς αγοραστές δεν υπάρχει. Δεύτερον, οι μηχανισμοί της ΕΕ δίνουν ευκαιρίες (όταν υπάρχει η πολιτική βούληση) είτε να μην νιώθει κάποια χώρα «ριγμένη» είτε να έχουν και οι λιγότερο ενθουσιώδεις υποστηρικτές μιάς πρότασης κάτι να «πουλήσουν» στα εθνικά ακροατήριά τους τα οποία οι ίδιοι (αλλά και τα ΜΜΕ) φροντίζουν να μην γνωρίζουν τι ακριβώς συμβαίνει στις Βρυξέλλες. Ετσι, οι προτάσεις της Ευρ. Επιτροπής που ακολούθησαν περιέχουν και το στοιχείο του δανεισμού που προτιμούν οι σημερινοί πρωθυπουργοί των «ολιγαρκών».
Ως προς δε τον γαλλο-γερμανικό άξονα, τόσο το περιεχόμενο των προτάσεων όσο και η υποδοχή της οποίας έτυχαν, δείχνουν ότι εξακολουθεί να παραμένει προϋπόθεση για την ποιοτική μετεξέλιξη της ΕΕ. Σε αυτό το πλαίσιο θα σημείωνα και το εξής: οι πρόσφατες δηλώσεις της Καγκελαρίου Μέρκελ στο ενδο-γερμανικό ακροατήριο δείχνουν ότι και η ίδια πλέον δέχεται ότι ρόλος των ηγετών είναι και το να διαμορφώνουν κι όχι μόνο απλώς να ακολουθούν ή να επικαλούνται (όταν νομίζουν ότι τους συμφέρει) την τοπική τους κοινή γνώμη.
Σε τι διαφέρει αυτά η πρόταση σε σχέση με άλλες που έχουν κατά καιρό δει το φως της δημοσιότητας; Και σε τι διαφέρει από μέχρι τώρα δράσεις της ΕΚΤ και της Ε. Επιτροπής;
Οι βασικότερες διαφορές σε σχέση με όσα προτάθηκαν από την αρχή της πανδημίας είναι α) οι μεταφορές κονδυλίων (που είναι βασικό στοιχείο ομοσπονδιακών πολιτειών) αντί δανείων, β) η χρήση του προϋπολογισμού της ΕΕ και γ) εμπλοκή της Ευρ. Επιτροπής ως οργανισμού που δανείζεται από τις αγορές εκ μέρους της ΕΚ/ΕΕ. Το τελευταίο έχει συμβεί και στο παρελθόν αλλά ήταν τόσο σφοδρές οι αρχικές αντιδράσεις (με προεξάρχουσα την κυβερνώσα παράταξη της Γερμανίας) κάθε φορά που κάτι τέτοιο προτάθηκε από το 2008 και μετά που εύλογα ορισμένοι ίσως να το είχαν αναγάγει στη σφαίρα των ονείρων. Σημειώνω επίσης ότι η ανάθεση τέτοιου ρόλου στην Ευρ. Επιτροπή αποτελεί ήττα για όσους την θέλουν να μην είναι τίποτα παραπάνω από μια απλή γραμματεία του Ευρ. Συμβουλίου ή μια απλή ρυθμιστική αρχή.
Τόσο οι γαλλο-γερμανικές αυτές προτάσεις όσο και οι προτάσεις της Ευρ. Επιτροπής που ακολούθησαν είναι το λογικό κι απόλυτα απαραίτητο συμπλήρωμα της άνευ προηγουμένου δράσης που ανέλαβε η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα ήδη από τον Μάρτιο με το πρόγραμμα αγοράς ομολόγων αξίας τουλάχιστον 750 δις ευρώ κλπ. που αφορά τη ρευστότητα και τη σταθερότητα στις αγορές χρήματος. Ο συνδυασμός τους είναι κάτι που απαντάται σε ομοσπονδιακές πολιτείες όπως οι ΗΠΑ. Και τα δυο συμπληρώνουν τη ως τώρα δράση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής που περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων, την απόφαση να επιτραπούν κρατικές ενισχύσεις, την ιστορική πρόταση για την suspension των κανόνων του Συμφώνου Σταθερότητας που περιόριζαν τις κρατικές δαπάνες, κλπ. Οι γαλλο-γερμανικές προτάσεις, τέλος, δείχνουν ότι οι σημερινές ηγεσίες των κρατών-μελών δέχονται ότι δεν μπορούν πλέον να κρύβονται πίσω από τη δράση της ΕΚΤ. Η τελευταία ούτως ή άλλως δεν αρκεί για να δοθεί λύση στα προβλήματα που προκύπτουν από την ατελή φύση της ευρωζώνης όπου η νομισματική πολιτική ασκείται στο επίπεδο της Ένωσης αλλά το ίδιο δεν συμβαίνει με την οικονομική πολιτική.
