Μια «κυβερνώσα» αντιμνημονιακή συμπαράταξη, είναι πολιτική ανοησία που δεν αντέχει σε σοβαρό σχολιασμό. Αντίστοιχα, η πρόταση περί «κυβέρνησης της αριστεράς», που τελευταία έχει γίνει της μόδας, είναι ένα ιδεολόγημα χωρίς πραγματική βάση. Είναι δυνατόν από την ανάμειξη ασύμβατων στοιχείων να προέλθει αποτελεσματική κυβέρνηση; Ο διαχωρισμός μεταξύ υποστηρικτών του μνημονίου και αντιμνημονιακών, ή μεταξύ αντιτιθέμενων σε εκχωρήσεις προς την Ευρώπη και ευρωπαϊστών, είναι υπαρκτός, αλλά η κύρια πολιτική διαχωριστική γραμμή χαράσσεται μεταξύ όσων δέχονται πλήρως τους κανόνες της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας και των υπολοίπων.
Οι σκληρές οικονομικές συνθήκες, στο πλαίσιο μιας προϋπάρχουσας κατακερματισμένης κοινωνίας, έδωσαν πολύ υψηλά εκλογικά ποσοστά σε ένα πολύχρωμο ολοκληρωτικό τόξο. Ένα φάσμα κομματικών σχηματισμών εμφανίζει ακραίες θέσεις και αντιδημοκρατικές πρακτικές. Μακράν προκλητικότερη, η ακρότητα της Χρυσής Αυγής, έτυχε μέσα σε λίγες μέρες μεγάλης διεθνούς προβολής. Η απροσχημάτιστη βία, ο σκοταδισμός, η μισαλλοδοξία, την κατατάσσουν σε αυτό που υποτίθεται ότι ηττήθηκε οριστικά κατά τον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο.
Οι Ανεξάρτητοι Έλληνες και το ΛΑΟΣ ανήκουν στην ακροδεξιά που ταλαιπωρεί σήμερα πολλές ευρωπαϊκές χώρες. Καλλιεργούν φανατισμό, ρατσισμό, πατριδοκαπηλεία, θρησκοληψία. Δεν απορρίπτουν μεν, αλλά ουσιαστικά υπονομεύουν το κοινοβουλευτικό σύστημα. Το ΚΚΕ, χωρίς αμφιβολία το πιο υπεύθυνο κόμμα του αντιευρωπαϊκού χώρου, παραμένει προσκολλημένο σε ένα αποτυχημένο παρελθόν και κοιτάζει με παρωπίδες τα σύγχρονα προβλήματα. Από την άλλη, όταν του δίνεται η ευκαιρία, παραβιάζει τη δημοκρατική νομιμότητα, π.χ. για να εμποδίσει τις απεργοσπαστικές κινήσεις. Ο ΣΥΡΙΖΑ κατά το μεγαλύτερο μέρος του χαρακτηρίζεται από το δημαγωγικό διπρόσωπο λόγο του πρωτόγονου ΠΑΣΟΚ και παίζει άτσαλα με τους κανόνες και τις υποχρεώσεις, συμβάλλοντας έμμεσα σε μια έκρηξη φανατισμού, εθνικισμού και τελικά αντιευρωπαϊσμού. Ταυτόχρονα, φλερτάρει με εξωθεσμικές παρεμβάσεις, συζητά τη στήριξη της ακροδεξιάς και εξαπολύει απειλές εναντίον «ενδοτικών», καλλιεργώντας τη φαντασίωση μιας εκ των κάτω ανατροπής, που φυσικά θα ήταν εξωθεσμική και βίαιη.
Κάποια υπολείμματα τέτοιων απόψεων επιβιώνουν και στα υπόλοιπα κόμματα, χωρίς όμως να τα καθορίζουν. Πάντως, οι λόγοι και οι πράξεις όλων των ακραίων κομματικών σχηματισμών, αναμφίβολα τροφοδοτούν τις αντιδημοκρατικές τάσεις απελπισμένων πολιτών, όπως π.χ. οι άνεργοι νέοι. Είτε όμως εμφανίζονται ως αριστερές, είτε ως δεξιές, στην πραγματικότητα όλες οι ακρότητες συνιστούν πολύχρωμες μεταμφιέσεις μιας βαθιά αντιδραστικής πολιτικής, με βέβαιο αντιλαϊκό αποτέλεσμα. Οδηγούν είτε απροκάλυπτα, είτε καλυμμένα, σε απομάκρυνση από την υπαρκτή Ευρώπη, με όλες τις αρετές, τις αδυναμίες και τις αντιφάσεις της. Οι κραυγές βρίσκουν πρόσφορο έδαφος σε μια κοινωνία απαίδευτη, η οποία δεν καταλαβαίνει τί γίνεται, δεν καταφέρνει να αποκρυπτογραφήσει τον κόσμο. Μια κοινωνία που βαυκαλίζεται με παυσίλυπους μύθους και συνθήματα, που δε γνωρίζει τι είναι η Ευρώπη, ούτε τι θα πει οικονομία.
Ωστόσο, η δημοκρατία είναι το πιο ισχυρό χαρτί των μετριοπαθών φιλοευρωπαϊκών δυνάμεων και η αχίλλειος πτέρνα του κάθε δημαγωγού. Οι ακρότητες, η περιφρόνηση των θεσμών, οι έξαλλες απόψεις και πρακτικές, υπονομεύουν τη δημοκρατική ομαλότητα, δηλαδή τον καλύτερο φίλο της οικονομίας. Ούτε επενδύσεις και οικονομική ανάπτυξη, ούτε διαπραγμάτευση του μνημονίου μπορούν να γίνουν μέσα σε ανώμαλες συνθήκες. Για την ανάκαμψη, την κοινωνική προστασία και την ασφάλεια της χώρας, είναι αναγκαία, εν όψει των επερχόμενων νέων εκλογών, μια ορμητική δημοκρατική επέλαση. Χωρίς να κρύβονται οι σημαντικές ιδεολογικές διαφορές τους και χωρίς να συνεργαστούν προεκλογικά, οι δυνάμεις του δημοκρατικού τόξου πρέπει να καλλιεργήσουν το βασικό κοινό τους στοιχείο. Πρέπει να εξηγηθεί και να κατανοηθεί το πολιτικό χάσμα που τις χωρίζει από τους αντιπάλους της δημοκρατίας, ώστε ο λαός να είναι ενημερωμένος πριν να αναλάβει τις τελικές ευθύνες του.