Δημόσιος λόγος

Χρίστος Αλεξόπουλος 09 Απρ 2017

Στην εποχή της εικονικής πραγματικότητας των ψηφιακών Μέσων Μαζικής Επικοινωνίας ο δημόσιος λόγος αποκτά ιδιαίτερο βάρος, στο μέτρο που στηρίζεται στην ορθολογική προσέγγιση της και διαμορφώνει τις προϋποθέσεις για την ολοκληρωμένη παρουσίαση του κοινωνικού, του οικονομικού, του πολιτισμικού και του πολιτικού γίγνεσθαι, των οποίων η εικονική αποτύπωση από τα Μ.Μ.Ε. είναι αποσπασματική.

Ο τηλεοπτικός φακός, για παράδειγμα, δείχνει μόνο αυτό, που χωράει στην οπτική του γωνία, ενώ δεν μπορεί να παρουσιάσει τον πολιτικό σχεδιασμό ενός κόμματος χωρίς την αξιοποίηση του λόγου, ο οποίος είναι σε θέση να αναλύσει και να τεκμηριώσει το περιεχόμενο των πολιτικών προγραμμάτων βασιζόμενος στον ορθολογισμό.

Ο δημόσιος λόγος αποκτά μάλιστα ιδιαίτερη σημασία, διότι δρομολογεί νοητικές διεργασίες για την διαμόρφωση πολιτικών στάσεων στους πολίτες και με αυτό τον τρόπο οριοθετεί σε σημαντικό βαθμό την πορεία της χώρας προς το μέλλον.

Ουσιαστικά μπορεί να λειτουργεί ως μια μορφή εξουσίας, η οποία βέβαια είναι άτυπη, αλλά συμβάλλει αποφασιστικά στην δημιουργία των προϋποθέσεων για την ανάπτυξη δυναμικής στους διάφορους τομείς δραστηριοποίησης της κοινωνίας.

Ιδιαιτέρως στην Ελλάδα, η οποία υφίσταται πολύ μεγάλη και αρνητική πίεση λόγω της πολυδιάστατης κρίσης (οικονομικής, πολιτικής, αξιακής κ.λ.π.), που περνάει αυτή την περίοδο, είναι ανάγκη να αναλυθούν τα ποιοτικά χαρακτηριστικά και οι επιπτώσεις του δημόσιου λόγου, διότι η κοινωνία δεν διαθέτει δυναμικές δομές με προανατολισμό το μέλλον.

Αυτό την καθιστά ευάλωτη στην χειραγώγηση του εθνικιστικού και του λαϊκιστικού δημόσιου λόγου, ο οποίος καλλιεργεί τον φόβο σε σχέση με απόψεις και προτάσεις, που υπερβαίνουν τα ιδεολογικά του όρια, ενώ κρατούν την κοινωνία δέσμια του παρελθόντος, το οποίο λειτουργεί ως σημείο αναφοράς για οποιασδήποτε μορφής αξιολόγηση του παρόντος και της προοπτικής του μέλλοντος.

Βασικό ποιοτικό χαρακτηριστικό του δημόσιου λόγου, όπως αυτός εκφέρεται στον δημόσιο διάλογο είτε από πολιτικούς είτε από ασχολούμενους με την πληροφόρηση των πολιτών ή τον σχολιασμό και την ανάλυση των γεγονότων, σε πολύ μεγάλο βαθμό είναι η στόχευση στην διαμόρφωση πολιτικού κλίματος ανάλογα με την πολιτική οπτική, με την οποία προσεγγίζουν την πραγματικότητα.

Βασικά εργαλεία για την επίτευξη αυτού του στόχου είναι η γλώσσα και ο τρόπος χρησιμοποίησης της, το που απευθύνεται ο λόγος (στο θυμικό ή στη λογική σκέψη των πολιτών), τα χαρακτηριστικά του περιεχομένου του (γενικόλογης και ηθικολογικής κατεύθυνσης ή με συγκεκριμένο και μακροπρόθεσμο σχεδιασμό), η αξιοποίηση του μηχανισμού της εξιδανίκευσης τόσο σε σχέση με το ιστορικό παρελθόν όσο και σε σχέση με την προοπτική του μέλλοντος.

