Ε??νας τόπος σε σύγχυση, μια καθημερινότητα που βουλιάζει στον παραλογισμό, κουλτούρες σε σύγκρουση και πολίτες στα χέρια, να μάχονται οι όμοιοι ομοίους, έρμαια επικοινωνιακών πυροτεχνημάτων και εφήμερων συμβολισμών. Αυτό το τελευταίο είναι το χειρότερο που θα μπορούσε να συμβεί, ειδικά τη στιγμή κατά την οποία η χώρα χρειάζεται κοινωνική ειρήνη περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη στη σύγχρονη ιστορία της.
Δυστυχώς, πρόκειται για κλίμα το οποίο επί μακρόν διαμόρφωσαν στον τόπο συνδικαλιστικά προνόμια και πελατειακό σύστημα, για να κορυφωθεί ως υπερθέαμα τηλεπαραθύρων από μια τηλεόραση λαϊκισμού, όπου η λογική και η σύνεση καταλύονταν καθημερινώς στο όνομα μιας εφήμερης ανακούφισης του φιλοθεάμονος πλήθους. Πόσες εκπομπές τότε έβρισκαν κρεβάτι σε νοσοκομείο στον ασθενή, εργασία στον άνεργο, υπόσχεση για επίλυση της υπόθεσής τους από τον υπουργό on camera. Και πόσες ακόμη έκαναν θέαμα καθημερινό τις συγκρούσεις ομοίων, σαν να επρόκειτο για μικροδιαφορές ιδιοκτητών σε συνέλευση πολυκατοικίας και όχι αποτέλεσμα δομών και μηχανισμών, διαμορφωμένων έτσι ώστε να συντηρούν συστήματα εξουσίας και όχι να χαράζουν πορεία εξέλιξης και εκσυγχρονισμού του τόπου. Γνωστά όλα αυτά;
Και όμως, επανέρχονται, στην αγριότερη μορφή τους, καθώς η επιδιόρθωση αδικιών από την παρούσα κυβέρνηση ακολουθεί επικοινωνιακούς όρους, αντί να αντιμετωπίζει τις αιτίες οι οποίες τις δημιούργησαν. Ενα δείγμα μόνον η επίθεση των επαναπροσληφθέντων της νέας ΕΡΤ σε συνάδελφό τους, ο οποίος εργάστηκε και στη ΝΕΡΙΤ, ενδεικτική απλώς του κλίματος ρεβανσισμού το οποίο αναπόφευκτα θα δημιουργούσε η πολιτική εκμετάλλευση του τραυματικού «μαύρου».
Η ενθουσιώδης επιστροφή παλαιών εργαζομένων στο ραδιομέγαρο με τις πολύ ανθρώπινες αντιδράσεις, δικαιολογημένες απολύτως από την αγωνία της ανεργίας, μπορεί να αποτελεί σπουδαίο φόντο για να αναδειχθεί το αγωνιστικό ίματζ πολιτικών, αλλά δεν επιτρέπει να αναδειχθεί η πραγματική εικόνα μιας ΕΡΤ, της οποίας ο νόμος επανασύστασης ουδόλως αντιμετωπίζει τα πραγματικά προβλήματά τους. Με άλλα λόγια, ουδόλως δημιουργεί συνθήκες εργασιακής ασφάλειας και ειρήνης, καθώς θεσμοθετεί εκ νέου την κυβερνητική εξάρτηση, η οποία συνεπάγεται την εγκαθίδρυση πλήθους μικροεξουσιών στο εσωτερικό της. Αυτές οι οποίες και στο παρελθόν απέκλειαν εργαζομένους, έβαζαν στην «ψύξη» άλλους, έχτιζαν εκλογικές πελατείες και, τέλος πάντων, έπρατταν οτιδήποτε άλλο εκτός από το να υπηρετούν μια τηλεόραση για τους πολίτες.
Κάπως έτσι, μιλάμε πλέον για λείψανα δημοκρατικών θεσμών και όχι για υγιείς θεσμούς, οι οποίοι υπηρετούν τη δημοκρατία και σταδιακά αναδιαμορφώνουν τα ήθη έτσι ώστε να υπάρξει ουσιαστική ασφάλεια για τους εργαζομένους.
Σε παρόμοια μορφή και το ΕΣΡ, όπου η συνταγματικώς θεσπισμένη ανεξαρτησία του τίθεται σε αμφισβήτηση από τη στιγμή που, με διάταξη του νομοσχεδίου Κατρούγκαλου, νομιμοποιείται με αρμοδιότητες προέδρου η κ. Λίνα Αλεξίου, μητέρα της προέδρου της Βουλής, Ζωής Κωνσταντοπούλου. Αμφισβήτηση που δεν έχει σχέση με την προσωπικότητα της κ. Αλεξίου, αλλά με τη συγγενική της σχέση και τους συμβολισμούς τους οποίους εκπέμπει σε μια ήδη τραυματισμένη δημόσια σφαίρα. Και το θέμα δεν είναι μόνον οι άδειες των ιδιωτικών καναλιών, αλλά η πλήρης και απροκάλυπτη αφυδάτωση ενός δημοκρατικού θεσμού, ο οποίος βέβαια ουδέποτε λειτούργησε όπως ορίζει το Σύνταγμα, και αντί να ανασυγκροτείται δέχεται επιπλέον πλήγμα.
Με άλλα λόγια, στη θέση μιας δημόσιας τηλεόρασης κι ενός Εθνικού Συμβουλίου Ραδιοτηλεόρασης, τα οποία αποτελούν θεσμούς των σύγχρονων δημοκρατιών, εμείς δημιουργήσαμε λείψανα μιας δημοκρατίας επικοινωνιακών ψευδαισθήσεων. Ενα είδος εμπορίου και αυτό της απελπισίας των ανέργων, στην οποία επενδύει η ψηφοθηρική πολιτική.
Κατόπιν αυτών και μέσα σε κλίμα συμβολισμών και θαυμάτων, που δεν αφορούν τον δημοκρατικό εξορθολογισμό αλλά χώρους μικροσυμφερόντων και ίματζ πολιτικών, είναι επόμενο να διεκδικεί και η Εκκλησία το δικό της προνομιακό, άλλωστε σε αυτά, χώρο. Η ιερότητα άλλωστε των δικών της λειψάνων βασίζεται σε κάτι μακράν ισχυρότερο των πολιτικών πεποιθήσεων: την ανθρώπινη πίστη. Αυτή όμως είναι υπόθεση ιδιωτική, έκφραση μιας ελευθερίας απόλυτης, στην οποία οφείλεται σεβασμός και διακριτικότητα από τις κοσμικές δυνάμεις. Εξ ου και οι υπουργοί, σε μια δημοκρατία και μάλιστα πρώτη-φορά-αριστερά, αντί να συνοδεύουν ιερά λείψανα στο νοσοκομεία, για επικοινωνιακούς σκοπούς, ας επιληφθούν του μακράν ιερότερου έργου τους να δημιουργήσουν θεσμούς στην υγεία, οι οποίοι θα προσφέρουν περιβάλλον ασφάλειας σε όλους τους ασθενείς ανεξαρτήτως πίστης. Δυστυχώς, οι δημοκρατίες των λειψάνων –παντός είδους– στηρίζονται σε εφήμερες συγκινήσεις, όπως ακριβώς η τηλεόραση. Αλλά από αυτή θα ’πρεπε τουλάχιστον να διδαχθούν ότι η διαρκής παραγωγή συγκινήσεων εθίζει το κοινό, το οποίο απαιτεί, ακόρεστο, όλο και μεγαλύτερες.