Η ιστορική στιγμή κατά την οποία ο άνθρωπος συνειδητοποίησε την θέση του μέσα στον υλικό κόσμο, τις δυνατότητές παρέμβασής του και την ικανότητά του στο να δημιουργεί την πραγματικότητα, σηματοδότησε την εποχή μιας νέας κοινωνικοπολιτικής υφής, η οποία αναίρεσε το παρελθόν και ανέδειξε τον άνθρωπο της πράξης και της αυτενέργειας. Η αξιοποίηση της κλασικής σκέψης από τους στοχαστές της εποχής του διαφωτισμού, εισήγαγε την νέα ορθολογική μέθοδο προσέγγισης του επιστητού και την συστηματική εξέταση του κοινωνικού περιβάλλοντος. Η απαρχή της αντικειμενικής θεώρησης των πραγμάτων σημάδευσε την έναρξη μιας νέας περιόδου στην ιστορία του ανθρώπου, έθεσε τις προϋποθέσεις προς επιβολή μιας παγκόσμιας κυρίαρχης νοοτροπίας που τείνει να προβάλλει την αντικειμενική εξέταση των πάντων και να θέτει στην σφαίρα του προσωπικού-συνειδησιακού κόσμου, τις όποιες υπερβατικές-μεταφυσικές θεωρήσεις.
Η εγκατάσταση του ορθού λόγου στο επίκεντρο της ανθρώπινης νόησης και η, βάσει ατού, διενέργεια των ιστορικών πράξεων, έθεσε την απαρχή της νεωτερικής Περιόδου και εισήγαγε, ως μέθοδο δράσης και θεώρησης των πραγμάτων, τον όρο : νεωτερικότητα (modernite-modernity). H ορθολογική πράξη συνδέθηκε έτσι με την εξελικτική πορεία του δυτικού πολιτισμού και προσδιόρισε την διάδοχη, της κλασικής αντίληψης, δυτική σκέψη.
Η απεμπλοκή από την μεταφυσική εξήγηση των πραγμάτων, ο διαχωρισμός του απτού και του υπαρκτού από το υπερβατικό και θεϊκό καθώς και η απαίτηση για συγκεκριμένη απόδειξη και αιτιολόγηση των πάντων, διεύρυναν το πεδίο της νόησης. Η επιστήμη κατέστη πλέον ο μόνος τρόπος προσέγγισης, εξέτασης και αιτιολόγησης τόσο των φυσικών φαινομένων όσο και των δρώμενων στο πλαίσιο της κοινωνικοπολιτικής και οικονομικής πραγματικότητας.
Αντίθετα, η μεταφυσική πίστη, οι θρησκευτικές πεποιθήσεις, οι φιλοσοφικές θεωρήσεις περί της ύπαρξης καθώς και οι συνειδησιακές τοποθετήσεις περί ιδιαίτερης ηθικής, τέθηκαν στον χώρο του ενδότερου, προσωπικού κόσμου του καθενός.
Η νεωτερικότητα εισήγαγε, κατ αυτόν τον τρόπο, την βασική διάκριση ανάμεσα στο δημόσιο πεδίο όπου η αντικειμενικότητα και η ουδετερότητα είναι τα κύρια στοιχεία και τον ιδιωτικό χώρο όπου καθένας έχει το δικαίωμα της συνειδησιακής ατομικής ελευθερίας χωρίς η πολιτική εξουσία να έχει δυνατότητα παρέμβασης.
Η πνευματική ελευθερία κατοχυρώνεται και αναγνωρίζεται ως απαραίτητη για την δημιουργία προόδου ενώ ο φιλοσοφικός στοχασμός αποσυνδέεται από τα κάθε είδους υπερβατικά αξιωματικά ιδεολογήματα.
Το κίνημα της νεωτερικότητας συνυφασμένο με την πορεία του δυτικού κόσμου συνιστά παρέμβαση που δεν αρκείται στην επίτευξη τεχνολογικής προόδου αλλά θεμελιώνει ένα ευρύτερο πολιτικό και πολιτισμικό πεδίο ελευθερίας, όπου το άτομο αποδεικνύεται ως ο παραγωγός της ιστορίας. Η παρέμβαση του ανθρώπου στην εξέλιξη του ιστορικού γίγνεσθαι γίνεται χωρίς την παρέμβαση ενδιαμέσων.
Η κοινωνικοπολιτική πράξη στο νεωτερικό πεδίο συνιστά δράση « ορθολογικού αυθορμητισμού». Εμπνέει από την δυναμική της θέλησης προς μετεξέλιξη του κόσμου με σκοπό την πρόοδο ενώ ταυτόχρονα οριοθετεί το πλαίσιο της παρέμβασης των δρώντων υποκειμένων έτσι ώστε το τελικό εξαγόμενο να αποδίδει ωφέλιμο κοινωνικό προϊόν και να αποφεύγονται οι παρεκβάσεις.
Η νεωτερικότητα αναδημιουργεί την ιστορία. Θέτει τις νέες προϋποθέσεις της πραγμάτωσης του ανθρώπινου «είναι» και αναοριοθετεί τον πολιτισμό πέρα από τα όρια της κλειστής κοινότητας. Η περί του κόσμου αντίληψη γίνεται έτσι συνολική και μη εξαρτώμενη από παραδοσιακά προϋποτιθέμενα.
Η καταστροφή του συμβόλου του απόλυτου μονάρχη και η αναίρεση της τάσης άκριτης αποδοχής των άλλοτε αυτονόητων, άφησαν ένα κοινωνικό, πολιτικό και ψυχολογικό κενό. Αυτό ακριβώς το κενό κλήθηκε να πληρώσει η νεωτερικότητα ως συγκεκριμένη μέθοδος σκέψης και στάσης ζωής.
Η νεωτερικότητα ιστορικά προήλθε αφενός από την κατάρρευση του παλαιού πολιτικού σκηνικού και αφετέρου από την εκτελεστική αξιοποίηση του κλασικού προς δόμηση του νέου. Η αποποίηση της ιεραρχίας της απολυταρχίας και η διάλυση της κοινωνίας των κλειστών τάξεων, επέτρεψαν την άνθηση της κριτικής και της έρευνας καθώς και την δημοσιοποίηση των πορισμάτων της επιστήμης.
Άμεσο αποτέλεσμα της απελευθέρωσης της νόησης ήταν η «μετακίνηση» της πολιτικής αρμοδιότητας από τον απόλυτο μονάρχη στον λαό και η διαφορετική θεώρηση της κοινωνίας όχι πλέον ως παράθεση κατηγοριών-τάξεων αλλά ως σύνολο ατομικών ενεργών-προσωπικοτήτων.
Η νεωτερική θεώρηση της πολιτικής αποσκοπεί στην αποτροπή της εμφιλοχώρησης ανορθολογικών ιδεολογημάτων κατά την «παραγωγή» του πολιτικού «προϊόντος». Στόχος είναι η αποδέσμευση του δρώντος υποκειμένου από την τροχοπέδη των προκαταλήψεων και των θρησκευτικών δεσμεύσεων έτσι ώστε η πολιτική πράξη να είναι ουδέτερη και αμερόληπτη έναντι όλων. Η πολιτική δηλαδή να παράγεται από μια κοινωνία αυτορυθμιζόμενη και όχι ποδηγετούμενη από τους λίγους προνομιακούς, κατά κανόνα, χρήστες των υπερβατικών αναφορών επί των οποίων θεμελίωναν - άλλοτε - την πολιτική τους κυριαρχία.
