Εδώ και πολλά χρόνια ο δημόσιος διάλογος είναι υπονομευμένος και ωθεί στην (αυτο)λογοκρισία. Κάποιοι, κάπου, κάποτε έκριναν και αποφάσισαν τι επιτρέπεται και τι δεν επιτρέπεται να υποστηρίζει κανείς στον δημόσιο διάλογο. Ορίστηκαν θέματα ταμπού, «απαγορεύθηκε» ακόμη και η απλή αναφορά σε αυτά. Ενδεικτικά, και μόνο για την οικονομία του πράγματος, αναφέρονται εδώ ως χαρακτηριστικά παραδείγματα οι έννοιες «άσυλο» και «επένδυση». Σιγά σιγά όλοι οι παράγοντες του δημόσιου βίου κατασκεύασαν μια οργουελιανή διάλεκτο χρήσιμη στις δημόσιες τοποθετήσεις τους. Άλλοι από υπολογισμό του «πολιτικού κόστους», άλλοι για να γίνουν αρεστοί, άλλοι από φόβο, άλλοι από κεκτημένη ταχύτητα. Το βασικό χαρακτηριστικό της γλώσσας αυτής είναι η μονότονη επανάληψη όλων των «πολιτικά ορθών» κλισέ, που καθησυχάζουν τα ανακλαστικά εκείνων που όρισαν τις αρχικές συνθήκες. Η κατάσταση αυτή έχει λάβει ανησυχητικές διαστάσεις από τότε που η χώρα εισήλθε στη βαθιά οικονομική, πολιτική, κοινωνική και πολιτισμική κρίση που βιώνουμε. Ο προπηλακισμός όσων τολμούν να πουν «ο βασιλιάς είναι γυμνός» είναι ακαριαίος και όλο και πιο βίαιος. Όμως, ένας δημόσιος διάλογος που βασίζεται σε ανειλικρινή και προσχηματική βάση, αποτελεί στοιχείο υπονόμευσης της δημοκρατίας και της κοινωνίας των πολιτών. Ωθεί τις ιδιοτελείς ομάδες συμφερόντων να διεξάγουν εν κρυπτώ έναν παράλληλο διάλογο μεταξύ τους, ακόμη και αν έχουν αντικρουόμενα συμφέροντα. Τις περισσότερες φορές τα αγοραία κλισέ συνιστούν ψευδεπίγραφες κοινοτοπίες, δήθεν περιβεβλημένες με «επιστημονικό» ή «πολιτικό» κύρος, που ως μόνο πραγματικό στόχο έχουν να εκφοβίσουν και εντέλει να φιμώσουν κάθε άποψη που θίγει τα ιδιοτελή συμφέροντα ή προσκρούει σε ιδεοληψίες. Τα πράγματα είναι ακόμη χειρότερα όταν η χρήση της οργουελιανής διαλέκτου αποσκοπεί στην εκλογή σε κάθε είδους δημόσια αξιώματα, βουλευτικά, δημοτικά, συνδικαλιστικά κτλ. Αποτελούμενη από ένα φτωχό λεξιλόγιο μερικών εκατοντάδων λέξεων, η οργουελιανή γλώσσα «προφυλάσσει» από τις κακοτοπιές και δίνει ταυτόχρονα τα διαπιστευτήρια των ενδιαφερομένων υποψηφίων στις ιδιοτελείς ομάδες ισχύος. Δηλητηριάζει τις κοινωνικές σχέσεις, δημιουργεί θυλάκους ανομίας, ενισχύει τους ισχυρούς και αποδυναμώνει τους αδύναμους, συσκοτίζει κάθε πρόβλημα που απασχολεί την κοινωνία. Ο στόχος είναι πάντα ο εκφοβισμός της άλλης άποψης. Από τη σκοπιά αυτή, αποτελεί στοιχείο κοινωνικής βίας και πολιτικής επιβολής. Το ίδιο το κοινοβούλιο, δημοκρατικά εκλεγμένα δημοτικά συμβούλια, σύγκλητοι πανεπιστημίων και άλλοι σοβαροί παράγοντες του δημόσιου βίου επέλεξαν με τα χρόνια τη βολική κατάσταση της «φιλανδοποίησης». Δηλαδή, τον εκούσιο και προληπτικό αυτοπεριορισμό, με κύριο χαρακτηριστικό την πολιτική του κατευνασμού, όσων έχουν αυτοαναγορευθεί σε «θεματοφύλακες» της οργουελιανής διαλέκτου. Ξεχνούν ότι είναι η πολιτική του κατευνασμού που οδήγησε στις θηριωδίες του Αδόλφου Χίτλερ.