Στην Ελλάδα η έννοια δημόσιος διάλογος έχει θεωρητική αξία, διότι στην πράξη μετατρέπεται σε πεδίο εκφοράς παράλληλων μονόλογων, οι οποίοι μάλιστα σε αρκετές περιπτώσεις χρησιμοποιούνται για την προώθηση τακτικισμών χωρίς περιεχόμενο.
Ουσιαστικά οι συμμετέχοντες στο «διάλογο», κατά κύριο λόγο πολιτικά πρόσωπα, επενδύουν στην καλλιέργεια του εντυπωσιασμού, του λαϊκισμού και της συνωμοσιολογίας, με στόχο τον επηρεασμό των πολιτών και την απόκτηση «οπαδών».
Εκείνο, που δεν γίνεται, είναι η μετατροπή του όποιου περιεχομένου των παράλληλων μονόλογων σε δυναμική εξέλιξης της κοινωνίας και μετάβασης σε σύγχρονες μορφές κοινωνικής οργάνωσης και στην συνεχώς αναφερόμενη «εποχή της ευημερίας».
Ενισχυτικά προς αυτή την κατεύθυνση σε σχέση με τον δημόσιο διάλογο λειτουργεί και το σύστημα των Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης και κυρίως η εικονική του εκδοχή, δηλαδή οι τηλεοπτικοί σταθμοί, οι οποίοι καλύπτουν την έλλειψη ουσιαστικού περιεχομένου στο λόγο με την εικόνα και την εντύπωση, που προκαλεί.
Εξάλλου ο συνοδευτικός λόγος, που εκφέρεται παράλληλα με την ροή των τηλεοπτικών πλάνων ή πολλές φορές στο πλαίσιο σχολίων, καλλιεργεί τον εντυπωσιασμό των πολιτών ως θεατών. Με αυτό τον τρόπο αυξάνεται η τηλεθέαση και διαμορφώνεται η κοινή γνώμη με βάση την παθητική, χωρίς δυνατότητα συμμετοχής και έκφρασης άποψης σε πραγματικό χρόνο, μονοδιάστατη επικοινωνιακή πραγματικότητα, που διαμορφώνεται.
Κυρίαρχο στοιχείο είναι η εντύπωση, που προκαλείται στον τηλεθεατή, στην οποία γίνεται πολιτική επένδυση με εκλογικό όφελος. Γι’ αυτό και η πολιτική επικοινωνία στη σημερινή εποχή έχει διαφημιστικά χαρακτηριστικά, τα οποία διαπερνούν και τον δημόσιο διάλογο σε πολύ μεγάλο βαθμό.
Δεν είναι καθόλου λειτουργική η εναρμόνιση του δημόσιου λόγου με τους κανόνες, που ισχύουν στην κοινωνία του θεάματος (λεκτικά και εικονικά στην περίπτωση αξιοποίησης των ηλεκτρονικών Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης).
Η απόκρυψη της πραγματικότητας στο επίπεδο της πολιτικής επικοινωνίας, επειδή το αποτέλεσμα των αποφάσεων γίνεται αντιληπτό σε βάθος χρόνου, με την καλλιέργεια φαντασιώσεων σε σχέση με το μέλλον υποσκάπτει την προοπτική της κοινωνίας.
Το θέμα δεν είναι, εάν οι πολίτες συνειδητοποιούν τα αίτια αυτής της πολιτικής λειτουργίας, ώστε να δρομολογηθούν διαδικασίες υπέρβασης της. Σίγουρα η πλειοψηφία δεν το κάνει, διότι οι επικοινωνιακοί μηχανισμοί δεν ενεργοποιούν την κριτική σκέψη. Απεναντίας παραπλανούν, όπως το κάνει και η διαφήμιση. Γι` αυτό και η κοινωνία είναι χειραγώγιμη.
Όταν ο δημόσιος διάλογος έχει αυτά τα χαρακτηριστικά, τότε λετουργεί ως μηχανισμός χειραγώγησης.
Ανεξάρτητα όμως από την επικοινωνιακή διάσταση του «διαλόγου», που πραγματοποιείται δημοσίως, είναι πολύ ενδιαφέροντα τα ποιοτικά του χαρακτηριστικά, τα οποία ταυτοχρόνως προκαλούν ανησυχία σε σχέση με τις επιπτώσεις τους στην κοινωνία και την προοπτική της σε βάθος χρόνου.
Από την πλειοψηφία των «δημοσιολογούντων», πολιτικών και μη, ο σχολιασμός και γενικότερα η προσέγγιση της τρέχουσας επικαιρότητας γίνεται χωρίς σύνδεση με την προβολή της στο χρόνο. Περισσότερο έχει χαρακτηριστικά έκφρασης γνώμης για ατομικές συμπεριφορές και λειτουργίες πολιτικών προσώπων και κομμάτων, χωρίς να εντάσσονται στην δυναμικά εξελισσόμενη πραγματικότητα, η οποία δεν έχει γίνει σε εθνικό επίπεδο αντικείμενο ανάλυσης με βάση στοιχεία, που έχουν προκύψει μετά από επιστημονική έρευνα.
