Ο Δήμος είχε μια μοναδική αίσθηση του τι είναι δίκαιο και τι άδικο, σε ένα κόσμο γεμάτο ανισότητες και αδικίες. Είχε μια σχεδόν θρησκευτική πίστη σ αυτό που ο ίδιος προσδιόριζε ως αληθές, ακόμα κι αν η αλήθεια του αυτή ήταν άβολη και στενόχωρη, τόσο για τον ίδιο όσο και για τους γύρω. Είχε τέλος μια ταπεινότητα ως προς αυτό που ήταν, ως προς αυτό που σήμαινε το έργο του, ως προς αυτό το οποίο από λάθος θα μπορούσε να εκληφθεί ως έπαρση. Είχε με άλλα λόγια όλα εκείνα τα στοιχεία με τα οποία κάποιος μπορεί να δυστυχίσει γιατί ακριβώς οι άλλοι σκέφτονται διαφορετικά.
Έτσι, έπαιρνε μόνος τα βουνά, τελευταία με τη γυναίκα του την Τερέζα την οποία είχε εντωμεταξύ προσηλυτίσει στο δόγμα μιας επιλεγμένης λιτότητας και μοναχικότητας, και με τον τρόπο αυτό προέκυψαν σπουδαία γραπτά, ιδιαίτερα το βιβλίο «Κρήτη ένα Νησί μια Ήπειρος» που ήταν σύνοψη μιας ζωής και μιας ιδιαίτερης προσέγγισης για τη Φύση. Η Φύση του Δήμου του Τσαντίλη ήταν η Μεσογειακή, οι κουμαριές, οι αγριελιές, τα σχίνα, οι ασφόδελοι, οι χαρουπιές, οι σαύρες, τα μικρόζωα στις ξερολιθιές και τα σκαθάρια στο χώμα. Στην Κρήτη βρέθηκε μάλλον από τύχη, κι εκεί είδε το τοπίο που είχαν δει οι Ράκμαν και Μούντι και πρόσθεσε κι αυτός τα δικά του ως γεωλόγος που ήταν και φυσιοδίφης και περιηγητής. Πριν απ αυτό όμως είχε θητεύσει στη μεγάλη Σχολή των εξελικτικών, μέσα από διαβάσματα, έρευνες πεδίου και παρέες. Αυτές οι οποίες υποστήριζαν ότι «πριν από έναν περίπου αιώνα, η παλαιοντολογία και η βιολογική παρατήρηση έφερναν την πιο μεγάλη αλλαγή του επιστημονικού παραδείγματος. Η εξέλιξη μέσω της φυσικής επιλογής ήταν μια απλή εξήγηση για την προέλευση της τεράστιας ποικιλίας των έμβιων όντων και της κατανομής τους στην επιφάνεια και τους ωκεανούς της γης. Η θεωρία των «δημιουργιστών» κατέρρευσε και ο Θεός απηλλάγη πλέον οριστικά των καθηκόντων που του είχαν αυτοί επιβάλει. Δεν ήταν πια αναγκασμένος να τρέχει από ήπειρο σε ήπειρο, από νησί σε νησί και από μικροκλίμα σε μικροκλίμα για να δημιουργεί επιτόπου είδη, ειδικά προσαρμοσμένα σε τόσο διαφορετικά περιβάλλοντα.”
Ο Θεός δεν έτρεχε, έτρεχε όμως ο Δήμος. Με το σακίδιο και τη μοτοσυκλέτα. Στον Αχελώο και στις Πρέσπες, στη Δήλο και στη Σαντορίνη, στη Μάνη και στα Κύθηρα, στον Όλυμπο και τον Ταϋγετο, στη Φαλάσαιρνα και τον Ψηλορείτη. Όταν δεν έτρεχε περπατούσε. Ανάμεσα σε ρέματα, σε αγκαθότοπους, σε αρχαία ερείπια, σε μακρινούς υγροτόπους και λειμώνες. Περπατούσε και σκεφτόταν: το επόμενο άρθρο στη Νέα Οικολογία, στο Δαίμονα, στο Ημερολόγιο του Τριφύλλη, ή ακόμα και το βιβλίο που δεν ολοκληρώσαμε μαζί. Τον πρόλαβε η αρρώστια κι έτσι έμεινε ως δείγμα αυτής της συνεργασίας ένα πρώτο κεφάλαιο – όσοι έχουν δει ή έχουν διαβάσει το “Δίλημμα της Πεταλούδας” θα καταλάβουν τι εννοώ.
Πέρα απ τα γραψίματα, υπάρχουν ακόμα κάποια καλοκαίρια στη Χάλκη και τη
Σαμοθράκη, κάποιες βουτιές στον παγωμένο Ασπροπόταμο, οι φωτογραφίες απ? το
σταθμό λεωφορείου στην Αργιθέα των Αγράφων, κάποιες αδιέξοδες συζητήσεις περί
αειφορίας στη Δαφνομήλη, κάποιες πληγές απ την Αριστερά.
Αιωνία του η μνήμη.