Σημειώσεις για την όραση της δημοκρατίας, 3.
Άραγε στην Ελλάδα θα γίνουν ξανά βουλευτικές εκλογές, ελεύθερες χωρίς δημοψηφισματικά ή ψευδοπολιτειακά χωρίσματα για τους ψηφοφόρους; Τείνοντας το αυτί μου στους έγκριτους ομοϊδεάτες μου: «εν πάση περιπτώσει», ναι.
Έλα όμως που το νεολα?στικό μου μνημονικό και τα σχετικά βιώματά μου πανταχόθεν συνηγορούν για τον υφιστάμενο βολονταρισμό, τη σχετικοποίηση της ανθρωπινότητας και την υποτίμηση της δημοκρατίας από τον πρωθυπουργικό όμιλο («των Ελλήνων οι παρέες»). Πώς λοιπόν «εν πάση περιπτώσει»;
Η αδιαμφισβήτητη ισχύ της κατάφασης που μόλις πιο πάνω προφέραμε διέρχεται από τη δική μας στάση, την ατομική και αυτήν ως πολιτών: να συμμαχήσουμε πρακτικά και έμπρακτα, συνολικά και κατά περίπτωση, ενάντια στις συλλογικότητες-αντίδραση, στους γαλαζοαίματους του ιδιότυπου φεουδαλισμού της τωρινής Ελλάδας, στα συμφέροντά τους και στην καταβύθιση των δημοκρατικών θεσμών. Έτσι μόνο θα στερήσουμε από τον/την εκάστοτε αρχηγό του μέλανα κύκλου, Τσίπρα, Κωνσταντοπούλου, Καμμένο, Κασιδιάρη κ.τ.τ., το πεδίο δράσης, που θα τον/την έβαζε σε ιδεοληπτικό πειρασμό να φέρει σε πέρας τη φαντασιακή αποστολή, να επιχειρήσει μια 4η Αυγούστου, μια 18η Μπρυμαίρ (κυρίως τη δεκεμβριανή λουδοβίκεια φάρσα) ή να κηρύξει τον «τρίτο γύρο».
Τονίζω με κάθε έμφαση την τελευταία πτυχή, αυτή της μαζικής πολιτικής ενεργοποίησης, μια και αδυνατώ να πειστώ από τη συμπεριφορά των επίσημων έως τώρα κοινοβουλευτικών φορέων πολιτικής διεκδίκησης/στήριξης του αστικού εκδημοκρατισμού. Το καλοκαίρι του 2015 σύρθηκαν στη συνθηματολογία και στο σχεδιασμό του πρωθυπουργού και με τη συμμετοχή τους στις κοινοβουλευτικές διαδικασίες τα κόμματά μας ενέδωσαν στη «νομιμοποίηση» του δημοψηφίσματος, με άλλα λόγια έκαναν πίσω και αρνήθηκαν να αντισταθούν στην εκτροπή, όπως θα σήμαινε η αποχή τους από τις μεταμφιεσμένες ως νόμιμες παρελκυστικές διαδικασίες ή έστω η παραίτηση των μελών τους από το βουλευτικό αξίωμα.
Την ίδια στιγμή το εξωκοινοβουλευτικό πολιτικό προσωπικό των ίδιων των «ευρωπαϊστικών κομμάτων» χαρακτηρίζεται από βαθιά ηθική διαφθορά: ενεργοποιείται σπάνια χωρίς προσωπικό όφελος ή συναλλαγή, και ακόμη χειρότερα αποδέχεται ανενδοίαστα το συμπληρωματικό του ρόλο είτε επικαλούμενο κυνικές διαπιστώσεις είτε προσχωρώντας εύκολα στο γενικό αντιδραστικό κλίμα, που καλλιεργεί η κυβέρνηση (και υποτιθέμενοι αντιπολιτευόμενοι ηγήτορες με σταθερό ακροατήριο, όπως ο Κ. Καραμανλής). Μάλιστα, όταν δοθεί η ευκαιρία ή το κίνητρο τα τοπικά και πανελλαδικά στελέχη των κομμάτων (μας) είναι συχνά έτοιμα να υιοθετήσουν κάποιο από τα εθνολαϊκιστικά ψεύδη προσβλέποντας σε ίδια οφέλη ή απλώς από φόβο ενώπιον της φασιστικής πλημμυρίδας (δε χρειάζεται να ανακαλεί κανείς τη στάση της πλειονότητας των στελεχών ΝΔ και ΠΑΣΟΚ στο εμβληματικό και ενδεικτικό 2015: κρύφτηκαν ή στήριξαν «ολίγον ΟΧΙ»). Η παραίτηση των υπολοίπων συμπυκνώνεται πολλές φορές στη σχεδόν προσμονή του κακού, το οποίο «σύντροφοι και συντρόφισσες», έχοντας αδιαμφισβήτητα βολευτεί οι ίδιοι/ες, δικαιολογούν με αιτιοκρατικό κυνισμό ή από ανοησία. Το χειρότερο: δημόσια πρόσωπα, μέλη του Κινήματος Αλλαγής κοκορεύονται ως φαύνοι διακηρύσσοντας ανοιχτά την προτίμησή τους στη δραχμή.
Αν ο νεοπαλιός φορέας της Κεντροαριστεράς δεν αποσείσει την ηθική διαφθορά, δηλαδή την αδράνεια, ιδεολογική, πολιτική, κοινωνική, προσωπική των «κεντροαριστερών» τι συνεισφέρουμε χαρίζοντας την ευθύνη της δημοκρατίας και τα δημοκρατικά φρονήματα στους γαλάζιους επα?οντες των συλλαλητηρίων αποξενώνοντας και όσους είναι «δημοκράτες» ή «φιλελεύθεροι» όχι κατ’ ανάγκη «κεντροαριστεροί» ή «σοσιαλδημοκράτες» ασχέτως παραταξιακών προτιμήσεων. Πώς μπορούμε να προσφέρουμε πολιτική στέγη σε δραχμιστές, ρατσιστές, παράγοντες και οιουσδήποτε καμορανέζους; Το χρέος της ενεργοποίησης και της δράσης, η πολιτική αξιοπρέπεια δεν ανήκει περισσότερο ή αποκλειστικά στην ηγεσία αλλά αφορά όλα τα μέλη και τους φίλους/ες του Κινήματος Αλλαγής. Είναι συλλογικό χαρακτηριστικό που ένας μία πρέπει να αποδεχθούμε χωρίς δισταγμούς. Ειδάλλως υπάγουμε εαυτούς απευθείας στην αντίδραση, γινόμαστε δεσμοφύλακες της κοινωνίας μας, συνεργάτες πρόθυμοι του παρόντος Κακού, της απολυταρχίας και του σοβινισμού, κοιτάμε τα παιδιά μας με το βλέμμα του Κρόνου.