Απλά είναι γενικόλογες προσεγγίσεις, οι οποίες βασίζονται κυρίως σε ιδεοληπτικού τύπου αφετηρίες, επειδή δεν λαμβάνονται υπόψη τεκμηριωμένες αναλύσεις για την σύγχρονη ελληνική κοινωνία ως συλλογικό υποκείμενο και τον σύγχρονο Έλληνα ως άτομο υποκείμενο.
Γι’ αυτό και η πλειοψηφία των πολιτών, όταν διαβάζει, ακούει ή βλέπει τους «δημοσιολογούντες», αισθάνεται,ότι προσπερνούν οι μεν τους δε, χωρίς να κινούνται στην ίδια πραγματικότητα.
Επίσης ο χρόνος στις πολιτικές προσεγγίσεις της πραγματικότητας χαρακτηρίζεται από ασυνέχεια και αποσπασματικότητα. Η εξέλιξη γίνεται αντικείμενο σχολιασμού σε σχέση με το χρονικό σημείο, που ενδιαφέρει, χωρίς να συνδέεται με τις γενεσιουργές αιτίες, οι οποίες βρίσκονται στο παρελθόν.
Αυτό βέβαια γίνεται για την αποφυγή του πολιτικού κόστους και του γεγονότος, ότι τα ίδια πρόσωπα και κόμματα, που έχουν την ευθύνη για την αρνητική πορεία της χώρας, θεωρείται, ότι με την μεσολάβηση της εκλογικής διαδικασίας λογοδότησαν και πλέον χωρίς πρόβλημα μπορούν να διεκδικήσουν πάλι την ανάληψη της ευθύνης διαχείρισης της κυβερνητικής εξουσίας.
Είναι δε αξιοπερίεργο, το λιγότερο, ότι δεν έχει συντελεσθεί καμμία ουσιαστική δομικού χαρακτήρα αλλαγή στα κόμματα, ώστε να αντιμετωπισθούν οι ανεπάρκειες του παρελθόντος.
Το αποτέλεσμα των εκλογών εξαγνίζει τους πάντες.
Το ίδιο συμβαίνει και με τα προβλήματα, τα οποία υπήρχαν και στο παρελθόν, μόνο που τώρα στο πλαίσιο της κρίσης είναι πιο οξυμένα. Το παρελθόν εξαγνίζεται, επειδή η κατάσταση δεν είχε φτάσει στο σημερινό επίπεδο. Για παράδειγμα το ποσοστό της φτώχειας το 2015 ήταν 35,7% (ΕΛΣΤΑΤ). Το 2004 το ποσοστό ήταν 30,9% και η Ελλάδα δεν είχε εισέλθει στην περίοδο της κρίσης. Αυτό έχει ξεχαστεί, αν και αποτελεί μέγα πρόβλημα.
Μόνο που τα γενεσιουργά αίτια παραμένουν ισχυρά και προδιαγράφουν την μελλοντική πορεία ανεξάρτητα από τα λεγόμενα στο πλαίσιο του δημόσιου διάλογου.
Η κατάσταση γίνεται ακόμη χειρότερη, αν συνυπολογισθεί, ότι ο δημόσιος διάλογος αναδεικνύει, πως τα κόμματα δεν λαμβάνουν υπόψη την ευρύτερη ευρωπαϊκή και πλανητική πραγματικότητα μετά από επαρκή ανάλυση στις θέσεις και απόψεις, που εκφράζουν.
Αν οι πολίτες αναλογισθούν, ποιές θέσεις εξέφραζαν προς την ελληνική κοινωνία τόσο η κυβέρνηση Νέας Δημοκρατίας-ΠΑΣΟΚ με πρωθυπουργό τον Α. Σαμαρά, όσο και η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ με πρωθυπουργό τον Α. Τσίπρα για τα μνημόνια και τι έπραξαν μετά με την υπογραφή νέων ή την αποδοχή των προηγούμενων, θα κατανοήσει το πρόβλημα.
Υπάρχουν όμως πολύ αρνητικές παρενέργειες, διότι από το ένα μέρος γίνεται εμφανές, ότι με αυτής της ποιότητας κόμματα δεν είναι δυνατό να υπάρξει αξιόπιστος και μακροπρόθεσμος σχεδιασμός. Από το άλλο αναδεικνύεται, γιατί οι κυβερνήσεις ουσιαστικά μετατρέπονται σε εκτελεστικά όργανα του πολιτικού πραγματισμού, ο οποίος κυριαρχεί αυτή την περίοδο στην Ευρώπη, χωρίς να εκφράζουν τεκμηριωμένα το κοινωνικό συμφέρον.
