Δημοκρατικός σοσιαλισμός και πολιτικός φιλελευθερισμός

Θανάσης Κολιόπουλος 12 Νοε 2015

Οι αρχές του πολιτικού φιλελευθερισμού εφαρμόστηκαν με τον πιο ολοκληρωμένο τρόπο στις χώρες όπου οι σοσιαλιστές άσκησαν εξουσία για μεγάλο χρονικό διάστημα, με βασικό παράδειγμα τις σκανδιναβικές χώρες.

Η ισορροπία ανάμεσα στην ισότητα και την ελευθερία έλαβε σάρκα και οστά, κατά τρόπο ώστε να μην κυριαρχεί η μία επί της άλλης. Και αυτό αιτιολογείται από το ότι ο δημοκρατικός σοσιαλισμός εμπεριέχει εγγενώς μια απελευθερωτική διάσταση. Παρόλο που τα φιλελεύθερα δυτικά κράτη ισχυρίζονται ότι προάγουν την ελευθερία, εν τούτοις, αποσιωπούν ότι η ελευθερία που απολαμβάνουν οι πολίτες τους είναι διαθλασμένη μέσα από το πρίσμα της οικονομίας. Υπάρχουν ελευθερίες επιλογής, αλλά όχι απελευθέρωση με την έννοια της αυτό-ολοκλήρωσης. Υπάρχουν δυνατότητες επιλογής ανάμεσα σε διαφορετικά προϊόντα, υπηρεσίες, στυλ, πρότυπα ζωής, ευκαιρίες απασχόλησης, αλλά δεν υπάρχει η ελευθερία της αυτο-νοηματόδοτησης των πράξεών τους. Η εργασία ορίζεται αποκλειστικά ως μισθωτή, η κοινωνική ιεραρχία καθορίζεται από το εισόδημα, η διαμόρφωση της προσωπικότητάς από τα προϊόντα που κάποιος χρησιμοποιεί. Υπάρχουν δηλαδή, πολλαπλές ελευθερίες επιλογής που εγχαράσσονται σε εξωτερικά νοηματοδοτικά πλαίσια τα οποία με τη σειρά τους βασίζονται στις απαιτήσεις της οικονομικής-αναπτυξιακής λογικής. Η πραγματική ελευθερία όμως, δεν ταυτίζεται αποκλειστικά με τις σύγχρονες ελευθερίες επιλογής. Όσο χρήσιμες κι εάν είναι οι τελευταίες, αποτελούν ένα υποσύνολο της πρώτης. Η ηθική ελευθερία είτε με την αρχαιοελληνική της σημασία, είτε με την καντιανή έννοια, είτε σύμφωνα με τη ορθόδοξη θεολογία,  δεν είναι μονοσήμαντα ατομικό γεγονός, αλλά επιτυγχάνεται στο επίπεδο των διαπροσωπικών σχέσεων. Η μη αποδοχή να συμμερισθώ και να μοιρασθώ με τον συνάνθρωπο και με τον κόσμο σημαίνει άρνηση της ελευθερίας .

Αντίθετα, στις δυτικές κοινωνίες και ιδίως εκεί όπου ο οικονομικός νεοφιλελευθερισμός, μέσω της κανονιστικής υποχώρησης, κυριάρχησε, διαπιστώθηκε εκείνο που περιέγραψε ο Χάμπερμας ως αποικισμό της βιόσφαιρας. Παρατηρήθηκε δηλαδή, η επιβολή της λογικής της οικονομικής σφαίρας σε όλο το φάσμα των κοινωνικών σχέσεων. Η σύλληψη της ελευθερίας ως αποκλειστικά ατομικού γεγονότος και η αποσύνδεσή της από την πραγμάτωσή της εντός της κοινωνίας δεν είναι τυχαίο ότι κορυφώθηκε στον αγγλοσαξονικό χώρο τη δεκαετία του 1980 και αποδόθηκε εύγλωττα με το θατσερικό δεν υπάρχει κοινωνία παρά μόνο άτομα και οικογένειες.  Στις ίδιες τις κοινωνίες των προηγμένων κρατών, ο καπιταλισμός εδραίωσε, εξ αρχής, διαφόρων ειδών ανισότητες με σκοπό τη διευκόλυνση της αναπτυξιακής του διεύρυνσης. Η πυρηνική οικογένεια για παράδειγμα και ο περιορισμένος ρόλος της γυναίκας στην οικιακή απασχόληση (και όχι εργασία) αποτέλεσε βασικό θεσμό για την αναπαραγωγή του συστήματος.

