Όλοι, πολιτικοί και πολίτες, επικαλούνται την δημοκρατία και ομνύουν σε αυτήν στις χώρες, στις οποίες θεωρητικά οι θεσμοί λειτουργούν σύμφωνα με τους κανόνες, που την διέπουν.
Εκείνο, που δεν αντιλαμβάνονται, είναι, ότι η δημοκρατία έχει μπει σε τροχιά συρρίκνωσης, με αποτέλεσμα να προσλαμβάνουν οι κοινωνίες χαρακτηριστικά υψηλής διακινδύνευσης σε σχέση με την έκφραση της ελεύθερης βούλησης των πολιτών και την έμμεση συμμετοχή της κοινωνικής πλειοψηφίας στην λήψη δεσμευτικών αποφάσεων για το μέλλον τους στο επίπεδο της νομοθετικής (Βουλή) και της εκτελεστικής (κυβέρνηση) εξουσίας.
Πολύ χαρακτηριστική για την συρρίκνωση της δημοκρατίας σε θεσμικό επίπεδο είναι η ανάλυση, που κάνει ο Pierre Rosanvallon στο βιβλίο του Le bon Gouvernement, Paris, 2015, η οποία επικεντρώνεται στην μετατόπιση της πολιτικής δύναμης στην εκτελεστική εξουσία στις σύγχρονες δημοκρατίες. Η εκτελεστική εξουσία, δηλαδή η κυβέρνηση, κατευθύνει την νομοθετική (κοινοβούλιο).
Υποτίθεται, ότι οι πολίτες εμμέσως συμμετέχουν με τους εκπροσώπους τους στο κοινοβούλιο μέσω των κανόνων, που εγκρίνει η νομοθετική εξουσία, η οποία εκφράζει την κοινωνική πλειοψηφία. Στην πράξη όμως η εκτελεστική (κυβέρνηση) κατευθύνει την νομοθετική.
Τα παραδείγματα δυστυχώς είναι πολλά. Στην Ευρωπαϊκή Ένωση το Ευρωκοινοβούλιο ουσιαστικά έχει νομιμοποιητικό ρόλο σε σχέση με τις αποφάσεις, που παίρνουν ως θεσμικό όργανο οι κυβερνήσεις των κρατών-μελών στις συνόδους των πρωθυπουργών.
Στην Ελλάδα η κυβέρνηση αποφασίζει και οι βουλευτές της κυβερνητικής πλειοψηφίας εγκρίνουν τις αποφάσεις (πολλές φορές δεν γνωρίζουν τι ψηφίζουν και κυρίως τι επιπτώσεις θα υπάρξουν στο μέλλον), ενώ οι βουλευτές της αντιπολίτευσης τις καταψηφίζουν. Διάλογος, αναλυτικός και ουσιαστικός, σε σχέση με το περιεχόμενο της νομοθέτησης δεν γίνεται. Το μόνο που κάνουν, είναι να αλληλοκατηγορούνται με χαρακτηρισμούς, όπως ανίκανοι, άσχετοι και υπηρέτες ξένων συμφερόντων.
Γι’ αυτό και ουδείς ευαισθητοποιείται από την συνεχώς αυξανόμενη αποστασιοποίηση των πολιτών από την πολιτική και την μείωση αυτών, που ασκούν το εκλογικό τους δικαίωμα.
Χαίρονται για την «εκλογική νίκη» και την ανάληψη της διαχείρισης της κυβερνητικής εξουσίας,αν και επί του συνόλου αυτών, που έχουν δικαίωμα ψήφου, μόνο ένα μικρό ποσοστό επιλέγει τους μετεκλογικούς διαχειριστές της εξουσίας, το οποίο μάλιστα εκφράζει μια κοινωνική μειοψηφία.
Εξάλλου η πλειοψηφία των κομμάτων και ιδιαιτέρως αυτά, που διεκδικούν την ανάληψη της ευθύνης συγκρότησης κυβέρνησης, χρησιμοποιούν το εκλογικό σύστημα για την διαμόρφωση πλειοψηφιών ως προς τον αριθμό των βουλευτικών εδρών, οι οποίες δεν αντιστοιχούν στο ποσοστό των ψήφων, που έλαβαν.
