Δημοσκοπήσεις: Η συνωμοσιολογία εναντίον της επιστημονικής πραγματικότητας

Κώστας Γεμενής Αλεξία Κατσανίδου 27 Σεπ 2015

Ακούσαμε και διαβάσαμε πολλά τις τελευταίες ημέρες για την αποτυχία των περισσότερων δημοσκοπήσεων να προβλέψουν το εκλογικό αποτέλεσμα. Μομφές και κατηγορίες για απάτη και διαπλεκόμενα συμφέροντα, αλλά και απειλές που με απίστευτο μένος εκστομίζουν αρχηγοί κομμάτων και στελέχη της κυβέρνησης, πολιτικοί, δημοσιογράφοι, αλλά και αγανακτισμένοι πολίτες.

Προτού όμως στηθούν τα λαϊκά δικαστήρια, οφείλουμε να ενημερώσουμε τους επικριτές των συναδέλφων επιστημόνων που ασχολούνται με τις δημοσκοπήσεις για μια σειρά από μεθοδολογικούς λόγους αποτυχίας των δημοσκοπήσεων, που ουδεμία σχέση έχουν με τις θεωρίες συνωμοσίας. Όσο κι αν ακούγεται περίεργο, η διεθνής εμπειρία εδώ και δεκαετίες έχει δείξει πως η συντριπτική πλειοψηφία από τις δημοσκοπικές αστοχίες μπορεί να ερμηνευτεί επιστημονικά. Αντίθετα, η άγνοια των μεθοδολογικών παραμέτρων και γενικότερων περιορισμών που διέπουν την διενέργεια δημοσκοπήσεων οδηγεί στην εύκολη ερμηνεία της συνωμοσίας.

 Οι παράμετροι και περιορισμοί αυτοί μπορούν να διαχωριστούν συνοπτικά σε τρεις κατηγορίες. Σε παράγοντες που έχουν σχέση με α) τη δειγματοληψία και στάθμιση, β) τις αποκρίσεις των πολιτών στα ερωτήματα των δημοσκοπήσεων, και γ) γενικότερες παραμέτρους της εκλογικής διαδικασίας συμπεριλαμβανομένων του εκλογικού και κομματικού συστήματος.

 (α) Αναφορικά με τη δειγματοληψία, αστοχίες στις προβλέψεις προκύπτουν συνήθως όταν το δείγμα που χρησιμοποιείται στις δημοσκοπήσεις δεν είναι επαρκώς αντιπροσωπευτικό. Αναφέρουμε εδώ “επαρκώς” γιατί είναι κοινή αποδοχή στην εφαρμοσμένη κοινωνική έρευνα παρά την προσπάθεια να επιτευχθεί ένα δημογραφικά αντιπροσωπευτικό δείγμα, είναι σχεδόν αδύνατο να πετύχει κανείς ένα απόλυτα αντιπροσωπευτικό δείγμα ενός πληθυσμού, καθώς ηθικοί περιορισμοί υποχρεώνουν τους επιστήμονες να εξετάζουν μόνο όσους δέχονται να συμμετάσχουν στην έρευνα (και μάλιστα χωρίς αμοιβή). Καθώς λοιπόν η συμμετοχή των πολιτών είναι απόλυτα εθελοντική, ενδέχεται οι πολίτες με συγκεκριμένα χαρακτηριστικά (λ.χ. οι καχύποπτοι, οι πολυάσχολοι) να έχουν μικρότερη πιθανότητα στο να συμπεριληφθούν στο δείγμα μιας δημοσκόπησης. Αυτό το πρόβλημα έρχεται να προστεθεί στο πρόβλημα του εντοπισμού ατόμων με συγκεκριμένη ηλικία ή επάγγελμα, η μη συμπερίληψη των οποίων στην έρευνα την εκθέτει σε κίνδυνο. Επιπρόσθετα, ο τρόπος διεξαγωγής της έρευνας (τηλεφωνικά, πόρτα-πόρτα, διαδικτυακά, κτλ) περιορίζει ακόμη περισσότερο την αντιπροσωπευτικότητα ενός δείγματος, με αποτέλεσμα κάποιες ομάδες πολιτών να υπό-εκπροσωπούνται στο δείγμα, ενώ αντίστοιχα να υπερ-εκπροσωπούνται άλλες.