Ακόμα περισσότερο όμως, ο καπιταλισμός επηρεάζει την ύπαρξη των χωρών του λεγόμενου τρίτου κόσμου (αρνητική εξωτερικότητα). Τείνουμε να ξεχνάμε ότι «καπιταλισμός σε μια χώρα» είναι αδύνατο να επιτευχθεί. Λόγω του νόμου της πτωτικότητας του κέρδους, έχει ανάγκη τη διεύρυνση και διάνοιξη –νέων και υπαρχουσών- αγορών (α) για την πώληση των προϊόντων (β) για την απόσπαση πρώτων υλών (γ) για την εξεύρεση φθηνού εργατικού δυναμικού. Η παγκοσμιοποίηση της οικονομίας που επιταχύνθηκε με τάχιστο βήμα από την οικονομική κρίση της δεκαετίας του 1970 είναι ένα καθαρό παράδειγμα. Ως εκ τούτου, η περιορισμένη έστω ελευθερία επιλογών των πολιτών των προηγμένων κρατών, απαιτεί τον περιορισμό των δικαιωμάτων των πολιτών κάποιων άλλων χωρών. Οι «ανοιχτές αγορές» που διευκολύνουν την ελευθερία κίνησης των κεφαλαίων, των εμπορευμάτων, των υπηρεσιών αποτελούν την άλλη όψη των «κλειστών κοινωνιών»  οι πολίτες των οποίων παραμένουν στατικοί στον τόπο τους διότι είναι φθηνό δυναμικό. Η μετανάστευση ως απότοκο αυτής της αντίθεσης είναι συστημικό φαινόμενο και γι αυτό εξορισμού αδύνατο να επιλυθεί. Η μετακίνηση μεταναστών σε προηγμένες χώρες θα σήμαινε την έκλειψη φθηνών εργατικών χεριών και πίεση στο εσωτερικό των νέων τόπων διαμονής τους για ίσα δικαιώματα.

Στην αντίπερα όχθη, ο δημοκρατικός σοσιαλισμός κατάφερε να πετύχει όσα δεν κατάφεραν να υλοποιήσουν οι κατ’ όνομα κληρονόμοι του φιλελευθερισμού. Η εμπέδωση του πολιτικού φιλελευθερισμού και του συνταγματισμού ήταν ένας διαρκής αγώνας ποσοτικής και ποιοτικής επέκτασης των δικαιωμάτων σε ολοένα και μεγαλύτερο φάσμα ατόμων. Από τους λίγους φεουδάρχες και ηγεμόνες, οι περισσότεροι αστοί απέσπασαν, κατά παραχώρηση, οικονομικές και ατομικές ελευθερίες. Αργότερα, η πολυπληθής εργατική τάξη απέσπασε με τη σειρά της από την πιο ευάριθμη αστική τάξη πολιτικά και κοινωνικά δικαιώματα. Η διαφορά των φιλελεύθερων και σοσιαλιστικών δυνάμεων έγκειται ακριβώς, στις ιστορικές καταβολές και μήτρες από τις οποίες ξεπήδησαν. Οι πρώτες αναδείχτηκαν μέσα από τον αγώνα με τις κατεστημένες τάξεις για ελευθερία επί της οικονομικής τους δραστηριότητας η οποία υποστηρίχτηκε και με τα ατομικά δικαιώματα-δικαιώματα κίνησης. Γι αυτό τα οικονομικά-ιδιοκτησιακά δικαιώματα αποτελούν τον πυρήνα των φιλελεύθερων κομμάτων. Οι σοσιαλιστικές δυνάμεις πρόβαλαν στο προσκήνιο με τις διεκδικήσεις της εργατικής τάξης για βελτίωση των όρων ζωής και ισότιμης συμμετοχής στο πολιτικό σύστημα. Η επέκταση των πολιτικών δικαιωμάτων με το δικαίωμα του εκλέγειν και εκλέγεσθαι σήμανε τη δυνατότητα άσκησης πολιτικής από την εργατική τάξη και τη δημιουργία, αργότερα, κοινωνικού κράτους (κοινωνικά δικαιώματα). Οι σοσιαλιστικές δυνάμεις δηλαδή, επέκτειναν τον πολιτικό φιλελευθερισμό καθώς διεύρυναν την έννοια του πολίτη, ώστε να μην περιορίζεται με βάση συγκεκριμένα (οικονομικά) χαρακτηριστικά. Οι παραπάνω αλλαγές συντέλεσαν σε σημαντικούς μετασχηματισμούς του ίδιου του εξουσιαστικού φαινομένου. Τα συντάγματα κατά παραχώρηση που απέσπασαν οι αστοί από τους φεουδάρχες συνέβαλαν στη δημιουργία των νεωτερικών κρατών, τα οποία ως «νυχτοφύλακες» περιφρουρούσαν αποκλειστικά τη διαφύλαξη των όρων του συντάγματος-παραχώρηση. Η διαχείριση του μονοπωλίου της φυσικής βίας γινόταν πλέον πιο συναινετική. Αργότερα, η συμμετοχή των εργατικών τάξεων στη διαχείριση της κρατικής εξουσίας σήμανε την μεταμόρφωση του κράτους από απλό τοποτηρητή σε ενεργό παράγοντα για τη μείωση των ανισοτήτων. Το κοινωνικό κράτος συμπύκνωσε το νέο συσχετισμό δυνάμεων στον οποίο η πολιτική εξουσία δεν μονοπωλούνταν από αυτούς που κατείχαν την οικονομική εξουσία.

