Δημοκρατικό Κέντρο: Όχι ξανά Το Σύνδρομο της Κατοχής

Κώστας Σοφούλης 23 Ιουν 2016

Ένα μεγάλο μέρος της ευθύνης για τον εμφύλιο διχασμό, πάνω στον οποίο παρασιτεί μέχρι και σήμερα η κομμουνιστογενής αριστερά, πέφτει στους ώμους των κομμάτων του Κέντρου και της σοσιαλδημοκρατίας της εποχής εκείνης που, πολυδιασπασμένα και απροετοίμαστα, δεν πήραν εξ αρχής ξεκάθαρη θέση απέναντι στο τεράστιο θέμα της αντίστασης στις δυνάμεις κατοχής και τους ντόπιους συνεργάτες τους. Με την απουσία ξεκάθαρης πρότασης άφησαν την πρωτοβουλία στο ΚΚΕ να αναλάβει πρωταγωνιστικό ρόλο. Και εκείνο νόθευσε ανενδοίαστα την ατζέντα της αντίστασης με τις, κεκαλυμμένες στην αρχή και φανερές στη συνέχεια, πολιτικές και ιδεολογικές επιδιώξεις του. Η δύναμη που του έδωσε η πρωτοβουλία του επέτρεψε ακόμη και την ατιμωρητί κυνική φυσική εξόντωση άλλων αντιστασιακών οργανώσεων που δεν ήταν υπό τον έλεγχό του. Από την άλλη, οι σποραδικές και ασύνδετες πρωτοβουλίες που αναλήφθηκαν από οπλαρχηγούς εκτός ΚΚΕ καθώς και η ανόητη υποταγή των σοσιαλδημοκρατών στο απατηλό καθεστώς της Κυβέρνησης του Βουνού επέτειναν τη σύγχυση και ενίσχυσαν την κομμουνιστική δυναμική που ήξερε να πλασάρει την πολιτική του με εύπεπτα και απλοϊκά συνθήματα προς τον ταλαιπωρημένο Λαό. Η κατάληξη είναι γνωστή.

Σήμερα, βέβαια, δεν έχουμε κατοχή – ακόμη- αλλά έχουμε αντικείμενο αντίστασης για την υπεράσπιση  της αστικής δημοκρατίας. Κάτω από την φαινομενική αδεξιότητα με την οποία διαχειρίζεται ο ΣΥΡΙΖΑ την μεταστροφή του προς το ευρωπαϊκό κεκτημένο και το καθεστώς συνεργασίας με τους εταίρους μας, λειτουργούν καλά συντονισμένες διαδικασίες μετάλλαξης της ηγεμονεύουσας ιδεολογίας και βασικών τομέων της λειτουργίας του καθεστώτος της ανοικτής κοινωνίας και της αστικής κοινοβουλευτικής δημοκρατίας. Πολλές από τις αντιφάσεις υπουργών, κομματικών οργάνων και ποικιλώνυμων στελεχών προς την φαινομενική κυβερνητική γραμμή δεν είναι ενδείξεις πολυγνωμίας, αλλά απλώς εκφράσεις πραγματικών προθέσεων που ξεπετιούνται σαν λαγοί για να δοκιμάσουν, αφενός, την κοινή γνώμη και τα αντανακλαστικά των δημοκρατικών κομμάτων, και αφετέρου για να δημιουργήσουν το άλλοθι «εμείς τα είπαμε και δεν τα κρύψαμε» όταν έλθει η ώρα να επικαλεστεί ο ΣΥΡΙΖΑ τον Λαό ως στήριγμά του για αλλαγές που, καθυστερημένα,  θα εκπλήξουν πολλούς. Αυτά που συζητιόνται στις κλειστές συνεδριάσεις των κομματικών οργάνων, αλλά και στις αθώες κουβεντούλες των κομματικών στελεχών με διαμαρτυρόμενους οπαδούς τους,  δεν έχουν σχεδόν καμία σχέση με όσα εμφανίζει ο ίδιος πρωθυπουργός στις επίσημες δηλώσεις του ως πολιτική της κυβέρνησης. Στο εσωτερικό των κομματικών οργανώσεων η ατμόσφαιρα είναι περίπου συνωμοτική. Το δόγμα που διακινείται είναι ότι «μη κοιτάζετε τι κάνει η κυβέρνηση κάτω από την πίεση των μνημονίων, την πραγματική πολιτική μας θα την δείξουμε όταν λυθούν τα χέρια μας». Μια πολιτική που δεν διατυπώνεται ξεκάθαρα και ολοκληρωμένα, αλλά υποδηλώνεται τόσο με τα σύμβολα που είναι πλέον κρεμασμένα στα επίσημα κυβερνητικά γραφεία, όσο και με τους χρησμούς που εξαπολύει κατά διαστήματα ο ενεργός πυρήνας του κόμματος, δηλαδή η Ομάδα των 53 που όλοι έχουν παραδεχτεί ως φύλακα της ιδεολογικής καθαρότητας.