Το αποτέλεσμα βέβαια είναι πολύ αρνητικό. Οι πολίτες θεωρούν τους υπόλοιπους ευρωπαίους «εκμεταλλευτές», ενώ παράλληλα δημιουργούνται οι προϋποθέσεις για την ανάπτυξη του ευρωσκεπτικισμού. Τα κόμματα όμως και ιδιαιτέρως αυτά, που διαχειρίζονται κυβερνητική εξουσία, μεταθέτουν πολύ λανθασμένα την ευθύνη για τα προβλήματα της χώρας σε άλλους.
Μόνο «λόγια» και πολιτικές προθέσεις κοινοποιούνται στην κοινωνία από το πολιτικό σύστημα. Δεν έχουν όμως πραγματικό αντίκρυσμα.
Το μωσαϊκό αρχίζει να ολοκληρώνεται, αν προστεθεί και το γεγονός, ότι ο διάλογος είναι γενικόλογος και στοχεύει στην δημιουργία εντυπώσεων στους πολίτες, χωρίς να εξετάζεται η δυναμική της εξέλιξης σε συνδυασμό με την συνειδητοποίηση και της δικής τους συμβολής στην προσπάθεια οικοδόμησης μιας δυναμικής κοινωνίας.
Οι πολίτες «αισθάνονται τις θωπείες» των κομμάτων. Τα υπόλοιπα γίνονται «ως δια μαγείας». Αυτό συμφέρει, όμως λειτουργεί ως τροχοπέδη στην προσπάθεια για την έγκαιρη πραγματοποίηση μεταρρυθμίσεων, οι οποίες θα ανατρέψουν δεδομένες από το παρελθόν καταστάσεις ακινησίας και «βολέματος», που δεν συμβάλλουν στην έναρξη της απαραίτητης αναπτυξιακής τροχιάς για την διαμόρφωση συνθηκών ευημερίας.
Όταν μάλιστα οι αναγκαίες αλλαγές δεν γίνουν, όταν το επιβάλλουν οι συνθήκες και η χώρα ακριβώς για αυτό τον λόγο έχει οδηγηθεί σε βαθιά κρίση, τότε η κατάσταση είναι πολύ πιο δύσκολη. Γι’ αυτό και ο λόγος, που εκφράζεται δημοσίως, δεν βοηθά, όταν στοχεύει στην απόκρυψη της πραγματικότητας και στην καλλιέργεια φαντασιώσεων.
Παρά ταύτα υπάρχουν δυνατότητες πρόσδωσης διαφορετικών ποιοτικών χαρακτηριστικών στο δημόσιο διάλογο ως διαδικασία και να αναπτυχθεί μια άλλη εποικοδομητική δυναμική σε σχέση με το περιεχόμενο του και την συμβολή του στην διαμόρφωση μιας ενημερωμένης σε ικανοποιητικό βαθμό κοινωνίας.
Αυτή η προσπάθεια μπορεί να αρχίσει από μέσα ενημέρωσης, τα οποία δεν λειτουργούν σε εναρμόνιση με την λογική της κοινωνίας του θεάματος, όπως είναι ο χώρος της εικονικής μαζικής ενημέρωσης, αλλά αποτελουν πηγή ενημέρωσης για εκείνους τους πολίτες, οι οποίοι έχουν αυξημένο ενδιαφέρον για το πολιτικό γίγνεσθαι και είναι ενεργοί πολίτες.
Βασικές προϋποθέσεις για αυτό το εγχείρημα είναι η αξιοποίηση της διανόησης και η δόμηση του διαλόγου, ώστε να να συνδεθεί με θεματικές ενότητες, οι οποίες θα εξετάζονται και θα συζητώνται από διάφορες οπτικές (οικονομική, κοινωνική, πολιτισμική, εργασιακή κ.λ.π.).
Η ολοκλήρωση της πολυδιάστατης προσέγγισης της πραγματικότητας όχι μόνο σε εθνικό αλλά και σε ευρωπαϊκό και πλανητικό επίπεδο θα προσφέρει πολύτιμο υλικό για την ενημέρωση και διαμόρφωση πολιτών, οι οποίοι θα μπορούσαν να λειτουργήσουν ως καταλύτες για την γενίκευση του διαλόγου στις δομές της κοινωνίας πολιτών και κατ’ επέκταση στις τοπικές κοινωνίες.
Αυτό θα είχε θετικές επιπτώσεις και στο πολιτικό σύστημα και στις διεργασίες διαμόρφωσης της κοινής γνώμης. Συγκεκριμένα θα αναγκασθούν τα κόμματα να κάνουν την αναγκαία επανεκκίνηση τόσο σε σχέση με την οργανωτική τους λειτουργία, όσο και σε σχέση με την επικοινωνιακή αντιμετώπιση των πολιτών. Ειδάλλως θα συνεχίζεται η χειραγώγηση της πλειοψηφίας των πολιτών, οι οποίοι δεν έχουν χρόνο ή δεν διαθέτουν το μεθοδολογικό εργαλείο για την συστηματική προσέγγιση της πραγματικότητας και την κατανόηση της.
Και αυτό δεν συνάδει με την δημοκρατία, την οποία επικαλούνται συνεχώς τα κόμματα και το πολιτικό προσωπικό.