 Ενώ όμως όλες οι εταιρίες είναι αντιμέτωπες με τους ίδιους προαναφερθέντες περιορισμούς, ενδέχεται να κάνουν διαφορετικής εκτιμήσεις του αποτελέσματος των εκλογών λόγω των διαφορετικών τρόπων που επιλέγουν να αντιμετωπίσουν αυτές τις προκλήσεις. Κάποιοι συνάδελφοι προσπαθούν να πετύχουν περισσότερο αντιπροσωπευτικό δείγμα καλώντας λ.χ. αριθμούς κινητών τηλεφώνων, πραγματοποιώντας δειγματοληψία με γεωγραφική διαστρωμάτωση, ή δειγματοληψία με ποσόστωση φύλου ή ηλικίας κοκ. Η πλέον συνηθισμένη όμως τεχνική επίτευξης της αντιπροσωπευτικότητας είναι αυτή της στάθμισης του δείγματος. Με απλά λόγια, η στάθμιση επιχειρεί να διορθώσει ένα δείγμα στο πιο αντιπροσωπευτικό, αυξάνοντας το βάρος ορισμένων απαντήσεων στον τελικό υπολογισμό (και αντίστοιχα μειώνοντας το βάρος άλλων) βάσει κάποιων δεδομένων όπως λ.χ. η σύνθεση του πληθυσμού όπως αυτή εμφανίζεται στη γενική απογραφή, ή τα αποτελέσματα προηγούμενων εκλογικών αναμετρήσεων. Σημειώνουμε επίσης πως όσο ένα δείγμα μεγαλώνει, τόσο μικραίνει το εύρος της εκτίμησης χωρίς όμως να αυξάνει απαραίτητα την ακρίβεια της. Η αύξηση του δείγματος δε συνοδεύεται απαραίτητα από την αντιπροσωπευτικότητά του και ως εκ τούτου δεν μπορεί να διορθώσει την εκτίμηση όταν αυτή παρεκκλίνει προς την μία ή την άλλη κατεύθυνση λόγω συστηματικών στρεβλώσεων που προέρχονται από τα προβλήματα που αναφέρουμε σε αυτό το άρθρο. Έτσι, η συνήθης κριτική πως το δείγμα των 1.000 ατόμων που χρησιμοποιείται συνήθως δεν είναι μεγάλο, φανερώνει την άγνοια των επικριτών γύρω από την στατιστική επιστήμη.

 (β) Ακόμη όμως κι αν κάποιος ξεπεράσει τα προβλήματα αναφορικά με τη δειγματοληψία, έρχεται αντιμέτωπος με προβλήματα που έχουν να κάνουν με τις αποκρίσεις των πολιτών στις ερωτήσεις που τίθενται στις δημοσκοπήσεις. Ας υποθέσουμε λοιπόν πως όλες οι δημοσκοπήσεις βασίζουν τις εκτιμήσεις τους στις αποκρίσεις στην ερώτηση πρόθεσης ψήφου στις οποίες οι πολίτες απαντούν αυθόρμητα  χωρίς να δίνεται η επιλογή κομμάτων με κάποια σειρά. Ακόμη και όταν χρησιμοποιούμε αυτή την απλή μέθοδο εκτίμησης, ενδέχεται να υπάρχουν αστοχίες στις εκτιμήσεις όταν οι πολίτες δίνουν αναληθείς απαντήσεις. Όσο κι αν ακούγεται περίεργο, οι αναληθείς απαντήσεις σε έρευνες κοινής γνώμης δεν είναι ασυνήθιστο φαινόμενο και έχει αποτελέσει αντικείμενο εκτεταμένης επιστημονικής έρευνας. Οι πολίτες μπορεί να δίνουν αναληθείς απαντήσεις λόγω ντροπής όταν αισθάνονται πως η επιλογή τους παρουσιάζεται στην κοινή γνώμη ως ακραία ή περιθωριακή (social desirability), λόγω καχυποψίας προς τις δημοσκοπήσεις, εκνευρισμού, ή και κούρασης (όταν έχουν προηγηθεί πολλές ερωτήσεις) ή και ανάλογα με τη θεματολογία της ακριβώς προηγούμενης ερώτησης. Αντίστοιχα προβλήματα παρατηρούνται και στις απαντήσεις σχετικά με την ψήφο σε προηγούμενες εκλογές· όμως εδώ οι αναληθείς απαντήσεις μπορεί να οφείλονται και σε επιπλέον παράγοντες όπως η ατελής μνήμη, ή και το ψυχολογικό φαινόμενο της γνωσιακής ασυμφωνίας (cognitive dissonance) που εκφράζεται με την τάση των ερωτώμενων να προσπαθούν να εμφανίσουν μια διαχρονική συνέπεια στις επιλογές τους. Σε αυτά τα προβλήματα πρέπει να προσθέσουμε και το γεγονός πως πολλοί ερωτώμενοι εμφανίζονται στις έρευνες ως αναποφάσιστοι με αποτέλεσμα η τελική τους επιλογή να μην αντικατοπτρίζεται στις εκτιμήσεις των δημοσκοπήσεων.