Κατ αυτό τον τρόπο - στον δυτικό χώρο - η παράδοση θεωρήθηκε ως αναχρονιστική δέσμευση. Η νεωτερικότητα συνιστά ένα ιστορικό κίνημα ρήξης με το παρελθόν και αναζητά την δική του πολιτική έκφραση με την ανάλογη διαμόρφωση του δικού του πολιτικοθεσμικού πλαισίου. Η πολιτική συνείδηση διαμορφώνεται ελεύθερα ενώ η εξουσία δεν εκπορεύεται από κάποιο μονοπρόσωπο κέντρο που δεν είναι υποχρεωμένο να λογοδοτεί αλλά αντανακλά την πολιτική πίστη και στάση των πολλών και διαφορετικών. Η εποικοδομητική σύγκλιση των κοινωνικών εταίρων και η σύνθεση των απόψεών τους γεννά την νεωτερική δημοκρατία και δίνει λειτουργική ώθηση στο όλο των πολιτειακών θεσμών. Η γενική βούληση αποτυπώνεται στην έκφραση γνώμης και ψήφου από τους αντιπροσώπους του λαού στο πλαίσιο των θεσμικών οργάνων και συνελεύσεων. Η νεωτερική δημοκρατία «συμπυκνώνεται» στην κορυφή, ενώ οφείλει να διευρύνεται στην βάση, «απαγορεύοντας» τον πολιτικό αποκλεισμό.
Κατ΄αυτόν τον τρόπο σχηματίζεται ένα πρότυπο κοινωνικής σύνθεσης, θεσμικής συγκρότησης και συνολικής πολιτικής κατάστασης. Η δημοκρατία συνιστά τον νέο τρόπο πολιτικής οργάνωσης ο οποίος εγγυάται την συνύπαρξη ανόμοιων αλλά ίσων υποκειμένων σ ένα πλαίσιο νομικής ισότητας και την αναζήτηση της προόδου από την συνεργασία διαφορετικών οντοτήτων.
Η επίτευξη του μεγαλύτερου δυνατού αποτελέσματος είναι η κύρια επιδίωξη των σύγχρονων δυτικών κοινωνιών. Η πλήρης εκμετάλλευση των τεχνολογικών δυνατοτήτων οδηγεί στην διαρκή αύξηση των τελικών επιδόσεων. Ταυτόχρονα όμως τίθεται το ζήτημα της κοινωνικής συνοχής προαπαιτούμενο της οποίας είναι η δίκαιη κατανομή του συνολικού τελικού προϊόντος.
Ο σύγχρονος δημοκρατικός τρόπος άσκησης της πολιτικής σκοπεί στο να οδηγήσει τις δυτικές κοινωνίες στην επίτευξη της προόδου μέσω της σύνθεσης των διαφορών. Η αξιολόγηση του πολιτικού συστήματος γίνεται σε ευθεία αναλογία με την ανταπόκρισή του στις αρχές της νεωτερικότητας : από την ικανότητά του δηλαδή στο να οδηγήσει την κοινωνία στην νέα ιστορική περίοδο όπου η αύξηση των αποδόσεων συνοδεύεται από την υπέρβαση των κατεστημένων, παραδοσιακών σχημάτων, καταστάσεων και στάσεων ζωής.
H επιλογή της δημοκρατίας ως τρόπου συγκρότησης της πολιτείας συνδυάστηκε, ιστορικά, με την προσπάθεια δημιουργίας ορθολογικών όρων άσκησης της πολιτικής. Η εξάρτηση της πολιτικής πράξης από την αντικειμενική πραγματικότητα και η εκχώρηση της δυνατότητας της πολιτικής συμμετοχής σε όσο το δυνατό μεγαλύτερο αριθμό φυσικών προσώπων είναι τα κύρια χαρακτηριστικά του δημοκρατικού πολιτεύματος.
Η επιλογή της ανάμειξης στην διαχείριση των κοινών και η έκφραση σχετικής γνώμης και ψήφου είναι τα στοιχεία που, κατά την κλασική ελληνική σκέψη, προσδιορίζουν τον ενεργό πολίτη, τον καταξιωμένο πολιτικά, και κοινωνικά, ελεύθερο άνθρωπο. Ως σκοπός της πολιτικής ορίστηκε η επίτευξη του γενικού καλού και η διασφάλιση της ενότητας της πόλης. Η πολιτική παρουσιάζεται ως ανθρώπινο έργο και τάσσεται στην υπηρεσία του συμφέροντος του συνόλου.
Αυτή ακριβώς η κλασική, ανθρωποκεντρική θεώρηση της πολιτικής καθοδηγεί την προσπάθεια επαναγέννησης της δημοκρατίας στα νεώτερα χρόνια. Η απόπειρα αντικατάστασης του ανορθολογικού προτύπου της απόλυτης μοναρχίας και η αντιμετώπιση της ουτοπίας των ολοκληρωτισμών επέβαλαν την προβολή των πανανθρώπινων δημοκρατικών αξιών και την επανατοποθέτηση της πολιτικής σε ορθολογικές και πραγματικές βάσεις.
Η δημοκρατία αποκαθιστά την φυσική ισορροπία και αναδεικνύει την πολιτική ως ανθρώπινη πράξη συνυφασμένη με το πνεύμα της προόδου. Η πηγή της εξουσίας δεν μπορεί να είναι ούτε το πρόσωπο του απόλυτου μονάρχη ούτε ο γραφειοκρατικός μηχανισμός του κόμματος. Αντίθετα η πολιτική εξουσία εκπορεύεται από το διευρυμένο σύνολο των πολιτών, μόνο αρμόδιο να αναγορεύει τους πολιτειακούς παράγοντες ως υπεύθυνους εκφραστές της γενικής βούλησης.
Οι αστικές επαναστάσεις του δέκατου όγδοου αιώνα επέφεραν την ιστορική ρήξη με το απολυταρχικό καθεστώς και ανέδειξαν την πολιτική ως προϊόν της ανθρώπινης ορθολογικής δράσης. Η ενότητα της πολιτικής κοινότητας είναι πλέον ευθύνη του συνόλου και αποτέλεσμα της προσπάθειας των πολιτικά και νομικά ίσων κοινωνικών εταίρων.
Στη συνέχεια, η δημοκρατία καλείται να αντιμετωπίσει την φοβερή απειλή των ολοκληρωτισμών. Ο εικοστός αιώνας είναι της αναμέτρησης του ελεύθερου πνεύματος με τα ολοκληρωτικά καθεστώτα και της τελικής επικράτησης της δημοκρατίας. Η πτώση του κομμουνιστικού συνασπισμού σηματοδότησε την έναρξη της δημοκρατικής εποχής και άφησε ανοικτές τις προοπτικές για την κυριαρχία του δημοκρατικού προτύπου και για την εγκατάσταση της δημοκρατίας.