Στο σοσιαλδημοκρατικό μοντέλο, τα οικονομικά δικαιώματα είναι συμπληρωματικά των ατομικών και των κοινωνικών δικαιωμάτων ή αλλιώς αποτελούν τα μέσα για την επίτευξη των τελευταίων. Ενώ η φιλελεύθερη αστική τάξη  χρησιμοποίησε, ιστορικά, τα ατομικά δικαιώματα σαν μέσα για να επιτύχει την άσκηση των οικονομικών επιδιώξεών της (σκοπός), οι σοσιαλιστές έκαναν το αντίστροφο. Κατεύθυναν την ιδιωτική οικονομία με σκοπό να υλοποιήσουν το κοινωνικό μοντέλο το οποίο θα εγγυάται ίσες ευκαιρίες στη μόρφωση, την περίθαλψη, την ασφάλιση και θα μειώνει τις ανισότητες μεταξύ ανδρών – γυναικών, αλλοδαπών- ημεδαπών, ανειδίκευτων- ειδικευμένων εργατών κτλ. Οι σοσιαλιστές κατάφεραν να διευρύνουν ποσοτικά τους δικαιούχους των δικαιωμάτων, διότι η επιδίωξή τους δεν εκκινούσε από την ανάγκη για ανεμπόδιστη οικονομική δραστηριότητα για λίγους προνομιούχους, αλλά από την ανάγκη για δημοκρατικοποίηση της οικονομικής σφαίρας και ισότιμη συμμετοχή στην πολιτική και κοινωνική ζωή που μονοπωλούνταν από τους κατόχους των ιδιοκτησιακών δικαιωμάτων. Ο πυρήνας των ιδεών τους εδράζεται αφενός στη δημοκρατικοποίηση όλων των δικαιωμάτων, περιορίζοντας τις υπάρχουσες ανισότητες, και αφετέρου στην αποτροπή ανάδειξης νέων μορφών ανισοτήτων μέσα από τη δημιουργία ενός αποκεντρωμένου προνοιακού κράτους.

Η εμπέδωση των ατομικών, πολιτικών και κοινωνικών δικαιωμάτων υπήρξε σχεδόν πλήρης στο σκανδιναβικό μοντέλο που διαμόρφωσαν οι σοσιαλιστές, ιδίως στη Σουηδία. Η οικονομική ελευθερία δεν εδραιωνόταν πάνω σε διαφόρων ειδών ανισότητες, αλλά αντίθετα, μέσω του αποκεντρωμένου προγραμματισμού ενίσχυε τις ίσες ευκαιρίες. Ο δημοκρατικός σοσιαλισμός θεωρούσε και θεωρεί ότι η οικονομική δραστηριότητα ως μέρος των ατομικών δικαιωμάτων πρέπει να είναι ιδιωτική. Όμως υπάρχει μια θεμελιώδης παρεξήγηση στο τι θεωρούσαν ως ελεύθερη αγορά οι φιλελεύθεροι στοχαστές και στο τι πραγματικά είναι η αγορά. Οι κλασσικοί εκπρόσωποι του φιλελευθερισμού είχαν στο μυαλό τους μια ελεύθερη αγορά μεμονωμένων παραγωγών εμποροκρατικού τύπου. Οι τιμές διαμορφώνονταν από την προσφορά και τη ζήτηση, η αγορά δηλαδή ήταν εκείνος ο κοινωνικός μηχανισμός ο οποίος μεταβίβαζε πληροφορίες για τις ανάγκες των καταναλωτών και τις προσφορές των παραγωγών. Σε ένα τέτοιο μοντέλο, το χρήμα αναπαριστά την αξία του συνόλου παραγωγής και είναι ένα απλό μέσο ανταλλαγής. Το σύνολο της αξίας της παραγωγής καθορίζεται, αποτυπώνεται σε χρήμα και μέσω αυτού ανταλλάσσεται. Κάτι τέτοιο όμως δεν ισχύει στην πραγματικότητα. Ακόμα και εάν υποθέσουμε ότι υπήρξε κάποτε μια τέτοια αγορά, μετά από κάποια χρόνια οι μηχανισμοί συσσώρευσης και μεταβίβασης του πλούτου από γενιά σε γενιά θα δημιουργήσουν ολιγοπώλια.