 (γ) Τέλος, αξίζει να αναφερθούμε στις γενικότερες παραμέτρους της εκλογικής διαδικασίας ως παράγοντες που συμβάλουν στην αστοχία των εκτιμήσεων. Ο μεγάλος αριθμός των κομμάτων, η μικρή διαφορά στα ποσοστά μεταξύ των κομμάτων, τα εκλογικά συστήματα που ευνοούν την στρατηγική ψήφο, οι αυξομειώσεις στη συμμετοχή, αλλά ιδιαίτερα η εκλογική μεταβλητότητα, δυσχεραίνουν την εκτίμηση του εκλογικού αποτελέσματος. Να σημειώσουμε σε αυτό το σημείο, πως όλα αυτά τα προβλήματα λειτουργούν συνδυαστικά και αθροιστικά με τα προαναφερθέντα προβλήματα στη δειγματοληψία και τις αποκρίσεις των πολιτών. Για παράδειγμα, η μεγάλη εκλογική μεταβλητότητα καθιστά αδύνατη την  στάθμιση ενός δείγματος χρησιμοποιώντας τα δεδομένα της προηγούμενης ψήφου που δίνουν οι ερωτώμενοι (όπως επεσήμανε και ο συνάδελφος Γιάννης Κωνσταντινίδης σε άρθρο του στη Μεταρρύθμιση .

 Τέλος, δεν πρέπει να ξεχνάμε πως οι εκτιμήσεις ενδέχεται να βασίζονται σε δεδομένα που συλλέχθηκαν αρκετές μέρες πριν τις εκλογές (πολλές φορές λόγω και του νομικού πλαισίου που διέπει τη διενέργεια των δημοσκοπήσεων), και ως τούτου δεν μπορούν να λάβουν υπόψη κάποιες ραγδαίες εξελίξεις, ή την απότομη μεταστροφή της κοινής γνώμης που μπορεί να λάβει τη μορφή χιονοστιβάδας λίγες μόλις μέρες πριν τις κάλπες.

 Οι προαναφερθέντες παράγοντες, και αρκετοί επιπλέον που παρουσιάζονται στη βιβλιογραφία, συνήθως επαρκούν για να εξηγήσουν τόσο τις γενικές αστοχίες των εκτιμήσεων, όσο και τις διαφορές στις εκτιμήσεις μεταξύ εταιριών, μεταξύ κομμάτων, αλλά και μεταξύ εκλογικών αναμετρήσεων. Η παγκόσμια εμπειρία μας έχει δείξει δε, πως δεν είναι καθόλου ασυνήθιστο οι αστοχίες και διαφορές αυτές να μην είναι μόνο τυχαίες, αλλά να γίνονται συστηματικές. Για παράδειγμα, δεδομένου πως τα χαρακτηριστικά των ομάδων που υπέρ- ή υπό-εκπροσωπούνται σε σχέση με το δείγμα, τις αναληθείς απαντήσεις, ή και τα ποσοστά συμμετοχής συνήθως σχετίζονται με την ψήφο, τότε παρατηρούμε και την συστηματική υπέρ- ή υπό-εκτίμηση συγκεκριμένων κομμάτων.

 Αυτή είναι η επιστημονική πραγματικότητα όπως έχει διαμορφωθεί μέσα από εκατοντάδες επιστημονικές δημοσιεύσεις και συζητήσεις σε όλο τον κόσμο. Δυστυχώς όμως το επίπεδο της δημόσιας συζήτησης στην Ελλάδα είναι ιδιαίτερα χαμηλού επιπέδου. Εδώ κάποια ευθύνη έχουν και οι συνάδελφοι που αδυνατούν να εκλαϊκεύσουν την στατιστική επιστήμη, αλλά και οι δημοσιογράφοι (και αυτό δεν είναι ελληνικό φαινόμενο), που έχουν συνηθίσει στο να παρουσιάζουν τα αποτελέσματα των δημοσκοπήσεων ως μια κούρσα, παραλείποντας ή αγνοώντας σημαντικές μεθοδολογικές παραμέτρους και περιορισμούς. Ακόμα και η αναφορά στο διάστημα εμπιστοσύνης, το οποίο επισημάνθηκε στο κατατοπιστικό κείμενο του συναδέλφου Γιάννη Κωνσταντινίδη στη Μεταρρύθμιση, απουσιάζει.