Το 1989 δεν σημάδευσε μόνο το τέλος μιας δεκαετίας αλλά σηματοδότησε την λήξη μιας ολόκληρης ιστορικής περιόδου και την μετάβαση σε κάποια άλλη. Η κατάρρευση του κομμουνισμού στην Ανατολική Ευρώπη και ο περιορισμός του σε κάποιες απομονωμένες περιοχές του πλανήτη αντανακλά την παραδοχή του ψευδούς χαρακτήρα της ουτοπίας και καθιστά πρόδηλη πλέον την ανάγκη θεμελίωσης της πολιτικής όχι στο άκριτο όνειρο αλλά στην δομημένη σκέψη.
Η αναίρεση της «προσδοκίας του προλεταριακού παραδείσου» κατέδειξε την σπουδαιότητα του κεκτημένου της αστικής φιλελεύθερης δημοκρατίας ενώ άνοιξε το πεδίο προβληματισμού με σκοπό την βελτίωσή της.
Η πολιτική δεν μπορεί πλέον να έχει σχέση με την αόριστη προσδοκία, με το φαντασιακό στοιχείο, με την ουτοπική ελπίδα των ονείρων. Αντίθετα, η αποκατάσταση της σχέσης θεωρίας-πράξης κατά τρόπο που το θεωρητικό πρότυπο να μην αποστασιοποιείται από τα πραγματικά δεδομένα της ανθρώπινης φύσης είναι το αδιαμφισβήτητο εχέγγυο της σύνδεσης του πολιτικού με το πραγματικό και διασφαλίζει, την δια του ορθολογικού, αποφυγή της ουτοπικής παρέκβασης. Είναι πλέον η κυρίαρχη τάση του νεωτερικού πνεύματος που απαιτεί την ορθολογικοποίηση της πολιτικής1.
Το τέλος του ψυχρού πολέμου τερματίζει την πραγματική λειτουργία μιας ολόκληρης σχολής σκέψης που στερείται πλέον αιτιολογικού υποδείγματος : του δογματικού σοσιαλισμού. Ενός προτύπου που συνιστούσε μια νοητική κατασκευή στηριγμένη ολοκληρωτικά σε μια έμμονη ιδέα2 και που απέτρεπε την επιστημονική κριτική, καταγγέλοντάς την με ιδεολογικούς όρους και ορισμούς.
Στον δυτικό χώρο ο καπιταλισμός αν και αυτός καθ αυτός δεν μπορεί να νοηθεί ως η γενεσιουργός αιτία της δημοκρατίας3 εντούτοις αν μη τι άλλο, επέτρεψε την ανάπτυξη των δημοκρατικών θεσμών. Ταυτόχρονα η ελεύθερη αγορά έδωσε ένα υψηλό συνολικό επίπεδο ανάπτυξης έτσι ώστε νόμιμα να μπορεί να υποστηριχθεί πως : «Ποτέ κανείς άλλος τύπος κοινωνικής οργάνωσης δεν προσέφερε τόση ευημερία στον πιο μεγάλο αριθμό ανθρώπων και αυτό παρά τις κρίσεις, καθώς και δικαιοσύνη παρά τις ανισότητες, σε σύγκριση τόσο με ότι ίσχυσε στο παρελθόν όσο και με ότι συμβαίνει στις υπόλοιπες σημερινές κοινωνίες».
Παρ όλα αυτά όμως μέχρι και την κατάργηση του κομμουνιστικού χώρου ο δυτικός τρόπος κοινωνικοπολιτικής συγκρότησης και οικονομικής ανάπτυξης δεν επιδοκιμάστηκε καθολικά από τους ίδιους τους ευνοημένους δυτικούς πολίτες. Η δημοκρατική ιδεολογία δεν έγινε το κυρίαρχο εργαλείο σκέψης όλων, το δημοκρατικό πρότυπο δεν εκτιμήθηκε, ενώ πολλές φορές η δογματική ανέχεια προβλήθηκε ως ιδεώδες και ως μέσο θεραπείας των ανισοτήτων που εμπεριέχονται στην καπιταλιστική κοινωνία. Η δε διανόηση κινήθηκε, όχι λίγες φορές, στο πεδίο της «αριστεράς» των ειδώλων και των ιδεολογημάτων, δίνοντας τροφή σε κινήματα κοινωνικής αυτοκαταστροφής και αποδόμησης.
Η αυτοαναίρεση του πολιτικοθεσμικού συστήματος υποστήριξης της ουτοπίας, συνακόλουθη της αυτοκατάργησης-εξαιτίας ενδογενών δομικών αδυναμιών-του ολοκληρωτισμού, επανασύνδεσε το πολιτικό στοιχείο με την πραγματικότητα. Η αιτιολογία της πολιτικής πράξης δεν μπορεί-πλέον- να ανατρέχει σε ζητήματα συγκινησιακής μαζικής παρόρμησης ή σε ονειρικές προσδοκίες.
Η πολιτική είναι απαραίτητο, όσο ποτέ, εφόσον το ουτοπικό κατέστη προδήλως ψευδές, να εμφανισθεί ως απτή ανθρώπινη λειτουργία ικανοποίησης ποικίλων μεν, φυσιολογικών δε, αναγκών καθώς και σχεδίασης μελλοντικών, συμβατών με την ελεύθερη ανθρώπινη φύση, καταστάσεων.
Το υπό εξέταση πρότυπο της αστικής φιλελεύθερης δημοκρατίας παρέχει το κοινωνικό πεδίο και το θεσμικό πλαίσιο άνθησης της ελευθερίας και επιδίωξης της ευημερίας. Η εξουσία «παράγεται» και «διοχετεύεται» προκειμένου η κοινωνία να παράξει πλούτο, με αποδέκτη τους, ακριβώς εξαιτίας της ελευθερίας, οικονομικά άνισους εταίρους. Το κοινωνικό προϊόν ωστόσο δεν μοιράζεται αναλογικά σ όλους, οι ανισότητες είναι αισθητές, δυσφημίζουν και απειλούν - λιγότερο ή περισσότερο ανάλογα με την ιστορική συγκυρία-τον δημοκρατικό-αστικό τρόπο κοινωνικοπολιτικής και οικονομικής συγκρότησης. Η κατανομή των προϋποθέσεων για κοινωνική ανέλιξη των πολιτών επίσης δεν γίνεται κατά τρόπο ισόποσο και ισομερή.
Το κοινωνικοπολιτικό και θεσμικό σύγχρονο δημοκρατικό πρότυπο, όπως αυτό προβάλλεται μετά την διάλυση του ανατολικού συνασπισμού, φιλοδοξεί να παγιωθεί ως ο μόνος χώρος όπου το πολιτικό προϊόν γίνεται συγκεκριμένο, σαφές, τόσο αναφορικά με την πηγή προέλευσής του όσο και με τα πρόσωπα διαχείρισής του, τους αποδέκτες των συνεπειών του, καθώς και σχετικά με την φυσιογνωμία του, την ιδιοσυστασία αλλά και τον σκοπό ύπαρξής του : το «raison d etre"της πολιτικής.
Τα πρωτογενή δομικά στοιχεία της κλασικής δημοκρατίας είναι πάντα έγκυρα.
Το δημοκρατικό πολίτευμα ορίζεται πάντα ως εκείνο που διαμορφώνει «την πολιτική της λαϊκής κυριαρχίας», ως πηγή κάθε εξουσίας ενώ επιχειρεί συνεχώς την ενσωμάτωση των νέων κοινωνικών δυναμικών και μεγεθών4. Το πολίτευμα δηλαδή που καταστέλλει ελάχιστα και «διηθύει» πολύ περισσότερο, που επικοινωνεί με την κοινωνία μέσω ορθολογικών, μη φορτισμένων συνειδησιακά, φιλοσοφικών και θρησκευτικών κωδίκων.