Η μετάβαση από την απλή εμποροκρατία στον καπιταλισμό έφερε στο προσκήνιο της τεχνολογική καινοτομία. Η τελευταία δημιούργησε επιχειρήσεις μεγάλου μεγέθους, με μακρά διάρκεια που δεν περιορίζεται στον αρχικό ιδρυτή της και με τεράστιο όγκο παραγωγής που ήταν αδύνατο να απορροφηθεί από τη ζήτηση. Εκ των πραγμάτων διαμορφώθηκαν εξ αρχής μονοπωλιακές δομές στην οικονομία, γεγονός που αντέστρεψε το μηχανισμό λειτουργίας της αγοράς. Αντί να υπάρχει μια ισορροπημένη σχέση ανάμεσα στην προσφορά και τη ζήτηση, ξαφνικά η τεράστια προσφορά άρχισε να προκαλεί, τεχνητά, αύξηση της ζήτησης. Η πίστωση αποτέλεσε το εργαλείο για τη χειραγωγημένη ζήτηση και η αυτόματη λειτουργία του μηχανισμού των τιμών (το αόρατο χέρι της αγοράς) αχρηστεύτηκε. Ο βιόκοσμος αποικιοποίηθηκε πλήρως από την αναπτυξιακή λογική.

 Πατερναλιστικός καπιταλισμός και αποκεντρωμένος προγραμματισμός

Άρα η ελεύθερη αγορά δεν είναι στην πραγματικότητα ένας μηχανισμός ανταλλαγών, ισότιμων μερών, σε ένα εμποροκρατικό πλαίσιο. Αντίθετα, η καπιταλιστική αγορά είναι συνυφασμένη με τη δημιουργία ολογιπωλιακών επιχειρήσεων οι οποίες στρεβλώνουν όχι μόνο την υποτιθέμενη ελεύθερη λειτουργία της αγοράς, αλλά εντάσσουν την κοινωνία στις επιδιώξεις μιας διαρκούς ανάπτυξης. Ο δημοκρατικός σοσιαλισμός προσπάθησε να αμβλύνει αφενός τη στρέβλωση της οικονομίας από τέτοιου είδους ολιγοπώλια (μέσω της κρατικοποίησης, του περιορισμού των αρνητικών εξωτερικοτήτων κτλ) και αφετέρου να αποτρέψει τη χειραγώγηση της κοινωνίας από τις απαιτήσεις του αναπτυξιακού μοντέλου. Μια τέτοια διαδικασία λαμβάνει δύο μορφές. Πρώτον, τη δημοκρατικοποίηση της οικονομικής διαχείρισης των μεγάλων επιχειρήσεων και δεύτερον την κοινωνική απελευθέρωση. Μια κρίσιμη διάκριση είναι αναγκαία.

Ο κρατικός προγραμματισμός στο δημοκρατικό σοσιαλισμό δεν λαμβάνει διαστάσεις ολοκληρωτικής καταστολής της κοινωνίας με αφορμή την κρατικοποίηση των οικονομικών δικαιωμάτων. Αυτή τη μορφή του καπιταλιστικού πατερναλισμού με σκοπό την καθυπόταξη της κοινωνίας την εφάρμοσαν τα φασιστικά καθεστώτα αλλά και πολλές δεξιές κυβερνήσεις. Ο σκοπός τους ήταν η ενσωμάτωση των πολιτών μέσω ενός αυταρχικού κορπορατισμού. Αντίθετα, ο δημοκρατικός σοσιαλισμός είναι υπέρ του αποκεντρωμένου προγραμματισμού. Αυτό σημαίνει ότι οι ίδιοι οι πολίτες, όντας ισότιμοι, μπορούν να συμμετέχουν δημοκρατικά στη διαμόρφωση των αποφάσεων μέσα από τις συλλογικότητες που ανήκουν και την κοινωνία των πολιτών. Το κράτος ως η θεσμοποίηση του συσχετισμού δυνάμεων διαφέρει στον πατερναλιστικό καπιταλισμό από τον αποκεντρωμένο προγραμματισμό. Στην πρώτη περίπτωση η πολιτική εξουσία νέμεται από ορισμένα συμφέροντα (κομματική γραφειοκρατία, οικονομικές ελίτ) ενώ στη δεύτερη η κοινωνία των ισότιμων πολιτών βρίσκεται σε διαντίδραση με την κυβέρνηση και τους εργοδότες αφού μέσα από δημοκρατικές διαδικασίες λαμβάνονται, αποκεντρωμένα, οι αποφάσεις (δημοκρατικός κορπορατισμός).