Και όλα αυτά στο όνομα της κυβερνησιμότητας της χώρας, επειδή δεν είναι σε θέση να κάνουν διάλογο και να επιδιώξουν συναινέσεις, ώστε να εκφράζεται η κοινωνική πλειοψηφία στο επίπεδο λήψης αποφάσεων.
Δεν είναι όμως μόνο η Ελλάδα και η Ευρωπαϊκή Ένωση τα μοναδικά παραδείγματα. Αρκεί να αναφερθεί η περίπτωση της Τουρκίας και του προέδρου Recep Tayyip Erdogan, ο οποίος ουσιαστικά έχει καταργήσει το κοινοβούλιο της χώρας του.
Ακόμη πιο ανησυχητικό είναι, ότι πολλοί, από όσους γεννήθηκαν στις 10ετίες του 1970 και 1980, δεν πιστεύουν στην χρησιμότητα της δημοκρατίας. Αυτό ισχύει σε αρκετές χώρες σύμφωνα με έρευνα, που πραγματοποίησαν επιστήμονες των πανεπιστημίων του Harvard και της Melbourne (Yascha Mounk και Roberto Stefan Foa) και την παρουσίασαν οι New York Times. Τον Ιανουάριο του 2017 θα παρουσιασθεί και στο Journal of Democracy.
Στις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής, στη Μεγάλη Βρετανία και στη Νέα Ζηλανδία μόνο κάθε τέταρτος, όσων γεννήθηκαν στην 10ετία του 1980, θεωρεί απαραίτητη την δημοκρατία στη ζωή του. Αντιθέτως όσοι γεννήθηκαν στις 10ετίες του 1930 και 1940 θεωρούν την δημοκρατία απαραίτητη σε πολύ υψηλότερο ποσοστό. Συγκεκριμένα στις ΗΠΑ 75%, στη Νέα Ζηλανδία 60% και στην Μεγάλη Βρετανία λίγο πάνω από το 50%.
Οι ερευνητές μάλιστα προειδοποιούν, ότι στο μέλλον θα μπορούσε να μειωθεί ο αριθμός των δημοκρατικών μορφών διακυβέρνησης. Αυτοί οι φόβοι ενισχύονται, αν λάβουμε υπόψη, ότι στις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής μόνο 1 στους 5 νέους θεωρεί παράνομες τις στρατιωτικές επεμβάσεις, ενώ στις μεγαλύτερες ηλικίες το ποσοστό είναι 43%.
Στην Ευρώπη η κατάσταση είναι ελαφρώς καλύτερη, αφού το 36%, όσων γεννήθηκαν από το 1980 έως το 1999, θεωρούν παράνομες τις στρατιωτικές επεμβάσεις.
Επίσης η συρρίκνωση της δημοκρατίας είναι αποτέλεσμα συγκεκριμένων ανισορροπιών σε εθνικό και πλανητικό επίπεδο.
Σημαντικό ρόλο παίζει η δυναμική της παγκοσμιοποίησης σε συνδυασμό με την αδυναμία του πολιτικού συστήματος να λειτουργήσει ρυθμιστικά σε πλανητικό επίπεδο και την σταδιακή υποκατάσταση των πολιτισμικών αξιών των επιμέρους κοινωνιών από το αξιακό δίδυμο του νεοφιλελευθερισμού, δηλαδή την κατανάλωση και τον ακραίο ανταγωνισμό ως κορύφωση του ατομικισμού, με στόχο την ευμάρεια, χωρίς ηθικούς φραγμούς και κοινωνικά χαρακτηριστικά στην διαχείριση της πραγματικότητας.
Γι’ αυτό διαμορφώνεται δύσκολα κοινωνική συνείδηση. Κυριαρχεί το ατομικό συμφέρον, ενώ το κοινωνικό υφίσταται κυρίως σε λεκτικό επίπεδο.Σε πραγματικό σταδιακά συρρικνώνεται, εάν στο παρελθόν είχε αποκτήσει δομικό χαρακτήρα. Πολύ καλό παράδειγμα είναι το κοινωνικό κράτος, το οποίο τώρα συνεχώς μειώνει τις παροχές του στους πολίτες, π.χ. το σύστημα υγείας. Και αυτό δεν συμβαίνει μόνο σε χώρες, που αντιμετωπίζουν οικονομική κρίση, όπως η Ελλάδα, αλλά και σε ισχυρές οικονομικά χώρες, όπως είναι η Γερμανία. Σταδιακά το σύστημα ιδιωτικοποιείται.