Ένα πρότυπο πολιτεύματος που αναλαμβάνει να εκπληρώσει, ως διάδοχο πολιτικό σχήμα, τους σκοπούς της κλασικής δημοκρατίας, δηλαδή την παγίωση στο πλαίσιο της πολιτείας της πρωταρχικής και θεμελιακής ανθρώπινης αξίας, της ελευθερίας5.
Η ιστορική αφετηρία γέννησης ενός προτύπου πολιτικής δημοκρατίας είναι το σημείο ρήξης με την τελευταία των ολοκληρωτικών ουτοπιών. Η συντριβή του καθρέπτη απεικόνισης των ειδώλων. Η ευφορία της θέσμισης μιας νέας δημοκρατικής πραγματικότητας, η δημιουργία κλίματος δημοκρατικής προοπτικής, οι διαστάσεις της οποίας εκτείνονται πέρα από το στενό εθνικό-κρατικό πλαίσιο και θέτουν τους όρους λειτουργίας της πολιτικής στον ευρύτερο διεθνή μεγαχώρο.
Το δημοκρατικό πρότυπο εμπεριέχει ένα κοινό minimum αξιών οι οποίες επαληθεύονται-σταδιακά- σε όλα τα σύγχρονα καθεστώτα όπως αυτά διαμορφώνονται εξελικτικά. Η τάση της ιστορικής πορείας, διαμέσου του σύγχρονου δημοκρατικού προτύπου, είναι η πορεία προς την πραγμάτωση πλέον των αξιών της κλασικής δημοκρατίας. Η επέκταση της λαϊκής συμμετοχής, η ανάδειξη του ανθρώπου ως ανεξάρτητης υπόστασης, απαλλαγμένης από την φόρτιση των καταβολών και πεποιθήσεών της. Την υπαγωγή του «στενού εθνικού» στο «ευρύτερο παγκόσμιο6». Την παραπομπή σε παναθρώπινο σύστημα αρχών με στόχο της διασφάλιση του υπέρτατου αγαθού της ελευθερίας7.
Δεν θα ήταν, ίσως, μεθοδολογικά ατυχής η συνάρτηση της μελέτης της ιστορικής κοινωνικής εξέλιξης με την παρατηρούμενη διαχρονική προσπάθεια του ανθρώπου να ικανοποιήσει τις ποικίλες ανάγκες του προκειμένου να εξασφαλίσει την επιβίωσή του. Ανάγκες οι οποίες αφορούν τόσο την υπόσταση των ανθρώπινων μονάδων όσο και των ευρύτερων συνόλων ένταξής τους και επιτάσσουν την, υπό συγκεκριμένους και λίγο, πολύ προκαθορισμένους ρόλους, συμμετοχή καθενός στο πλαίσιο ενός ευρύτερου κοινωνικού σχεδίου, μιας ευρύτερης συλλογικής απόπειρας αναζήτησης τελικού αποτελέσματος.
Η κατάληξη της προσπάθειας καθενός δεν είναι παρά η ατομική συμβολή στην δημιουργία κοινωνικού προϊόντος το οποίο αν και συνήθως ανισομερώς κατανεμημένο συντελεί ώστε να δειχθεί πως η ύπαρξη του ατόμου μπορεί να νοηθεί μόνο ως συνύπαρξη με διαφορετικούς αλλά πάντα ίσους εταίρους στα όρια ενός δεδομένου περιγράμματος μιας καθορισμένης ιστορικής κοινότητας της κοινωνίας.
Συνεπώς η κοινωνική συνύπαρξη των ανθρώπων είναι εγχείρημα σύνθετο αφού προϋποθέτει την ενεργό διαπλοκή των ατόμων και την σύμμειξη των αντίστοιχων ρόλων τους. Ταυτόχρονα η εκπλήρωση των κοινών στόχων εξαρτάται από την ποιότητα του τρόπου δράσης και την μέθοδο σύνθεσης των πολλών ατομικών παρεμβάσεων σε τελικό εξαγόμενο. Το κοινωνικό στοιχείο άρα της ανθρώπινης φύσης συγκεκριμενοποιείται στο πεδίο της απτής εφαρμογής από τον πολιτικό σχεδιασμό και την πολιτική πράξη. Ο άνθρωπος είναι «ζώον πολιτικόν»8 κυριαρχεί και κυριαρχείται από την πολιτική από την οποία αντλεί νόημα, στον χρόνο, η ύπαρξή του.
Η διαχείριση των κοινών πραγμάτων, ο καθορισμός των στόχων, ο προσδιορισμός των ρόλων και η απόδοση του τελικού αποτελέσματος είναι πράξεις άσκησης πολιτικής. Η ποιότητα των πολιτικών πράξεων χαρακτηρίζει το συγκεκριμένο πολιτικό πρότυπο εντός του πλαισίου του οποίου διενεργούνται οι πολιτικές λειτουργίες κατά δεδομένη χρονική στιγμή.
Η άσκηση πολιτικών πράξεων είναι συνυφασμένη με τον, από τους κανόνες του πολιτικού προτύπου, ορισμό του φορέα της εξουσίας και του υποκειμένου του καταναγκασμού, από τον προσδιορισμό δηλαδή πλέγματος σχέσεων υπεροχής και αντίστοιχης υποταγής.
Κατ αυτή την εξουσιαστική θεωρία διάκρισης των πολιτικών προτύπων ο Αριστοτέλης εντάσσει σε είδη τα διάφορα πολιτεύματα περιγράφοντας ανάλογα μεταξύ των άλλων και το πρότυπο της κλασικής δημοκρατίας. Κριτήριο η αναγνώριση του φορέα της εξουσίας, σκοπός και λογική όμως της διακρίβωσης του «τι είναι δημοκρατία», του «ποιο είναι το δημοκρατικό πολίτευμα», δεν είναι παρά αυτό που αποτελεί την πεμπτουσία της αρχαιοελληνικής πολιτικής σκέψης : η αναζήτηση του αρίστου των πολιτευμάτων, της άριστης διακυβέρνησης9.
Το κριτήριο της άριστης πολιτείας τίθεται στο επίκεντρο της σκέψης του Αριστοτέλη όπου ανεξάρτητα από τον τύπο του πολιτεύματος η κρίση περί της άριστης διακυβέρνησης γίνεται με γνώμονα την καταξίωση της ανθρώπινης ύπαρξης. Ο άνθρωπος δεν είναι δυνατό να είναι ευτυχισμένος όταν δυναστεύει ή δυναστεύεται. Αντίθετα η συμμετοχή στη διαμόρφωση της ζωής της πόλεως και η εφαρμογή του νόμου είναι τα στοιχεία που είναι απαραίτητα συστατικά για την δόμηση της άριστης πολιτείας, της συμβατής με την ανθρώπινη φύση10.
Ο ορισμός του δημοκρατικού πολιτεύματος γίνεται από τον Αριστοτέλη βάσει δύο αρχών : αφενός του μεταβατικού του χαρακτήρα από το πολίτευμα δηλαδή, όπου κατισχύουν οι πλουσιότεροι («τιμοκρατία») αφετέρου από το γεγονός ότι η δημοκρατία κρίνεται ως το λιγότερο κακό, το «ήκιστα μοχθηρόν», απ όλες τις μορφές διακυβέρνησης.