 Δυστυχώς οι συνάδελφοι που έχουν βρεθεί κατά καιρούς στο στόχαστρο των επικριτών, συχνά αρκούνται στο να ψελλίζουν μια συγγνώμη αδυνατώντας όμως έτσι να ενημερώσουν το κοινό για τις παραμέτρους που οδήγησαν στις αστοχίες αφήνοντας ανοιχτά πολλά ερωτήματα. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να παραμένει η εντύπωση πως οι δημοσκοπήσεις γίνονται με όρους “φασόν”, κομμένες και ραμμένες δηλαδή σε διάφορα συμφέροντα, να συνεχίζεται η άκρατη συνωμοσιολογία, και να στήνονται λαϊκά δικαστήρια από άτομα που έχουν παντελή άγνοια της επιστημονικής μεθοδολογίας.

 Επειδή οι συζητήσεις αυτού του επιπέδου δεν τιμούν κανένα, θα θέλαμε να κλείσουμε αυτό το κείμενο με τρεις προτάσεις-εκκλήσεις προς τους συναδέλφους, δημοσιογράφους, πολιτικούς και πολίτες αντίστοιχα. Αναφορικά με τους συναδέλφους που πραγματοποιούν δημοσκοπήσεις, τους καλούμε να δώσουν πρόσβαση σε όλα τα μικροδεδομένα των δημοσκοπήσεων. Στόχος δεν είναι να κατηγορηθεί κάποιος συνάδελφος για λάθη, αλλά να προχωρήσει η επιστημονική έρευνα και συζήτηση ώστε να εξαχθούν κάποια συμπεράσματα που θα βοηθήσουν σε ακριβέστερες δημοσκοπικές εκτιμήσεις. Η έκκληση αυτή δεν είναι νέα, καθώς έχει εκφραστεί και παλαιότερα και στη συνάντηση του Δικτύου Μελέτης Εκλογών, Κοινής Γνώμης και Κομμάτων που πραγματοποιείται κάθε χρόνο στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας.

 Οργανισμοί που προωθούν την επιστημονική διαφάνεια στις κοινωνικές επιστήμες και συγκεκριμένα στα στατιστικά δεδομένα όπως το GESIS Ινστιτούτο Leibniz για τις κοινωνικές επιστήμες εξασφαλίζουν την εφαρμογή του νομικού πλαισίου για την ανωνυμία, καθώς και ανοιχτή πρόσβαση σε στατιστικά δεδομένα. Η πρακτική ανοιχτής πρόσβασης και η πολιτική διαφάνειας και ανοιχτών δεδομένων στην επιστημονική έρευνα και κατ επέκταση στον τομέα των δημοσκοπήσεων έχει ως αποτέλεσμα την υψηλότερη ποιότητα των δεδομένων και την καινοτομία στην μεθοδολογική έρευνα. Η διεθνής πρακτική έχει δείξει πως όσο περισσότερη διαφάνεια υπάρχει στα δεδομένα τόσο βελτιώνονται τα αποτελέσματα της έρευνας. Στην Ελλάδα αντίστοιχη προσπάθεια έχει κάνει το Εθνικό Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών σε συνεργασία με  πανεπιστημιακά ιδρύματα της χώρας στο υπό κατασκευή δίκτυο So.Da.Net που μπορεί να αποτελέσει την τράπεζα δεδομένων για αποθήκευση δημοσκοπήσεων προς έρευνα.

 Αναφορικά με τα ΜΜΕ, καλούμε τους δημοσιογράφους να είναι ιδιαίτερα προσεκτικοί στην παρουσίαση των αποτελεσμάτων και να λαμβάνουν υπόψη τουλάχιστον τα διαστήματα εμπιστοσύνης που δίνονται μαζί με τις εκτιμήσεις. Κατανοούμε πως αυτό που ενδιαφέρει περισσότερο είναι “ποιος είναι πρώτος” ή “ποια είναι η διαφορά”, πρέπει να γίνουν όμως κατανοητοί σε όλους οι μεθοδολογικοί περιορισμοί που συνοδεύουν κάθε εκτίμηση ώστε να αποφεύγονται οι λανθασμένες εντυπώσεις.

Τέλος, συνιστούμε ψυχραιμία στους πολιτικούς και τους πολίτες. Υπενθυμίζουμε πως μια δημοσκοπική αστοχία, όσο συστηματική κι αν είναι αυτή, από μόνη της δεν είναι αποδεικτικό στοιχείο απάτης. Αν όντως υπάρχουν μεθοδεύσεις αυτές θα αποκαλυφθούν μέσα από την επιστημονική έρευνα, και όχι μέσα από ατεκμηρίωτες κατηγορίες, ιδιαίτερα όταν αυτές φανερώνουν άγνοια επί των μεθοδολογικών ζητημάτων.