Δημοκρατική και θεσμική ανοχή

Λυκούργος Λιαρόπουλος 28 Αυγ 2017

Υπάρχουν κοινοτυπίες, άδειες κουβέντες, μισές αλήθειες που, όμως, αναφέρονται και σε έννοιες σημαντικές και σεβαστές, όπως, για παράδειγμα, η Δημοκρατία. Ένας από τους συνηθισμένους «μπακαλιάρους» που συχνά αναφέρεται είναι και το «Στη Δημοκρατία δεν υπάρχουν αδιέξοδα». Δεν ξέρω ποιος, Έλληνας μάλλον, την εισήγαγε πρώτος στο δημόσιο λόγο, αλλά έχει κάνει …ζημιά. Υποθέτω πως στηρίζεται στην ταύτιση της «διεξόδου» με τις Εκλογές. Και όμως, σε 4 χρόνια θαυμάσια μπορεί μία μάζωξη ηλιθίων που παριστάνει ένα κόμμα να εκλεγεί και μετά να καταστρέψει τη χώρα. Όσοι δεν το πιστεύετε, σκεφθείτε ξανά.

Πολλές φορές οι κουβέντες λέγονται όχι τυχαία αλλά σκόπιμα. Στην περίπτωση της Ελλάδας του 2017 η ανοχή που επιδεικνύεται δεν είναι τυχαία αλλά θεσμική, στηριγμένη σε στέρεα βάση, το συμφέρον. Οι κοινωνικοί, πολιτικοί και οικονομικοί φορείς είναι «εκπαιδευμένοι» στη γρήγορη προσαρμογή στις καταστάσεις και βρίσκουν τρόπους να ευημερούν, ακόμη και όταν η υπόλοιπη κοινωνία δυστυχεί. Για παράδειγμα, οι επιχειρηματίες του Τουρισμού, δεν έχουν λόγο να νοιάζονται, για την ποιότητα της διακυβέρνησης, αφού οι πελάτες τους είναι … ξένοι. Και αν οι Έλληνες δεν μπορούν να πλησιάσουν τα ξενοδοχεία λόγω φτώχειας, θα είναι ακόμη πιο «βολικοί» ως … «εργαζόμενοι».

Όταν μία Κοινωνία υφίσταται τα επίχειρα μίας καταστρεπτικής διακυβέρνησης, οι επιλογές της δεν είναι πολλές και ποτέ εύκολες και ευχάριστες. Η Κοινωνία υποτίθεται πως διαθέτει «εργαλεία έκφρασης» που μπορούν να την εκπροσωπήσουν πριν αναγκασθεί να «κατέβει στους δρόμους». Αυτοί είναι οι Θεσμοί και οι Φορείς από τους κεντρικούς όπως η Εκκλησία και η Δικαιοσύνη, στους συνδικαλιστικούς, επαγγελματικούς, επιστημονικούς κλπ.

Θεσμοί και Φορείς αποτελούν πεδία έκφρασης των συμφερόντων της κοινωνίας σε όλες τις πτυχές αυτού που ονομάζουμε «κοινωνική ευημερία». Όταν, όμως, και αν κληθούν να παίξουν το ρόλο «ιμάντα μεταφοράς» των απόψεων της Κοινωνίας για τη διακυβέρνηση αποκαλύπτονται τα δομικά λάθη κατασκευής τους. Θεσμοί και Φορείς «κατασκευάζονται» με βάση το Σύνταγμα αλλά και τους νόμους που ψηφίζει η Βουλή. Συχνά στηρίζονται στην ψήφο των «υποκειμένων», όπως, ας πούμε, στα Επαγγελματικά Επιμελητήρια, ή τα Συνδικαλιστικά Σωματεία. Πάντα, όμως, το συμφέρον τους ταυτίζεται με την Εξουσία και ο εγκυρότερος φορέας εξουσίας είναι πάντα η Κυβέρνηση που ορίζει και την, υποτίθεται,  ανεξάρτητη, Δικαστική Εξουσία.

Στην περίπτωση μίας παντελώς άχρηστης, ανίκανης και ίσως διεφθαρμένης Κυβέρνησης, ο φυσικός ρόλος Θεσμών και Φορέων θα έπρεπε να είναι αντίδραση με κάθε τρόπο. Αν όμως, τα συμφέροντα των εκφραστών τους, που πάντα είναι … άνθρωποι, έχουν προφτάσει να οσμωθούν με αυτά της Κυβέρνησης, σοβαρή αντίδραση δεν πρόκειται να υπάρξει. Δεν μπορεί κανείς, για παράδειγμα, να περιμένει αντικυβερνητική στάση από την … Ένωση Πρατηριούχων Καυσίμων, όταν ο μηχανισμός εντοπισμού του λαθρεμπορίου σκόπιμα, με κυβερνητική ευθύνη, δεν εγκαθίσταται τρία χρόνια μετά τη νομοθέτηση. Οι φορείς των εκπαιδευτικών και οι δημόσιοι υπάλληλοι, δεν θα στηρίξουν την «Αξιολόγηση» αν πρόκειται να «χάσει» έστω και ένα μέλος τους.

Αυτά, λοιπόν, είναι τα αδιέξοδα της Δημοκρατίας. Η έλλειψη ή δυσλειτουργία  των Θεσμών που θα την προστατεύσουν και των Φορέων που τη «λειτουργούν» βρίσκεται  στη «μήτρα» του προβλήματος, την ίδια τη Δημοκρατία, και στο πρόβλημα των συστατικών στοιχείων του όρου Δημοκρατία. Ο «Δήμος», δηλαδή η ποιότητα των πολιτών που την συνιστούν και το «Κράτος», δηλαδή η δύναμη που θέλουν να έχουν οι ίδιοι οι πολίτες. Στο τέλος, δηλαδή, το πρόβλημα βρίσκεται σε κάθε έναν από εμάς. Το ερώτημα είναι πόσο «άξιοι» είμαστε να κατευθύνουμε τη ζωή μας και πόσο είμαστε διατεθειμένοι να αγωνιστούμε γι’ αυτό. Ο κάθε ένας μας είναι «το πρόβλημα» αλλά και η «λύση» του.