Η δημοκρατία κρίνεται μάλιστα ως το πολίτευμα που προσεγγίζει όσο κανένα άλλο την ιδανική μορφή πολιτειακής συγκρότησης: την πολιτεία11. Το πολίτευμα εκείνο το οποίο- ανάμεσα σ όλα τα γνωστά και αναφερόμενα από τον Αριστοτέλη - εμφορείται από την λογική και θεσμικά «προικοδοτείται», κατά τρόπο ώστε να διαχειρίζεται
καλύτερα τα αλληλοσυγκρουόμενα στοιχεία του «πολιτικού υλικού»12.
Η επιδίωξη της πολιτικής δράσης πρέπει, στο πλαίσιο της δημοκρατίας να είναι η ενότητα της πόλεως. Προάγοντας το μέτρο και την μεσότητα ο Αριστοτέλης προωθεί ένα πρότυπο διακατεχόμενο από το μετριοπαθές πνεύμα και την πολιτική του «ορθού μέσου»13. Σύμφωνα με το ίδιο πνεύμα οι ευρισκόμενοι στην αντιπολίτευση πρέπει να έχουν την εντύπωση της συμμετοχής στην διαμόρφωση των πολιτικών πραγμάτων.
Η δημοκρατία συνεπώς παρουσιάζεται ως το πολιτικό πρότυπο της ανοχής, του μη αποκλεισμού, της συμμετοχής του πολίτη. Η σκέψη του Αριστοτέλη είναι εκείνη η οποία θέτει τις βάσεις σ ένα πολιτικό εγχείρημα δημοκρατικής διακυβέρνησης, το οποίο η ανθρωπότητα αναζητά δια μέσου της «αποκάθαρσης» του ανθρώπου από χαρακτηρισμούς (φιλοσοφικούς, θρησκευτικούς, συνειδησιακούς) και της απαλλαγής από «φορτισμένα» αυταρχικά και ολοκληρωτικά κοινωνικοπολιτικά και οικονομικά συστήματα.
Προς τούτο καθοριστικός είναι ο χαρακτηρισμός από τον Αριστοτέλη του πολιτικού υποκειμένου, αυτού δηλαδή που εκπληρώνει τις προϋποθέσεις του «είναι πολίτης». Ως τέτοιος αναγορεύεται ο άνθρωπος της ενεργούς πολιτικής, αυτός που επιλέγει «τον αιρετώτατον βίο», τον βίο της συμμετοχής στα κοινά. Απαλλαγμένος από κάθε είδους αυθαιρεσία είτε ως διοικούμενος είτε ως ασκών δημόσιο αξίωμα14. Η δημοκρατία επιτρέπει κάτι τέτοιο. Είναι το πολίτευμα, το θεσμικά15 εξοπλισμένο ώστε να εξασφαλίζει τις πολιτικές προϋποθέσεις άσκησης του αιρετώτατου βίου.
Η θεωρητική θεμελίωση του δημοκρατικού προτύπου - σύμφωνα με την σκέψη του Αριστοτέλη - είναι καθαρά ανθρωποκεντρική16, στο μέτρο που αφορά την συμμετοχή του πολίτη στα της πόλεως και τον καταμερισμό της εξουσίας. Από το σημείο αυτό - μια αφετηρία για την σύγχρονη πολιτική επιστήμη - δομείται διαχρονικά ένα πολιτικό σύστημα αν όχι ισομερούς, τουλάχιστον λιγότερο ανισομερούς κατανομής της εξουσίας, απ΄ότι σε οποιαδήποτε άλλο αντίστοιχο.
Η διαμόρφωση όμως του επίκαιρου δημοκρατικού μορφώματος διέρχεται ιστορικά από την άνοδο της αστικής τάξης17 και την οριοθέτηση των δικαιωμάτων της έναντι της εξουσίας του Βρετανικού θρόνου. Ενώ η Γαλλική Επανάσταση αναγορεύει ένα νέο χαρακτήρα πολίτη και ένα νέο τύπο κοινωνικής και θεσμικής συνοχής γύρω από τις αρχές της « Republique" με το τρίπτυχο : «ελευθερία - ισότητα - αδελφοσύνη». Ενδιάμεσα η Αμερικανική ανεξαρτησία συνέβαλε και αυτή στην ιστορική προόδο προς την δημοκρατική προοπτική. Η χειραφέτηση της αστικής τάξης με την αναγνώριση του δικαιώματος της περιουσίας και του αντίστοιχου της ελεύθερης έκφρασης ήταν το προϊόν που διαμόρφωσε το θεσμικό - πολιτικό πλαίσιο και το κοινωνικό υπόβαθρο του σύγχρονου αστικού - δημοκρατικού προτύπου. Του πολιτικού μορφώματος που συνιστά την φιλελεύθερη αστική δημοκρατία δυτικού τύπου που εγγυάται πρώτιστα την επιχειρηματική - οικονομική ελευθερία18, θεωρώντας την προϋποτιθέμενο στοιχείο κάθε άλλου είδους ελευθερίας19.
Η αστική αντίληψη για την συμμετοχή του πολίτη - ατόμου στον κοινωνικό βίο φαίνεται σύμφωνη με την αρχή του Αριστοτέλη κατά την οποία ο πολίτης προκειμένου να καταξιώνεται ως τέτοιος δεν πρέπει ούτε να δυναστεύεται ούτε να δυναστεύει.
Προς τούτο είναι απαραίτητο να απαλλαγεί από κάθε εμπόδιο στην κοινωνική του ύπαρξη και λειτουργία. Ο ρυθμός μάλιστα απαλλαγής από τα αποτρεπτικά της ελεύθερης δραστηριότητας στοιχεία παράγει την εικόνα της ποιότητας και της συνολικής προόδου. Σηματοδοτεί την πορεία των δυτικών κοινωνιών20 και «εμποτίζει» το πολιτικό σύστημα δίνοντας την δυνατότητα σε όλο και περισσότερους - και όχι μόνο σε μια κλειστή ομάδα κατόχων κρατικών - θεσμικών μετοχών να εκφρασθούν δημιουργικά, να πραγματώσουν το είναι τους.
Η αναζήτηση ενός νεωτερικού μετακλασικού δημοκρατικού προτύπου θεμελιώθηκε στην προσπάθεια εξεύρεσης μεθόδων εφαρμογής στην πράξη του Αριστοτελικού αξιώματος του «αιρετώτατου βίου». Η άνοδος της αστικής τάξης ήταν φυσικό να οδηγήσει στην εκλεκτική επιλογή της συμμετοχής στα κοινά, καθώς και σ αυτήν της ελευθερίας του επιχειρείν, της οικονομικής ελευθερίας, της κατοχύρωσης του δικαιώματος της προσωπικής ιδιοκτησίας.
Προς τούτο το υποκείμενο της δημοκρατίας παρίσταται έναντι του κοινωνικοπολιτικού συστήματος ως «καθαρό ενεργών υποκείμενο». Προκειμένου να «επικοινωνήσει» με τους πολιτειακούς θεσμούς δεν διανοείται να προσφύγει στο «ανορθολογικό ή στο θείο». Είναι πάγια η λογική - εντός του δημοκρατικού συστήματος - ότι « ο θεός δεν δικαιολογεί το πολιτικό αποτέλεσμα».
