Στην πρόσφατη Έκθεσή του για την Ελλάδα το ΔΝΤ αναφέρεται σε «υπερστελεχωμένο δημόσιο τομέα που έχει μείνει στο απυρόβλητο εξαιτίας του ταμπού των απολύσεων». Το ζήτημα των απολύσεων θα έπρεπε να μας κάνει να αναστοχαστούμε για το τι εννοούμε, όταν μιλάμε για το δημόσιο. Ο δημόσιος χώρος είναι το φίλτρο μέσα από το οποίο περνά το ατομικό συμφέρον για να μετασχηματιστεί σε γενικό. Αν θέλουμε οι κοινωνίες να μη μετατρέπονται σε ζούγκλες, χρειάζεται να υπάρχουν «μέσα», τα οποία θα διαχωρίζουν τα κοινά από τα «ιδιαίτερα» συμφέροντα. Αυτά τα μέσα είναι η πολιτική και το δημόσιο. Δυστυχώς στην Ελλάδα κανένα από αυτά τα δυο δεν στάθηκε στο ύψος των περιστάσεων. Αυτό όμως δεν είναι λόγος να εκχωρήσουμε την πολιτική στους χρυσαυγίτες και το δημόσιο στο ΔΝΤ.
.
Το δημόσιο δεν ταυτίζεται, όπως υποστηρίζουν διάφορες αντιλήψεις του συρμού, με τους «κηφήνες δημόσιους υπαλλήλους», παρόλο που η λειτουργία του στην Ελλάδα δημιουργεί πολλούς τέτοιους υπαλλήλους. Δημόσιο είναι ο διατεταγμένος χώρος ο οποίος, μέσω της παροχής υπηρεσιών σε κρίσιμους τομείς, όπως είναι η υγεία, η παιδεία, η ατομική ασφάλεια, οι δημόσιες συγκοινωνίες και η ενημέρωση, δημιουργεί τις κατάλληλες συνθήκες ώστε οι πολίτες μιας χώρας να μη ταλαιπωρούνται από ζητήματα που θα μπορούσαν να τους αποσπούν από την επαγγελματική τους ζωή, την προσωπική τους εξέλιξη και ευημερία. Μια δεύτερη διάσταση του δημοσίου είναι αυτή που το θέλει να λειτουργεί έτσι, ώστε με τις υπηρεσίες που παρέχει να αναδιανέμει πόρους που οδηγούν στην άμβλυνση των ανισοτήτων, τις οποίες δημιουργεί η ελεύθερη αγορά. Αντί γι’ αυτά εμείς θεωρήσαμε πως το δημόσιο ταυτίζεται με το κράτος- βιομήχανο, το οποίο δεν προσφέρει υπηρεσίες, αλλά λειτουργεί ως προμηθευτής και πωλητής αγαθών.
.
Σύμφωνα με τα στοιχεία του Διεθνούς Γραφείου Εργασίας το ποσοστό των δημοσίων υπαλλήλων στη χώρα μας ανέρχονταν το 2001 στο 21,3%, για να φθάσει το 2009 στο 25% περίπου. Σήμερα υπολογίζεται στο 18%. Την ίδια στιγμή η Μεγάλη Βρετανία, που γνώρισε και την εποχή Θάτσερ, έχει ποσοστό δημοσίων υπαλλήλων που υπερβαίνει το 19%. Για να μη αναφερθώ στο μέσο όρο των σκανδιναβικών χωρών, που αγγίζει το 32%. Το να υποστηρίζει κανείς πως στην Ελλάδα έχουμε το υψηλότερο ποσοστό δημόσιων υπαλλήλων, το οποίο και εμποδίζει τη λειτουργία του ιδιωτικού τομέα θα μπορούσε να είναι άγνοια, αλλά δυστυχώς είναι λαϊκισμός. Η κυβέρνηση δεν κατάφερε να «πείσει» την τρόικα πως το πρόβλημα δεν είναι η έκταση, αλλά ο τρόπος λειτουργίας του ελληνικού δημόσιου τομέα. Λειτουργία αυτιστική, που δεν διευκολύνει τους πολίτες. Τέλος είναι η σωστή λειτουργία του δημόσιου τομέα – και όχι η κατάργησή του- που θα συμβάλλει στην αύξηση της ανταγωνιστικότητας της ιδιωτικής οικονομίας.
.
Αν το ταμπού στο ελληνικό δημόσιο είναι οι απολύσεις, το πολύ πιο επικίνδυνο τοτέμ του, είναι η γραφειοκρατία. Οι περισσότεροι κάτοικοι αυτής της χώρας ταλαιπωρούνται από την πολυνομία, τους δυσκίνητους θεσμούς και οργανισμούς, την αναποτελεσματικότητα των προσφερόμενων υπηρεσιών, την χαμηλή παιδεία μερικών δημόσιων λειτουργών. Το τοτέμ της γραφειοκρατίας, της αδιαφάνειας, των υπόγειων συναλλαγών, των πολιτικών διευθετήσεων και των ουρών στους δημόσιους οργανισμούς πρέπει να μη μείνει άλλο στο απυρόβλητο. Και για να το κάνουμε αυτό πρέπει το πολιτικό σύστημα να δημιουργήσει περιγράμματα εργασίας, στόχους και θεσμούς αξιολόγησης στο δημόσιο. Αν το προϊόν του ιδιωτικού τομέα αξιολογείται από την αγορά, το προϊόν εργασίας του δημοσίου θα πρέπει να αξιολογείται από τους ίδιους τους πολίτες-χρήστες του. Αυτή η αξιολόγηση είναι αναγκαία όχι τόσο για να ξεχωρίσουμε τους χρήσιμους από τους μη χρήσιμους, αλλά γιατί μόνο σε συνθήκες αξιολόγησης θα πάψει το δημόσιο να λειτουργεί ως λάφυρο στα χέρια της πολιτικής εξουσίας.
.
Οι ιδέες για οριζόντιες λύσεις του τύπου «κλείνει ο οργανισμός απολύονται όλοι οι υπάλληλοι, χωρίς καμία αξιολόγηση», φυσικά και δεν είναι προς αυτή την κατεύθυνση. Εξάλλου όπως υποστηρίζει ο Τόνι Τζάντ στο βιβλίο του Τα δεινά που μαστίζουν τη χώρα (Αλεξάνδρεια) «το να πετάς ανθρώπους στο δρόμο σε περιόδους οικονομικής κάμψης, ήταν πολύ πιο σοβαρό από την υποθετική απώλεια αποδοτικότητας, που προέκυπτε από τη διατήρηση «μη αναγκαίων» θέσεων εργασίας». Μα δεν διαβάζει Τζαντ η Λαγκάρντ;