Ιδιαιτέρως η γλώσσα και ο τρόπος χρησιμοποίησης της στον δημόσιο λόγο στην Ελλάδα παίζουν σημαντικό ρόλο, διότι διαμορφώνουν ευκολότερα το πολιτικό κλίμα, επειδή συνήθως απευθύνονται στο θυμικό και στο συναίσθημα και δεν ενεργοποιούν λογικές διεργασίες στην προσέγγιση της πραγματικότητας από τους πολίτες.

Πολύ χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελούν τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης, τα οποία δεν αρκούνται στην παρουσίαση του πολιτικού γίγνεσθαι, αλλά κάνουν και αυτά πολιτική ανάλογα με τις επιλογές τους σε σχέση με την πολιτική γεωγραφία (κυβερνητική πλευρά ή αντιπολιτευτική).

Αρκεί να γίνει αναφορά στο λεξιλόγιο, που χρησιμοποιείται κατά την διάρκεια της παρουσίασης του δελτίου ειδήσεων. Σε αντιπολιτευόμενο την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ τηλεοπτικό κανάλι ειπώθηκε σε σχέση με την πιθανή πρόωρη προσφυγή στις κάλπες στην περίπτωση μη ολοκλήρωσης της αξιολόγησης από τους εταίρους και δανειστές, ότι ήδη «φούντωσαν τα εκλογικά σενάρια».

Η λέξη «φούντωσαν» δεν παραπέμπει σε ορθολογική προσέγγιση της πραγματικότητας, ούτε δρομολογεί λογικές διεργασίες στους πολίτες με στόχο την κατανόηση της πολιτικής και της γενικότερης κατάστασης στη χώρα. Στοχεύει στην δημιουργία κλίματος ρευστότητας και ανασφάλειας σε σχέση με την πορεία της χώρας με την σημερινή κυβέρνηση.

Η μη αντικειμενικά λειτουργική χρησιμοποίηση της γλώσσας μπορεί να προκαλέσει προβλήματα και στις σχέσεις μεταξύ των πολιτών χωρών, οι οποίες είναι εταίροι σε υπερεθνικά μορφώματα, όπως είναι η Ευρωπαϊκή Ένωση.

Συγκεκριμένα σε δελτίο ειδήσεων ειπώθηκε από το πρόσωπο, που το παρουσιάζει, ότι η γερμανική κυβέρνηση «ζήτησε εξηγήσεις» από την ελληνική για το πακέτο με τα εκρηκτικά, το οποίο εστάλη από την Αθήνα στο γερμανικό υπουργείο οικονομικών. Στην ανταπόκριση όμως από τον δημοσιογράφο του καναλιού στη Γερμανία αντί της έκφρασης «ζητήθηκαν εξηγήσεις» χρησιμοποιήθηκε η φράση, ότι η γερμανική κυβέρνηση «περιμένει να διελευκανθεί αυτή η υπόθεση από τις ελληνικές αρχές».

Μεταξύ των δύο όψεων στο επικοινωνιακό πεδίο του ίδιου γεγονότος υπάρχει ουσιαστική διαφορά. Η φράση «ζήτησε εξηγήσεις» εγγίζει το θυμικό και προκαλεί αντίστοιχης ποιότητας αντιδράσεις, ενώ η άλλη έχει καθαρά περιγραφικό χαρακτήρα και αποτυπώνει την πραγματικότητα.

Ανάλογα παραδείγματα υπάρχουν και στο δημόσιο λόγο των πολιτικών προσώπων και των αναλυτών-σχολιαστών, όπως είναι η χρησιμοποίηση γεγονότων του ιστορικού παρελθόντος για την διαμόρφωση πολιτικού κλίματος σε σχέση με το παρόν (π.χ. να τίθεται το ερώτημα, έστω και υποθετικά, τι θα συμβεί, αν ζητηθεί να «λογοδοτούν» οι κυβερνήτες για τις επιλογές τους απευθείας στο λαό πέρα από τις προβλεπόμενες συνταγματικές ρυθμίσεις, όπως έγινε στο παρελθόν).

Δεν είναι όμως μόνο η γλώσσα και ο τρόπος, που χρησιμοποιείται, τα πιο συχνά αξιοποιούμενα εργαλεία για την διαμόρφωση πολιτικού κλίματος. Με την ίδια ένταση επίσης ενεργοποιείται ο γενικόλογος και ηθικολογικός λόγος, πολλές φορές μάλιστα σε συνδυασμό με τον ερεθισμό του θυμικού, ώστε να είναι πιο εύκολη η χειραγώγηση των πολιτών.