Έναντι μάλιστα της πολιτικής εξουσίας, ο πολίτης - υποκείμενο του δημοκρατικού προτύπου, διεκδικεί το δικαίωμα του μετά των άλλων πολιτών, συνδημιουργού της πολιτικής πράξης. Της πολιτικής πράξης εντός του δημοκρατικού συστήματος που δια των πολιτικών κανόνων ταραγμένη δεν μπορεί ποτέ να είναι αυθαίρετη, υπερβατικά και ανορθολογικά αιτιολογημένη, μη παραπέμπουσα στον ορθό λόγο. Και αυτό καθόσον : «η δημοκρατική πράξη συνίσταται στο ν αντικαταστήσει την υποταγή δια της πολιτικής κυριαρχίας».
Η πεμπτουσία άρα της δημοκρατίας συνίσταται στην ελεύθερη συμμετοχή καθενός να καταθέτει την προσωπική του συμμετοχή, να καταθέτει την προσωπική του συμβολή στην δημιουργία της συνολικής πολιτικής πράξης. Η ελευθερία στον λόγο και την πράξη χωρίς φορτίσεις που εκτρέπουν την πολιτική από την ανθρωποκεντρική αποστολή της.
Η κλασική μορφή της δημοκρατίας λειτουργικά αποσκοπεί στον γενικότερο, τον ευρύτερο σκοπό της πολιτικής, το κοινό καλό, το οποίο δεν νοείται ως κάτι το διαφορετικό από το ατομικό καλό. Κατ΄αυτόν τον τρόπο η κλασική πολιτική σκέψη δεν επιμερίζει το αγαθό αλλά το αποδίδει στην πόλη. Η έμμεση δημοκρατία γίνεται έτσι και έμμεσος τρόπος επικοινωνίας των ατόμων, εφόσον η άμεση αντίστοιχη δεν νοείται, δεν γίνεται ιστορικά παραδεκτή.
Αντίθετα, η μετακλασική, νεώτερη δημοκρατία αναδεικνύει ως υποκείμενο και ταυτόχρονα αντικείμενο της πολιτικής την ανθρώπινη μονάδα : το άτομο. Πιο συγκεκριμένα, η πολιτική παράγεται από την απευθείας επικοινωνία των ανθρώπων, κατανοείται από την σύγκρουση ή την συμμαχία - κατά περίπτωση - των συμφερόντων τους και αποδίδεται πάλι στις μονάδες - άτομα κατά τρόπο όχι ισότοπο, όχι ισομερή αλλά σε κάθε περίπτωση λιγότερο βίαιο, περισσότερο πειστικό και επιρρεπή προς διαμόρφωση γενικότερης, συνολικής συμφωνίας και ανάλογου δημοκρατικού, πολιτικού consensus.
H δημοκρατία παρουσιάζεται έτσι ως το πολίτευμα της σύνθεσης των αντιθέσεων, των ατομικών συμφερόντων, ως το αποτέλεσμα του ανταγωνισμού στο πλαίσιο μιας σύνθετης κοινωνίας, η λειτουργία της οποίας ρυθμίζεται από ανταγωνιστικές οικονομικές κανονικότητες. Η πολιτική εξουσία είναι το εξαγόμενο της νόμιμης σύγκρουσης και ενώ πρέπει να υπάρχει για όλους δεν νοείται να ασκείται απ όλους. Η ισορροπία αναζητείται «στην βάση μιας συμφωνίας ή μιας συνύπαρξης, καταστάσεις παρουσιαζόμενες σε συνεχή, αδιάλειπτη αλλαγή». Η παρέμβαση υπέρ μιας αλλαγής των ισορροπιών αφενός πάντοτε υπέρ της διατήρησης του δικαιώματος της οικονομικής πρωτοβουλίας, του επιχειρείν, αφετέρου υπέρ της κατοχύρωσης και διεύρυνσης των δικαιωμάτων των κοινωνικοοικονομικά αδυνάτων, συνιστά την συμβατή με την δημοκρατία πολιτική πράξη. Αυτό δε επειδή συνδέει το επίκαιρο πολιτικό γίγνεσθαι με το διηνεκές ανθρώπινο αίτημα : την δικαιοσύνη.
Προς τούτο η τήρηση των αρχών του φιλελευθερισμού οι σχετικές με την επικράτηση κλίματος ελευθερίας στον οικονομικό - παραγωγικό πλαίσιο, είναι όρος απαράβατος ώστε δια της οικονομικής ελευθερίας να επιτευχθεί και η πολιτική ελευθερία .
Εντούτοις η φιλελεύθερη αστική δημοκρατία δεν μπορεί να παραδοθεί σ οποιαδήποτε υπερβολή. Η δημοκρατία ως σύστημα ισορροπιών πρέπει να εξοικονομεί για το άτομο τουλάχιστον αυτό που χρειάζεται ως ελάχιστο, προκειμένου ν αποφευχθεί η δημιουργία μάζας αποκλεισμένων. Ο οικονομικός φιλελευθερισμός προκειμένου να είναι συμβατός με την δημοκρατία πρέπει να απελευθερώνει το άτομο και να ωφελεί την κοινωνία. Όσο η χορηγούμενη ελευθερία προς την κοινωνική μονάδα αυξάνεται τόσο αναλογικά η κοινωνική μονάδα αυξάνεται και η κοινωνική συνοχή πρέπει να διασφαλίζεται.
Το πολιτικό πρότυπο της νεωτερικής δημοκρατίας είναι η αποκρυστάλλωση μιας ιστορικής συνέχειας η αρχή της οποίας βρίσκεται στις αξίες της κλασικής δημοκρατίας, διέρχεται από την χειραφέτηση της αστικής τάξης, τις επαναστατικές αρχές του δεκάτου όγδοου αιώνα και απολήγει στην αναζήτηση μιας νέας κοινωνικοπολιτικής έκφρασης στην τρίτη χιλιετία. Η σύγχρονη δημοκρατία είναι το πολιτικό σύστημα της πρόκλησης : καλείται να εξασφαλίσει την ελευθερία του ατόμου, την συνειδησιακή, φιλοσοφική και θρησκευτική ουδετερότητα του κράτους και των θεσμών καθώς και την αναγνώριση του πολίτη ανεξάρτητα από τις οποιεσδήποτε προσωπικές του ιδιαιτερότητες.
Η δημοκρατία οφείλει να συγκεράσει τα δύο πιο γνωστά οικονομικά πρότυπα : τον φιλελευθερισμό και τον σοσιαλισμό. Την ελευθερία του ατόμου στο να αναλαμβάνει επιχειρησιακή πρωτοβουλία από το πρώτο και την κοινωνική φροντίδα και ευαισθησία από το δεύτερο. Να διαμορφώσει μια πραγματικότητα ελευθερίας, κοινωνικής ανοχής και συνοχής αποτυπωμένη στο θεσμικό μόρφωμα του κράτους δικαίου.
Το δημοκρατικό πρότυπο πολιτικής διαχείρισης των κοινών πραγμάτων προκαλείται ν αντιμετωπίσει τις νέες μορφές αμφισβήτησής του : τον φανατισμό όπως αυτός εκφράζεται στις ακραίες μορφές εθνικιστικής ή και θρησκευτικής παράκρουσης.