Με αυτά τα δεδομένα δεν είναι εφικτή η ευδοκίμηση του δημοκρατικού διαλόγου για την αναζήτηση και έκφραση του κοινωνικού συμφέροντος και αρχών, οι οποίες βασίζονται στην κοινωνική δικαιοσύνη. Ιδιαιτέρως μάλιστα όταν οι κυβερνήσεις δεν μπορούν να ρυθμίσουν τις εξελίξεις λόγω της ελεύθερης διακίνησης κεφαλαίων και εργασίας, ώστε ο παραγόμενος πλούτος να αξιοποιείται για την ευημερία όλων των πολιτών με κοινωνική δικαιοσύνη, τότε οι δημοκρατικοί κανόνες χάνουν την αξιοπιστία τους στη συνείδηση των πολιτών.
Το ατομικό συμφέρον προωθείται και επιβάλλεται πολύ καλύτερα, όταν δεν υπάρχει κοινωνικός έλεγχος στο πλαίσιο του δημοκρατικού διαλόγου. Αυτό βιώνουν οι πολίτες και ιδιαίτερα οι νέοι, όταν οι αγορές επιβάλλουν την βούληση τους σε κυβερνήσεις και γίνονται αφετηρίες για την φτωχοποίηση των κοινωνιών, χωρίς να λαμβάνουν υπόψη τις όποιες κοινωνικές αξίες λειτουργούν ακόμη και συγκρατούν την συνοχή σε τοπικό επίπεδο.
Οι δημοκρατικές ευαισθησίες στους φτωχοποιημένους πολίτες φθίνουν, όταν αναγκάζονται να αναζητούν την καθημερινή τους διατροφή στα συσσίτια των δήμων ή της εκκλησίας.
Βέβαια υπάρχει και η δυνατότητα της μετανάστευσης και αναζήτησης καλύτερων συνθηκών ζωής, όπως γίνεται αυτή την περίοδο της κρίσης στην Ελλάδα με την φυγή των νέων σε άλλες χώρες, η οποία όμως έχει ως αποτέλεσμα την κοινωνική γήρανση και αρνητικές επιπτώσεις στην προοπτική οικονομικής ανάκαμψης λόγω έλλειψης ανθρώπινου κεφάλαιου με υψηλό επίπεδο εκπαίδευσης.
Σε κάθε περίπτωση οι πολίτες βιώνουν την σκληρότητα της πολιτικής ανεπάρκειας, όταν το πολιτικό σύστημα δεν είναι σε θέση να διασφαλίσει τον ρυθμιστικό χαρακτήρα της πολιτικής με στόχο την ευημερία των κοινωνιών και όχι των αγορών, οι οποίες κινούνται σε πλανητικό επίπεδο.
Με αυτό τον τρόπο η παγκοσμιοποίηση προκαλεί φόβο και ανασφάλεια με αποτέλεσμα την στροφή στον εθνικισμό και τον δεξιό λαϊκισμό. Αυτό προκύπτει σύμφωνα με τα ευρήματα έρευνας, που πραγματοποιήθηκε από το Ίδρυμα Bertelsmann σε ευρωπαϊκό επίπεδο, στο πλαίσιο της οποίας το 78% των πολιτών, που ψηφίζουν το γερμανικό κόμμα AfD (Alternative fur Deutschland), φοβούνται την παγκοσμιοποίηση.
Για τον ίδιο λόγο στη Γαλλία το 76% των ψηφοφόρων του κόμματος Front National της Marine Lepen επέλεξαν τον εθνικισμό, ενώ το ποσοστό σε σχέση με τους ψηφοφόρους του αυστριακού ακροδεξιού κόμματος FPO είναι 69%.
Ενδιαφέρον έχουν και τα στοιχεία σε σχέση με την δημοκρατία και τους πολιτικούς σε συνδυασμό με την παγκοσμιοποίηση. Όσοι φοβούνται την παγκοσμιοποίηση σε ευρωπαϊκό επίπεδο, είναι ικανοποιημένοι από τους πολιτικούς σε ποσοστό 9%. Το ποσοστό ανεβαίνει στο 20%, σε όσους είναι υπέρ της παγκοσμιοποίησης.