Κατ’ αρχήν η γενικόλογη και ηθικολογική επικοινωνιακή τακτική διευκολύνει την ενεργοποίηση φαντασιώσεων σε σχέση με το μέλλον. Η ηθικολογία παραπέμπει τον καταναλωτή της στην εντιμότητα αυτού, που την διοχετεύει με το ανάλογο περιτύλιγμα. Η γενική και αόριστη εκφορά του λόγου, η οποία βασίζεται σε «αρχές και αξίες», υποτίθεται, διευκολύνει την οικοδόμηση φαντασιώσεων, που οδηγούν σε πολιτικές στάσεις.

Προς την ίδια κατεύθυνση κινείται και ο μηχανισμός της εξιδανίκευσης, ο οποίος διαμορφώνει τις προϋποθέσεις για την κατανάλωση πολιτικών εξαγγελιών χωρίς τεκμηρίωση και ρεαλιστική σχέση με την πραγματικότητα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η καλλιέργεια του ισχυρισμού, ότι η αριστερά διαθέτει το «ηθικό πλεονέκτημα» σε σύγκριση με τα κόμματα, που διαχειρίστηκαν κυβερνητική εξουσία στο παρελθόν και δεν αντιμετώπισαν την διαφθορά. Η αποδοχή όμως του πελατειακού συστήματος και από την αριστερά του ΣΥΡΙΖΑ διαψεύδει αυτό τον ισχυρισμό.

Βέβαια πολλοί θεώρησαν, ότι η πραγματοποίηση ριζικών κοινωνικών αλλαγών είναι εύκολη παρα την κυριαρχία της διαφθοράς, της λογικής της συναλλαγής μεταξύ πολιτικών και εκλογέων, της έλλειψης αξιοκρατίας και άλλων παθογενειών της ελληνικής κοινωνίας. Η πραγματικότητα τους διαψεύδει.

Όμως ο δημόσιος λόγος με αυτά τα ποιοτικά χαρακτηριστικά έχει και τις ανάλογες επιπτώσεις. Κατ’ αρχήν δεν οδηγεί στην ανάπτυξη διαλόγου. Απλά γίνεται πολωτικής μορφής «θόρυβος» με παράλληλους μονόλογους, οι οποίοι απευθύνονται στο συναίσθημα και προκαλούν «θυμικές εκρήξεις» σε προεκλογικές περιόδους, ώστε να υπάρχει εκλογικό όφελος.

Ταυτοχρόνως δεν αποτυπώνεται η πραγματικότητα αλλά μια κατασκευασμένη εικόνα της σύμφωνα με την πολιτική οπτική του εκφερόμενου λόγου. Το αποτέλεσμα είναι η αδυναμία πραγματοποίησης συγκλίσεων και συναινέσεων από το ένα μέρος και από το άλλο η ευδοκίμηση της πόλωσης όχι μόνο στο επίπεδο του πολιτικού συστήματος αλλά και στην κοινωνία.

Επίσης οι πολιτικές στάσεις των πολιτών είναι προϊόν χειραγώγησης. Δεν παραπέμπουν σε πολιτικά υποκείμενα, διότι τα άτομα ταυτίζονται με απόψεις και προτάσεις, επειδή δυστυχώς ενεργοποιούνται φαντασιώσεις σε σχέση με το μέλλον και όχι επειδή έχουν ρεαλιστική προοπτική, η οποία διαπιστώνεται μετά από ορθολογική ανάλυση και προσέγγιση τους σε σχέση με την πραγματικότητα.

Ουσιαστικά διαμορφώνονται οι προϋποθέσεις για παρακμιακά φαινόμενα και υψηλό βαθμό διακινδύνευσης της κοινωνικής συνοχής, ενώ η κοινωνία αδυνατεί να αναπτύξει δυναμική, η οποία θα την οδηγήσει στις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις, που θα της επιτρέψουν να συμπορευθεί με τους ευρωπαίους εταίρους της χώρας αλλά και γενικότερα με τις ανεπτυγμένες κοινωνίες σε πλανητικό επίπεδο. Μόνο που το τίμημα θα είναι πιο επώδυνο στο μέλλον.