Η υψηλή παραγωγικότητα είναι σημαντικό στοιχείο στα μοντέλο του δημοκρατικού σοσιαλισμού. Αυτό οφείλεται στο ότι η επαφή με άλλα καπιταλιστικά κράτη δημιουργεί προβλήματα (π.χ στο εμπορικό ισοζύγιο και το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών) όπως αυτά που αντιμετώπισε η Σοβιετική Ένωση. Γι αυτό το λόγο, η δημοκρατική διαχείριση των επιχειρήσεων, η αίσθηση του συνανήκειν σε μια κοινωνία ίσων δικαιωμάτων και η βεβαιότητα ότι το πλεόνασμα θα αναδιανεμηθεί μέσω του κοινωνικού κράτους αποτελούν βασικά στοιχεία για την αύξηση της παραγωγικότητας. Ο (αποκεντρωμένος) προγραμματισμός σημαίνει ότι κράτος ,λαμβάνοντας τα αιτήματα των πολιτών (μέσω μιας ισχυρής τοπικής αυτοδιοίκησης), μπορεί να κατευθύνει την οικονομική δραστηριότητα σε παραγωγικούς τομείς, εξαλείφοντας το φαινόμενο της χρηματιστικοποίησης της οικονομίας.  Η παραγωγή πραγματικών αξιών με στόχο τις εξαγωγές και την αυτάρκεια καθώς και η ύπαρξη κοινωνικού κράτους μέσα από ένα σύστημα υψηλής φορολόγησης μπορεί να περιορίσει το ρόλο του χρήματος στην κοινωνία.

Ο ποιοτικός εμπλουτισμός των δικαιωμάτων μπορεί να επιτευχθεί διότι η τεχνητή σπανιότητα των πόρων και ιδίως του χρήματος αρχίζει να περιορίζεται. Όσο  η υψηλή παραγωγικότητα και η παραγωγή πραγματικών αξιών (και όχι η παραγωγή πλούτου μέσω επενδύσεων σε άυλα χρηματοπιστωτικά προϊόντα) είναι συνυφασμένη με αναδιανεμητικούς μηχανισμούς και ενδυνάμωση της κοινωνίας των πολιτών τόσο η κοινωνία θα απελευθερώνεται από το βάρος των επιβιώτικών της αναγκών και θα καθίσταται πιο εφικτή η ανανοηματοδότηση βασικών όρων της κοινωνικής πραγματικότητας. Η τεχνολογική ανάπτυξη και η είσοδος στην παραγωγική διαδικασία των ρομπότ, μπορεί να απελευθερώσει τον άνθρωπο από τη μισθωτή εργασία, εμπλουτίζοντας το περιεχόμενό της με στοιχεία όπως η εθελοντική δράση. Ο περιορισμός της χρήσης του χρήματος, μπορεί να επιτευχθεί και με μιαν άλλη μορφή ανταλλακτικής οικονομίας, όπου οι ανταλλαγές δεν θα είναι μόνο ανάμεσα σε εμπορεύματα, αλλά ανάμεσα μονάδες κοινωνικής εργασία-δράσης-συμμετοχής. Ο εθελοντισμός για παράδειγμα και η κοινωφελής εργασία,  μπορούν να αποτελέσουν μονάδες μέτρησης για μια άλλη μορφή χρήματος ταυτόχρονα με το ισχύον.

Επιπλέον, ο δημοκρατικός σοσιαλισμός είναι υπέρ μιας διεθνούς πολιτικής που θα μειώνει την περιβαλλοντική καταστροφή, την εκμετάλλευση των χωρών του τρίτου κόσμου και τις επεκτατικές πολεμικές συρράξεις, όπως άλλωστε έπραττε με εκκωφαντικό τρόπο ο Ούλοφ Πάλμε. Με αυτό τον τρόπο είναι δυνατή η «εξαγωγή» του μοντέλου του δημοκρατικού σοσιαλισμού και σε άλλα μέρη  του κόσμου.