Στην απέναντι όχθη, στην όχθη του δημοκρατικού κέντρου και της σοσιαλδημοκρατίας, ο χώρος παραμένει πεισματικά εκτός ουσιαστικής πολιτικής ατζέντας. Εκεί όλοι ασχολούνται με παιχνίδια ηγεσίας που  παίρνουν τη μορφή κινήσεων ενοποίησης χωρίς τελειωμό.  Το κυρίαρχο πολιτικό σύνθημα εδώ είναι το θολό, ότι «εμείς θα τα κάναμε καλλίτερα», χωρίς πειστική περιγραφή του «τι θα κάναμε καλλίτερα και πώς θα το κάναμε». Το αποτέλεσμα είναι να αλωνίζει με την δική του σημαία ο κομμουνιστογενής ΣΥΡΙΖΑ στο πεδίο των κοινωνικών και πολιτικών αλλαγών που κατ’ ανάγκη έχει εγγράψει στην πολιτική ατζέντα η χρεοκοπία και η διαχείριση της μετά την χρεωκοπία κατάστασης της χώρας. Γιατί είναι βέβαιο ότι τέτοιες μικρο-επαναστατικές αλλαγές επιβάλλει μια ριζική αντιπαράθεση με το «σύστημα» που έφερε την κρίση και το βάλτωμα.  Εκεί διακυβεύεται η πραγματική «επανάσταση» που έχει ανάγκη ο τόπος για να ξεκολλήσει από τα βαλτόνερα όπου τον έχει ρίξει η κρίση.  Το «σύνδρομο της κατοχής» σήμερα είναι ακριβώς εδώ. Και αυτή τη φορά το σύνδρομο παίρνει ήδη τη μορφή πόλωσης Δεξιάς – Αριστεράς, με την δημοκρατική Κεντροαριστερά να στέκεται επί του παρόντος αμήχανη στο περιθώριο.

Τι πρέπει να κάνει η Κεντροαριστερά για να μη βρεθεί για μια ακόμη φορά θύμα αυτού που ονομάσαμε «σύνδρομο της κατοχής»; Σε αυτό το επίκαιρο «Τι να κάνουμε» ήδη έχει επωασθεί μια σαφής και ευνόητη απάντηση:

Πρώτον, να συγκροτηθεί επί τέλους νέος πολιτικός φορέας που θα εκφράσει οργανικά όλες τις συνιστώσες ομαδοποιήσεις του χώρου. Να εκφράσει την παράταξη σήμερα και όχι τις αναμνήσεις κάποιων εκφράσεων του παρελθόντος.

Δεύτερο, να διατυπωθεί ένα ολοκληρωμένο πολιτικό πρόγραμμα που να μη είναι απλώς κατάλογος που απαντά με την ίδια γλώσσα στα όσα ισχυρίζεται ότι επιδιώκει πολιτικά η κυβέρνηση. Πρέπει να ξεκαθαρίζει με αίσθημα «ιδιοκτησίας» το πολιτικό πρόγραμμα της σοσιαλδημοκρατίας σε βάθος χρόνου. Το πρόγραμμα πρέπει ξεκάθαρα να έχει χαρακτήρα οράματος για τη χώρα, τον Λαό και την Κοινωνία μας στην εποχή της Παγκοσμιοποίησης.

Τρίτο, να ξεκαθαρίζει την ευρωπαϊκή προοπτική της παράταξης, όχι πλέον σαν μίζερη κριτική και επαμφοτερίζουσα θέση απέναντι σε μια ΕΕ που πράγματι αντιμετωπίζει την πρώτη σοβαρή υπαρξιακή της κρίση. Η θέση της σοσιαλδημοκρατίας είναι ότι υποστηρίζει το βάθεμα των ενωσιακών διεργασιών και, γιατί, όχι την φεντεραλιστική προοπτική που πρακτικά είναι ό μόνος τρόπος για να συγκροτηθεί η ΕΕ πάνω σε ώριμες πια αναδιανεμητικές βάσεις. Μόνο αυτή η προοπτική μπορεί να σταματήσει την μαύρη προπαγάνδα της δήθεν αναπόδραστης αντίθεσης Βορρά-Νότου. Το ιστορικό παράδειγμα των ΗΠΑ δεν πρέπει πλέον να το φοβόμαστε ως παράδειγμα προς μίμηση προφανώς με μια εκσυγχρονισμένη μορφή.

Τέταρτο, τέλος, και για να καλυφθούν εντίμως και ξεκάθαρα οι ανάγκες της πολιτικής συγκυρίας, η συγκροτημένη παράταξη πρέπει να πάρει θέση απέναντι σε μια προς μία τις προβλέψεις των συμφωνιών, συμπεριλαμβανομένων φυσικά των «προαπαιτούμενων» αντί να ψαρεύει στα θολά νερά των γενικολογιών και τακτικισμών. Όπου διαφωνεί, πρέπει ξεκάθαρα να αναλύσει το γιατί, αλλά και το αντιπροτείνει.

Πέρα από την αυτονόητη σημασία των παραπάνω θέσεων, η εφαρμογή ενός τέτοιου προγράμματος θα είναι ταυτόχρονα και μια παρήγορη αναβάπτιση του πολιτικού λόγου στην ευθύτητα, την παρρησία και την απροσποίητη αλήθεια. ‘Ένα τέτοιο πολιτικό λόγο τον έχει ανάγκη η κοινωνία μας και ως ατμόσφαιρα μέσα στην οποία μπορεί να αναγεννηθεί η πίστη της σε θεμελιώδεις πολιτικές αξίες και σε μια εθνική προοπτική με ελπίδα.