Πρόσφατα η Κυβέρνηση ανακοίνωσε την πρόθεσή της να προχωρήσει σε αναθεώρηση του Συντάγματος. Από τις πρώτες τοποθετήσεις της προκύπτει ότι την πρωτοβουλία αυτή υπαγορεύουν πολιτικές σκοπιμότητες στον αντίποδα των πραγματικών αναγκών της Χώρας για ουσιαστικές μεταβολές στη λειτουργία των θεσμών αλλά και του πολιτικού συστήματος.
Η παραπάνω διαπίστωση δεν αναιρεί τα οφέλη διαλόγου σχετικά με την ανάγκη ή όχι εμπλουτισμού του Συντάγματος με διατάξεις που θα οριοθετούν αυστηρότερα το πλαίσιο άσκησης δημοσιονομικής πολιτικής ώστε να αποφύγουμε τα όσα μας οδήγησαν στην κατάρρευση του 2009.
Ο δημοσιονομικός εκτροχιασμός της περιόδου 2007-2009 που οδήγησε στην απώλεια πρόσβασης στις αγορές και στον δανεισμό με Μνημόνια, έφερε την πολιτική ηγεσία του Υπουργείου Οικονομικών αντιμέτωπη με πρωτοφανείς προκλήσεις στην προσπάθεια αποκατάστασης της δημοσιονομικής ισορροπίας.
Για να επιτευχθεί η δημοσιονομική προσαρμογή η Χώρα δεσμεύτηκε να μειώσει το έλλειμμα κατά 12 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ σε βάθος πενταετίας. Η στόχευση αυτή για να επιτευχθεί προϋπέθετε σημαντικές περικοπές στους μισθούς και τις συντάξεις αν ληφθεί υπόψη ότι το 2009 αυτές οι δύο κατηγορίες δαπανών αποτελούσαν πάνω από το 80% των πρωτογενών δαπανών του Κρατικού Προϋπολογισμού.
Έτσι, η δημοσιονομική προσαρμογή οδήγησε σε δύσκολες επιλογές που επηρέασαν μεγάλα τμήματα της κοινωνίας αλλά ήταν αναγκαίες προκειμένου να αποκατασταθεί η ισορροπία στα δημόσια οικονομικά και η Χώρα να εισέλθει σε τροχιά βιώσιμης ανάπτυξης.
Οι αποφάσεις για περικοπές μισθών και συντάξεων σε εφαρμογή του δευτέρου Μνημονίου αμφισβητήθηκαν από τα Δικαστήρια ως αντισυνταγματικές ανατρέποντας την ακολουθούμενη οικονομική πολιτική. Ταυτόχρονα, η υποχρέωση αποκατάστασης μισθών και συντάξεων περιόρισαν σημαντικά το βαθμό ελευθερίας της εκτελεστικής εξουσίας στην επίτευξη του στόχου για δημοσιονομική ισορροπία.
Οι εγγυήσεις, όμως, που παρέχει το Σύνταγμα για τις συντάξεις ή τους μισθούς καμία ουσιαστική αξία δεν έχουν, αν το κράτος δεν διαθέτει τους αναγκαίους πόρους για να χρηματοδοτεί το ασφαλιστικό σύστημα ή να πληρώνει τους μισθούς. Η ένδεια πόρων του ασφαλιστικού συστήματος και του Προϋπολογισμού οδήγησε στις περικοπές και όχι κάποια σκληρόκαρδη και ταξική διαχείριση ενός φανταστικού και γεμάτου Δημοσίου Ταμείου.
Με αφορμή λοιπόν την εμπειρία που αποκομίσαμε από την κρίση και την έναρξη της συζήτησης για αναθεώρηση του Συντάγματος έχει διατυπωθεί η πρόταση να ενσωματωθεί στο Σύνταγμα το Δημοσιονομικό Σύμφωνο. Σχετική συζήτηση έγινε και στην υπόλοιπη Ευρώπη αναφορικά με τα οφέλη από μια τέτοια ενσωμάτωση στα εθνικά συντάγματα.
Το Δημοσιονομικό Σύμφωνο είναι ήδη νόμος του Κράτους από το 2012. Έχω τη γνώμη ότι η ενσωμάτωσή του στο Σύνταγμα δεν θα ήταν ικανή εγγύηση για να μπει η Χώρα στο μονοπάτι της ενάρετης δημοσιονομικής πολιτικής.
Η αδυναμία της Ελλάδας και του πολιτικού της δυναμικού, διαχρονικά, να ελέγξει τα δημόσια οικονομικά είναι παθογένεια που την χαρακτηρίζει από την συγκρότηση της.
Δεν αποτελεί σύμπτωση ότι η Ελλάδα είναι μια από τις λίγες ευρωπαϊκές χώρες που έχει τόσο πλούσιο ιστορικό χρεοκοπιών και υπερπληθωρισμού. Όλα αυτά παρά την πρόβλεψη που υπάρχει ήδη από το Σύνταγμα του 1844 και διατηρείται σε όλα τα μεταγενέστερα Συντάγματα, ότι οι μισθοί του Δημοσίου και οι συντάξεις παρέχονται μόνο με νόμο που ψηφίζει η Βουλή (και όχι με δικαστικές αποφάσεις) και δεν χορηγούνται αν δεν έχει εγγραφεί στον Προϋπολογισμό η σχετική δαπάνη.
Επομένως, ο κίνδυνος, που εμφιλοχωρεί σε περίπτωση ενσωμάτωσης του Δημοσιονομικού Συμφώνου ή ακόμη και του Μηχανισμού Αυτόματης Δημοσιονομικής Προσαρμογής που πρόσφατα έγινε νόμος του Κράτους, είναι να ακυρωθούν στην πράξη οι νέες διατάξεις, μέσω συστηματικών παραβιάσεων, και να συνεχιστεί η απαξίωση του Συντάγματος.
Θεωρώ πως είναι πιο ασφαλές να περιληφθεί στο Σύνταγμα η Αρχή της Αλληλεγγύης των Γενεών και τα όρια της. Η ρητή συνταγματοποίηση της αρχής αυτής θα λειτουργεί συνεχώς ως υπόμνηση τόσο προς τη Βουλή και την Κυβέρνηση όσο και προς τη Δικαστική λειτουργία, ότι οι αποφάσεις τους θα πρέπει να σέβονται τα δικαιώματα των μελλοντικών γενεών και ότι, ιδίως όταν συντρέχουν εξαιρετικές περιστάσεις όπως οι παρούσες, δεν επιτρέπεται να τις βαρύνουν με δημοσιονομικό φορτίο που υπερβαίνει τα βιώσιμα όρια ενός μέλλοντος, που διαρκώς γίνεται και πιο απρόβλεπτο.