Μέχρι πρόσφατα πολλοί προέβλεπαν το τέλος της Ε.Ε ή έστω την περιθωριοποίησή της . Παίζει κάποιο ρόλο η διαδικασία στον ενοποιητικό ρόλο της Ε. Ένωσης; Και προς ποια κατεύθυνση; Μπορεί να περιμένουμε ανατροπή των Συνθηκών και περισσότερη Ευρώπη; Και τι χαρακτηριστικά θα έχει; Θα είναι δηλαδή περισσότερο κοινοτική ή διακυβερνητική;
Το τέλος της ΕΕ προβλέπεται ή και προσδοκάται ήδη από το 1951. Οι γαλλο-γερμανικές προτάσεις και οι προτάσεις της Ευρ. Επιτροπής που ακολούθησαν δείχνουν πόσο ανθεκτικό είναι το ενοποιητικό εγχείρημα ακόμα κι όταν είναι στα χέρια ηγετών τους οποίους ξεπερνάει, όπως συμβαίνει σήμερα. Οι προτάσεις αυτές και κυρίως η αναμενόμενη αποδοχή τους επίσης δείχνουν δυο ακόμα στοιχεία, δηλ. α) τη σοφία της ρήσης του Μονέ ότι το ενοποιητικό εγχείρημα θα προωθείται μέσα από κρίσεις και β) μαζί με το ερώτημα περί περισσότερης ή λιγότερης Ευρώπης τίθεται και το δίλημμα περί Ευρώπης των λαών ή των αγορών. Την τελευταία εξυπηρετούσαν οι συνεχείς προτροπές, π.χ. του «ουδέτερου τεχνοκράτη» Κλάους Ρέγκλινγκ (επικεφαλής του ΕΜΣ) για τη χρήση των δανείων που προσφέρει ο ΕΜΣ, πριν ο ίδιος αναγκαστεί να συνταχθεί με την γαλλο-γερμανική πρόταση που πάει το ενωσιακό οικοδόμημα στην εντελώς διαφορετική κατεύθυνση της αναδιανομής αλλά και της χρήσης ενωσιακών θεσμών (Επιτροπή) κι εργαλείων (προϋπολογισμός). Θεωρώ δε αναγκαίο να ξανανοίξει – με την ευκαιρία της επόμενης αναθεώρησης των συνθηκών – τόσο το ζήτημα του χρονικού ορίζοντα του Πολυετούς Δημοσιονομικού Πλαισίου (MFF) της ΕΕ όσο και του ρόλου της Επιτροπής στην υλοποίησή του. Το πρώτο πρέπει να έχει πενταετή διάρκεια που να συμπίπτει με την θητεία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, ενώ η δεύτερη πρέπει να έχει την δημοκρατική νομιμοποίηση που θα της δίνει τη δυνατότητα να κάνει τις σημαντικές επιλογές που απαιτούνται χωρίς να απαιτείται η ομόφωνη υποστήριξη των κρατών-μελών. Αυτό σημαίνει, μεταξύ των άλλων, πολιτική αντιπαράθεση για την προεδρία της Επιτροπής με την ευκαιρία των ευρωεκλογών στην βάση προγραμμάτων (δηλ. προτεραιοτήτων) και προσώπων την οποία υπόσχεται το επονομαζόμενο σύστημα των Spitzenkandidaten το οποίο πολέμησαν (για διαφορετικούς λόγους) τόσο η Καγκελάριος Μέρκελ όσο και ο Πρόεδρος Μακρόν. Η Ευρώπη (μόνο ή κυρίως) των κυβερνήσεων δεν δύναται να λύσει τα προβλήματα που οι συνθήκες και η ίδια δημιούργησαν. Αυτό ισχύει εν μέρει και για έναν λόγο που εύστοχα επισήμανε ο Jürgen Habermas. Ο διακυβερνητισμός (που επί χρόνια προωθεί η Καγκελάριος Μέρκελ) είναι υποδεέστερος της κοινοτικής μεθόδου από την σκοπιά της δημοκρατίας μεταξύ των άλλων και επειδή οι επιπτώσεις των αποφάσεων μιάς χώρας σαν την Γερμανία για το μέλλον της ΕΕ πάνε πολύ πέρα από τη νομιμοποιητική βάση που έχουν η οποία είναι κατ ανάγκη στενά εθνική. Η μετεξέλιξη (προς το δημοκρατικότερο) της κοινοτικής μεθόδου μέσω του συστήματος των Spitzenkandidaten έχει τη δυνατότητα να φέρει το οξυγόνο της πολιτικής αντιπαράθεσης με τη συμμετοχή του πολίτη τον οποίο πολλοί (πολιτικοί, πανεπιστημιακοί κ.ά.) που επεξεργάζονται προτάσεις για το μέλλον της ΕΕ ή της ευρωζώνης τόσο εύκολα ξεχνούν ακόμα και σήμερα. Όμως πρόοδος στην κατεύθυνση της βαθύτερης και δημοκρατικότερης ενοποίησης χωρίς τον πολίτη δεν είναι εφικτή.
___________________________________
Ο Διονύσης Γ. Δημητρακόπουλος είναι επίκουρος καθηγητής πολιτικής επιστήμης στο Κολλέγιο Birkbeck του Πανεπιστημίου του Λονδίνου όπου διευθύνει το μεταπτυχιακό πρόγραμμα ευρωπαϊκής πολιτικής. Η έρευνά του αφορά διάφορες πτυχές της ενοποιητικής διαδικασίας (από τη θεσμική μεταβολή της ΕΕ, την υλοποίηση δημόσιων πολιτικών της και τις απόψεις σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων για την εξέλιξή της, μέχρι και τη συμμετοχή της Ελλάδας σε αυτή). Στο τελευταίο βιβλίο του αναλύει (μαζί με τον καθ. Αργύρη Γ. Πασσά) την ανεξαρτητοποίηση την ελληνικής φορολογικής διοίκησης στο πλαίσιο των τριών μνημονίων.