Επίσης όσοι φοβούνται την παγκοσμιοποίηση, είναι ικανοποιημένοι με την δημοκρατία σε ποσοστό 38%, ενώ σε αυτούς, που είναι υπέρ της παγκοσμιοποίησης το αντίστοιχο ποσοστό είναι 53%.
Τέλος οι πιο απαισιόδοξοι σε σχέση με την παγκοσμιοποίηση είναι οι Αυστριακοί (55%) και οι Γάλλοι (54%).
Η έρευνα πραγματοποιήθηκε τον Αύγουστο του 2016 σε αντιπροσωπευτικό δείγμα 14.936 ανθρώπων σε ευρωπαϊκό επίπεδο, το δε βασικό ερώτημα ήταν, εάν οι πολίτες βλέπουν την παγκοσμιοποίηση ως απειλή ή ως ευκαιρία.
Τέλος αρκετά σημαντικός ως γενεσιουργός αιτία της δημοκρατικής συρρίκνωσης είναι και ο ρόλος της δημοσιότητας και τα εκφυλιστικά φαινόμενα, τα οποία την χαρακτηρίζουν από την στιγμή, που τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης αναλαμβάνουν την προώθηση πολιτικών (και όχι μόνο), συμφερόντων και το πολίτευμα μετατρέπεται σε δημοκρατία των μίντια.
Προς το παρόν κυρίαρχο μέσο είναι η τηλεόραση. Ακολουθούν το ραδιόφωνο και οι εφημερίδες και στο τέλος είναι τα κοινωνικά μέσα δικτύωσης και κυρίως το Facebook.
Ανεξάρτητα όμως από αυτό μεγάλη σημασία έχει ο χειρισμός της πληροφορίας και η στόχευση της ενημέρωσης. Δυστυχώς σε πολλές περιπτώσεις επιδιώκεται η άσκηση πολιτικής επιρροής και όχι η δημιουργία των προϋποθέσεων από την πλευρά της ενημέρωσης για την διαμόρφωση αντικειμενικής άποψης και κατ’ επέκταση ελεύθερης βούλησης στους πολίτες, η οποία θα εκφρασθεί πολιτικά με δημοκρατικό τρόπο.
Πολύ χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η χρησιμοποίηση της ενημέρωσης κατά την διάρκεια της προεκλογικής περιόδου στις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής για την προώθηση της εκλογής του Donald Trump από αμερικανικά ΜΜΕ, όπως είναι το Fox News, ακόμη και με αναληθείς πληροφορίες. Συγκεκριμένα διέδιδαν, ότι ο Πάπας Φραγκίσκος στήριζε την εκλογή του Trump. Ανάλογες πρακτικές βέβαια ακολουθούνται και σε άλλες χώρες με στόχο την επίτευξη βραχυπρόθεσμων πολιτικών στόχων.
Μακροπρόθεσμα όμως βλάπτεται η δημοκρατία και αποδυναμώνεται η κοινωνική συνοχή, ενώ οι πολίτες αποστασιοποιούνται από την πολιτική, η οποία σταδιακά χάνει την κοινωνική νομιμοποίηση. Στην Ελλάδα, για παράδειγμα, το 52%, δημαδή ένας στους δύο πολίτες, δηλώνει, ότι ούτε κυβέρνηση Νέας Δημοκρατίας ούτε ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ το ικανοποιούν (πανελλαδική έρευνα της Public Issue σε δείγμα 1.005 ατόμων, το χρονικό διάστημα 18-25 Νοεμβρίου 2016).
Αυτό υποδηλώνει, ότι τα κόμματα δεν θεωρούνται ικανά να βγάλουν την χώρα από την αδιέξοδη πορεία, στην οποία τα ίδια την οδήγησαν με τις αποφάσεις τους. Ο κίνδυνος να γενικευθεί η αρνητική εκτίμηση για τα κόμματα και να επεκταθεί στο δημοκρατικό πολίτευμα είναι μεγάλος, διότι η ελεύθερη βούληση των πολιτών διαμορφώνεται με βάση το συναίσθημα και όχι τον ορθολογισμό, την αντικειμενική ενημέρωση και την γνώση των επιπτώσεων των πολιτικών τους επιλογών.