Η δημοκρατία αν και αμφισβητείται από ακραία, φορτισμένα ιδεολογικά ρεύματα εντούτοις τώρα πλέον διεκδικεί την παγκόσμια, καθολική αναγνώριση. Ίσως «η γλώσσα της δημοκρατίας» αποδειχθεί ο κώδικας της διεθνούς συνενόησης 21 Για να γίνει όμως κάτι τέτοιο η δημοκρατία πρέπει να είναι αυθεντική, να μην επικαλύπτει την πραγματικότητα αλλά να εμπνέει τις ανθρώπινες κοινωνίες με τις αξίες της ανοχής, την σκέψη του ορθού λόγου και τον αληθινό ανθρωπισμό.
Η νεωτερική δημοκρατία παρουσιάζεται χρονικά ως η κατάληξη της κλασικής αντίστοιχης. Συνιστά τον πλέον προηγμένο, σύγχρονο τρόπο άσκησης πολιτικής με τον οποίο ζητείται η διεύρυνση του πολιτικού πεδίου έτσι ώστε να γίνει δυνατή η επιβολή των νέων αξιών. Ενώ « ο αιρετώτατος βίος» της κλασικής δημοκρατίας είναι το στοιχείο αναγνώρισης του πολίτη, υποκειμένου της πολιτικής και συμμετόχου στο πολιτικό δρώμενο, η καθολικότητα της πολιτικής ως κοινού, χωρίς εξαίρεση αγαθού και η παγκοσμιότητα του πολίτη χαρακτηρίζουν την νεωτερική δημοκρατία, αποτελώντας τα βασικά εννοιολογικά της συστατικά.
21
Η σύγχρονη πολιτική όπως αυτή αναγνωρίζεται στο χώρο των δυτικών δημοκρατιών προβάλλεται ως το προϊόν της ρήξης του
νεωτερικού με το παλαιό και ως η αναίρεση του υποκειμενικού και ανορθολογικού από το αντικειμενικό και ορθολογικό.
Η νεωτερική δημοκρατία αναδεικνύει την πολιτική ως την γενικά παραδεκτή πραγματικότητα, ως την αντικειμενική λειτουργία της πολιτείας.
Η θεώρηση της πολιτικής πράξης στην νεωτερική δημοκρατία γίνεται με κριτήριο την ανθρώπινη ανάγκη που αυτή υπηρετεί και όχι υπό την σκιά της θεϊκής προέλευσης της δύναμης του πολιτικού κυρίαρχου η οποία άλλοτε προεβάλλετο ως αιτιολογία υποταγής. Η αποσύνδεση της πολιτικής από την υποκειμενική θέαση του κόσμου και η αναγωγή της στο πεδίο των αντικειμενικών αξιών και του ορθού λόγου, σηματοδοτεί μια νέα περίοδο στην πορεία της ανθρωπότητας: την νεωτερική ιστορική περίοδο.
Η νεωτερική δημοκρατία, αποτέλεσμα της ρήξης του νεωτερικού με το παλαιό σηματοδοτεί μια νέα περίοδο όπου η πολιτική δεν λειτουργεί πλέον προνομιακά υπέρ κάποιων αλλά ουδέτερα έναντι όλων. Το σκοπούμενο αποτέλεσμα είναι η δημιουργία ενός πολιτικού πεδίου εφαρμογής των οικουμενικών επαναστατικών αξιών. Υπεύθυνος αυτού του έργου ανακηρύσσεται ο άνθρωπος υπέρ του οποίου λειτουργεί άλλωστε η πολιτική. Ο άνθρωπος νοούμενος ως δρώσα προσωπικότητα και θεωρούμενος κατά τρόπο αντικειμενικό και αποφορτισμένο, είναι το πολιτικό υποκείμενο της δημοκρατίας, η μονάδα εκείνη η οποία έχει αναλάβει τον δημιουργικό, ενεργητικό ρόλο της κατασκευής της ιστορικής πραγματικότητας.
Η προοπτική της δημοκρατίας, στη νεωτερική της διάσταση, είναι η δημιουργία μιας νέας θεώρησης των πραγμάτων, σε τρόπο ώστε η πολιτική να κατανοείται αντικειμενικά, σε συνάρτηση μόνο με τα υπάρχοντα, τα αναμφισβήτητα ιστορικά δεδομένα. Γι αυτό επιβάλλεται η ανάδειξη του απελευθερωμένου από υποκειμενικές ιστορικές φορτίσεις ανθρώπου και δι αυτού η δημιουργία ενός νέου διευρυνόμενου κοινωνικού πεδίου.
Το κοινωνικό πεδίο το οποίο φιλοδοξεί να δημιουργήσει η νεωτερική δημοκρατία είναι το ευρύτερο δυνατό. Και αυτό εφόσον η πολιτική συμμετοχή δεν παραχωρείται υπό προϋποθέσεις αλλά παρέχεται ελεύθερα και οπωσδήποτε ανεξάρτητα απ οποιαδήποτε υποκειμενικά, ποιοτικά χαρακτηριστικά.
- Βλέπε σχετικά in Philippe Beneton: "Introduction a la politique moderne" Hachette, Paris 1987.
- Jean-Francois Revel : « Le regime democratique » Fayard,paris 1992,page 171.
- Ellen Meiksins Wood : « The pristine culture of capitalism » Verso London - New York 1991 page 173.
- Σχετική αναφορά in George Soversen "Democracy and Democratization" Westview Press. Boulder, San Fransisco, Oxford 1993
- Σχετικά με την διαπλοκή των εννοιών: δημοκρατία και ελευθερία in Jean Gicquel: "Droit constitutionnel et institutions politiques". Montchrestien, Paris 1989 page 220.
- Dannielle Archibugi and David Held : « Cosmopolitan democratie ».Polity Press. 1995 pages 13,14.
- Σχετικές απόψεις αναπτύσσονται και in Christine Swanton: "Freedom a coherence theory" Hackett Publishing Company, Inc.1992.
- Αριστοτέλους: «Πολιτικά» .
- Η αρχαία ελληνική σκέψη προβαίνει σε ένα καθαρά ανθρωποκεντρικό εγχείρημα διάκρισης των πολιτευμάτων με αντικείμενο «το καλό της πόλεως» και μέσο έρευνας την εμπειρία του ερευνητή - φιλοσόφου ο οποίος βιώνει την κοινή ζωή. Αυτή η έρευνα καταξιώνεται εφόσον δεν είναι αυτοσκοπός αλλά εργαλείο αναζήτησης και επιστήμη της χρηστής διακυβέρνησης, υπηρέτης της οποίας είναι όχι κάποιος αποστασιοποιημένος επιστήμων αλλά «ο πολίτης-φιλόσοφος»: ο δρων ως υποκείμενο της πολιτικής, ως διαμορφώνων την πολιτική πολίτης, «παραγωγός πολιτικής» άρα, ταυτόχρονα όμως ως στοχαστής, κριτής του δεδομένου πολιτικού προϊόντος,(συμπαραγωγός του οποίου δεν είναι), αλλά και αυτός που προτείνει το δέον.
