Αιώνες αντιδυτικισμού τροφοδοτούν ένα δημοφιλές όνειρο. Περιέχει άρνηση του ορθολογισμού, δυσπιστία προς το Διαφωτισμό, παρορμητικές συμπεριφορές, μαγκιά, εύκολη παραβίαση νόμων, κανόνων ή συμφωνιών, καθώς και υποταγή σε φατρίες. Εκφράζει, σύμφωνα με αρκετές έμμεσες ενδείξεις, τα αισθήματα ενός ποσοστού της τάξης του 60%, ενώ ένα 40% των κατοίκων της χώρας κλίνουν προς δυτικές ιδέες, ευρωπαϊκές νοοτροπίες και ορθολογικές οικονομικές δραστηριότητες.
Η αντιδυτική πλειοψηφία επικρατεί πολιτιστικά αλλά είναι αδύναμη πολιτικά, καθόσον τριχοτομείται από αγεφύρωτες ιδεολογικές διαφορές. Το εκλογικό σώμα χωρίζεται, κατ’εκτίμηση, σε κεντροδεξιούς, κεντροαριστερούς, ακροδεξιούς, ακροαριστερούς και παντοειδείς ασυνάρτητους (συνωμοσιολόγους, μυθομανείς κ.λπ.), με την κάθε κατηγορία να αντιπροσωπεύει χονδρικά ένα 20%. Οι δύο πρώτες κατηγορίες, σε μεγάλο βαθμό δυτικόστροφες, χαρακτηρίζονται από μετριοπάθεια, δίνουν υψηλή προτεραιότητα στις δημοκρατικές αξίες, ενώ οι μεταξύ τους διαφορές δεν είναι αξεπέραστες. Οι τρεις υπόλοιπες έχουν μεγάλες διαφορές αλλά κοινά χαρακτηριστικά την αντιπάθεια προς τη Δυτική Ευρώπη και τη ροπή προς τα άκρα.
Η πραγματοποίηση του ονείρου προϋποθέτει ολική συνένωση των ακραίων, δηλαδή ενιαία πολιτική έκφραση της αντιδυτικής πλειοψηφίας. Το αντιπροσωπευτικό κοινοβουλευτικό σύστημα της έμμεσης δημοκρατίας όμως προστατεύει την κοινωνία από αφύσικες συνευρέσεις των άκρων. Τα κόμματα, παρά τα δεδομένα ελαττώματά τους, αποφεύγουν πολιτικές υπεραπλουστεύσεις, αναλύουν διαφορετικά τη σύνθετη πραγματικότητα και επεξεργάζονται προτάσεις, ενίοτε εκ διαμέτρου αντίθετες. Έτσι, είναι αδιανόητο να συνεργασθούν σε κυβερνητική πλειοψηφία π.χ. ο ΣΥΡΙΖΑ, το ΚΚΕ και η Χρυσή Αυγή. Μόνο σε συνθήκες άκρατης δημαγωγίας εμφανίζονται φαινόμενα όπως η περίπτωση Συριζανέλ, που δείχνει όμως και τα όρια μιας τέτοιας παράδοξης σύμπραξης. Από την άλλη, η συγγένεια των θέσεων κάνει δυνατή τη συμβιβαστική συμπόρευση των μετριοπαθών πολιτών σε ένα συνασπισμό που, με εκλογικό σύστημα πλειοψηφικό ή ενισχυμένης αναλογικής, θα διεκδικούσε αυτοδυναμία για να οδηγήσει τη χώρα σε δυτική κατεύθυνση.
Η ευρωπαϊκή προοπτική μπορεί να ακυρωθεί αν ξεπερασθεί, έστω ευκαιριακά, η πολυδιάσπαση των αντιευρωπαϊκών δυνάμεων. Μέσο συσπείρωσης τα εθνικολαϊκά δημαγωγικά συνθήματα που ξεθωριάζουν τις διαφορές μεταξύ ακροδεξιάς και ακροαριστεράς, ώστε να επιτευχθεί άθροιση όλων των ακραίων ψήφων, κυρίως αυτών της Χρυσής Αυγής, σαν ενιαίο λαϊκό φρόνημα και όχι ως εκλογική συνεργασία κομμάτων. Χρειάζεται ένα κατάλληλο εργαλείο όπως το δημοψήφισμα και, επίσης, ένας ικανός δημαγωγός. Με την αξιοποίηση υπεραπλουστεύσεων και το δέλεαρ της άμεσης δημοκρατίας, θα έκανε δυνατή την πολιτική έκφραση του αντιδυτικισμού, ήτοι την επικύρωση μιας αντιιμπεριαλιστικής, αντιευρωπαϊκής, αντιμνημονιακής ατζέντας και τη δρομολόγηση μη αναστρέψιμων εξελίξεων που θα άλλαζαν την πορεία της χώρας.
Ωστόσο, η πολυπλοκότητα της πραγματικότητας κάνει την έκβαση μιας τέτοιας μανούβρας αβέβαιη. Για να φέρει τελεσίδικο αποτέλεσμα το δημοψήφισμα, απαιτείται ένα πρόσφορο ερώτημα που να θέτει με σαφήνεια το ζήτημα, όπως «ναι ή όχι στο ευρώ». Η αντιδυτική πλειοψηφία όμως, ακόμα και αν ξεχάσει κάθε δημοκρατική ευαισθησία, ίσως διστάσει μπροστά στον οικονομικό κίνδυνο. Όταν η τάση για συναισθηματική ψήφο έρθει σε ευθεία αντίθεση με προσωπικά συμφέροντα, δεν αποκλείεται να επιστρέψει δυναμικά ο ορθολογισμός. Το δημοψήφισμα του περασμένου Ιουλίου πέτυχε συσπείρωση γύρω από ένα ερώτημα ασαφές. Αλλά η ασάφεια δεν κλείνει οριστικά το ζήτημα, η εκκρεμότητα περί την τύχη της χώρας παραπέμπεται στις βουλευτικές εκλογές, τουτέστιν το αντιπροσωπευτικό κοινοβουλευτικό σύστημα ορθώνει αντιστάσεις που μπλοκάρουν τις ριζοσπαστικές ατζέντες.