Ο Philippe Beneton επισημαίνει σχετικά: «οι Έλληνες φιλόσοφοι ανέλυσαν την πραγματικότητα της πολιτικής όχι από την θέση ενός εξωτερικού παρατηρητή αποκομμένου από το γίγνεσθαι, ούτε υπό την ιδιότητα κάποιου προφήτη γνώστη των μελλουμένων αλλά από την θέση του πολίτη και του ενεργού, φωτισμένου πολιτικού.(.) Ως φιλόσοφος, εξετάζει τα παγκόσμια ζητήματα αλλά ως πολίτης προσηλώνεται λιγότερο στην περιγραφή και την ανάλυση της πολιτικής ζωής δίνοντας περισσότερη προσοχή στην αναζήτηση της άριστης πολιτικής, δηλαδή της συμβατής με τη φυσική τάξη των πραγμάτων πολιτικής».
- Σχετικά και in Glenn Tinder: "Political Thinking. The Perennial Questions". Harper Collins College New York 1995 .
- Βλέπε: Αριστοτέλους : «Ηθικά Νικομάχεια».
- Mία σύντομη αλλά αρκετά εύστοχη επισήμανση του γεγονότος ότι η αρχική «ανάγνωση» του πολιτικού ως τέτοιου γίνεται από την διαπλοκή συγκρουσιακών σχέσεων και καταστάσεων, κατ αρχήν «καθαρά κοινωνικών» οι οποίες αποκαλύπτονται άμεσα ως πολιτικές, υποστηρίζεται από τους Patrick Lecompte & Bernard Denni στο έργο τους: «Sociologie du politique". Presses Universitaires de Grenoble. Grenoble 1990 page
- Αριστοτέλους : «Πολιτικά».
- Αριστοτέλους «Ηθικά Νικομάχεια» .
- Σε αυτό το σημείο της σκέψης του Αριστοτέλους οι Jean-Pierre Cot & Jean - Pierre Mounier διαβλέποντας μια ταύτιση του θεσμικού-κρατικού με το πολιτικό στοιχείο, ενίστανται. Πιο συγκεκριμένα εντοπίζουν την απαρχή μιας μακράς σειράς σκέψης που στηρίζεται σε σχέση αναφοράς με το κράτος και την πόλη ως «πρωταρχική κοινωνία που περικλείει όλες τις άλλες». Η σύνδεση της πολιτικής στενά μόνο με το κράτος συρρικνώνει την πολιτική επιστήμη στην «επιφάνεια» του κοινωνικού στοιχείου. Εντούτοις δεν είναι δυνατό να παραβλέψει κανείς την κάθε άλλο παρά μηχανιστική περί πολιτικής αντίληψη του Αριστοτέλους. Η πολιτική εξουσία δεν είναι κατά τον Αριστοτέλη μία απλή διαπλοκή ανθρώπων-θεσμών αλλά πολύ περισσότερο μια θεωρία-πράξη, μια πραγματική αναζήτηση και παρέμβαση. Παρέμβαση του πολίτη που μετέχει, που ακολουθεί «τον αιρετώτατον βίον».
- Ο ανθρωποκεντρισμός διατρέχει όλο το εύρος της σκέψης του Αριστοτέλη, εφόσον δεν θεωρεί τον άνθρωπο παρά ως μέρος της φύσης, πλην όμως κάτοχος της δυνατότητας να ζει μέσα στο σύνολο της φύσης ενώ βιώνει ταυτόχρονα τη δική του φυσική πραγματικότητα.
- H άνοδος της αστικής τάξης στο ιστορικό προσκήνιο - με απαρχή τον δωδέκατο και δέκατο τρίτο αιώνα - θα πρέπει να αναζητηθεί στην μετάλλαξη του κατεστημένου τρόπου παραγωγής και την μετάθεση του κέντρου βάρους της όλης οικονομικής δραστηριότητας στην ανεξάρτητη ιδιοκτησία . Η κοινωνική και οικονομική αυτονόμηση υποδεέστερων τάξεων δημιούργησε μια πραγματικότητα όπου το μεταφυσικό-θεϊκό, (εκπροσωπούμενο από τον κλήρο) και το κατασταλτικό-αμυντικό,(εκπροσωπούμενο από τους κατόχους των όπλων), παύουν να κατέχουν πλέον το λειτουργικό μονοπώλιο του όλου συστήματος. Σχετικά ο Eugen Weber σημειώνει πως η πρόοδος της αστικής τάξης κατέστησε τους πολίτες ελεύθερους, σ ένα πλαίσιο κοινωνικής και οικονομικής εξέλιξης που έδωσε την ιστορική ουσία της περιόδου της αναγέννησης αλλά και στην συνέχεια του σύγχρονου κόσμου.
- Η «καταγωγή» της οικονομικής ελευθερίας συναρτάται με τη συνειδητοποίηση της ανάγκης του επιχειρείν με όποιους κινδύνους, για τον επιχειρηματία, αυτό συνεπάγεται και την διαμόρφωση ενός νέου τρόπου στάσης ζωής και κοινωνικής συμπεριφοράς: του «ατομικισμού». Μιας ωθητήριας των πραγμάτων ιδεολογίας η οποία θεωρεί το άτομο-μονάδα ως τον παραγωγό-δημιουργό του «ιστορικοκοινωνικού είναι»
- Η αναγόρευση του «ατόμου-μονάδα» - σύμφωνα με την θεωρία του ατομικισμού ως το πρωτογενές κοινωνικό στοιχείο που υπεύθυνα παράγει για τον εαυτό τους και «εξ αντανακλάσεως» για το «όλο», δημιουργεί την «κοινωνία της διαφθοράς». Ενός δηλαδή τύπου κοινωνίας η οποία προοδεύει βασιζόμενη στο δικαίωμα των συμμετόχων να είναι διαφορετικοί. Απ αυτή την αντίληψη παράγεται το πλουραλιστικό πολιτικό πρότυπο, η φιλελεύθερη κοινωνία της ελεύθερης ανταλλαγής, του ελεύθερου εμπορίου, της ιδιοκτησίας. Η βασισμένη στην οικονομική ανταλλαγή των προϊόντων μιας ιδιαίτερης, ανθρώπινης δραστηριότητας, αυτής του «επιχειρείν» και του «κατέχειν».
- H πραγμάτωση του «ανθρώπινου είναι» στον χώρο των δυτικών κοινωνιών τείνει - σύμφωνα με την κυρίαρχη αστική ιδεολογία και στάση ζωής - να απεξαρτάται από συνειδησιακές παραμέτρους και να εξαρτάται μόνον από την γενική αρχή περί «χρηστού πολίτη». Όσον αφορά ιδιαίτερα την πολιτική η φιλελεύθερη αστική διανόηση αιτιολογεί, κρίνει και αποτιμά το πολιτικό στοιχείο «ως τέτοιο», ως «καθαρό προϊόν» απεξαρτημένο - κατά το δυνατόν - από προκαταλήψεις και φορτίσεις κάθε είδους που αφορούν το ενδότερο, το «προσωπικής δικαιοδοσίας» ανθρώπινο είναι.
Δεν είναι άλλωστε τυχαίο το γεγονός πως η αφετηρία της σύγκρουσης αστών και μοναρχίας είχε ως αντικείμενο την αμφισβήτηση της «ελέω Θεού» μοναρχικής δύναμης»
- John Dynn : « Western political theory in the face of the future « Cambridge University Press. 1979 .