Η ριζοσπαστική Αριστερά νομίζει ότι η πραγματικότητα στριμώχνεται στα μέτρα τής υπο-μαρξίζουσας κοινωνιολογίας της. Οι πεινασμένοι εξεγείρονται, οι χορτάτοι πείθονται ότι πεινούν και μαζί επαναστατούν για να «κοινωνικοποιήσουν εξαγωγικές επιχειρήσεις», να τιμωρήσουν τους νεογερμανoτσολιάδες, να απολαύσουν την ανταλλακτική οικονομία και τη λαϊκή εξουσία. Λίγος αντισυστημισμός ακόμα και ο λαός θα εγκαταλείψει τον νεοφιλελεύθερο μονόδρομο, τον αλλοτριωτικό καπιταλιστικό τρόπο ζωής, για να χαρεί την πλήρη δημοκρατία και τις καινοφανείς ελευθερίες που θα του διαθέσουν οι κοινότητες αλληλεγγύης.
.
Σε αυτή τη νεοκομμουνιστική σύλληψη της ελληνικής κοινωνίας του 2013 μπορείς να αντιπαρατεθείς προβάλλοντας τη διαφωτιστική παράδοση του κοινωνικού συμβολαίου, την ορθολογική δυναμική του εμπορίου ή να ξαναθυμίσεις τις τραγωδίες της κοινοκτημοσύνης του 20ού αιώνα. Τίποτα τέτοιο δεν είναι ωστόσο αναγκαίο. Απέναντι στην επαναστατική υπόσχεση στέκεται μια καταλυτικά μελαγχολική πραγματικότητα. Ελλάδα και Ευρώπη, υποτασσόμενες στην ύφεση, πλήττονται από έναν ποικιλόμορφο νεοσυντηρητισμό που συρρικνώνει τη δημοκρατία, υπονομεύει την κουλτούρα της κοινωνικής ειρήνης, στιγματίζει τα αιτήματα ελευθερίας, ενταφιάζει την αλληλεγγύη μεταξύ των γενεών και μεταξύ των εθνών.
.
Η ισχύς της Χρυσής Αυγής και η παραστρατιωτική καθημερινότητα με την οποία πλαισιώνει τα μέλη της, οι εμμονές περί τάξεως και ασφαλείας, το κυβερνητικό προσύμφωνο του Αλέξη Τσίπρα με τον επικεφαλής της ακραίας συνωμοσιολογικής Δεξιάς (και η μνημειώδης υπεράσπισή του ως «uncorrect δημοκράτη»!), η τοξική συμμετοχή του ανώτερου κλήρου στη δημόσια σφαίρα, η παραδοσιοκεντρική και ενίοτε αυταρχική ταυτότητα της κυβερνώσας ΝΔ είναι μικρά δείγματα του σιγανού αλλά επίμονου πάθους για την ανελευθερία που κυκλώνει την ευάλωτη δημοκρατία μας.
.
Ας γίνει επιτέλους αντιληπτό: ο μοναδικός ριζοσπαστισμός που θα προκύψει, εάν τελικά μετατραπούμε σε κράτος-παρία, σε αποσυνάγωγο του παγκόσμιου καπιταλισμού και σε κοινωνία της στοιχειώδους επιβίωσης – χωρίς ΕΣΠΑ, μεταδιδακτορικές υποτροφίες από τραπεζικά ιδρύματα, ίνσταγκραμ, κοκτέιλ μπαρ και σύμφωνα συμβίωσης -, θα είναι ολοκληρωτικός, στρατοπεδικός, φασιστικός. Αυτή η συντηρητική μετατόπιση συμπληρώνεται από μια ανακαινισμένη μεταπολιτευτική πολιτισμική ορθοφροσύνη που εκφέρεται δυστυχώς από μερίδα της φιλελεύθερης φιλοευρωπαϊκής ελίτ.
.
Με αφετηρία την ορθή διαπίστωση ότι το μαύρο χρήμα και η κρατικοδίαιτη προσοδοθηρία (μεγάλων και μικρών) προκαλούν ανυπόφορες κοινωνικές ανισότητες, ορισμένοι ανομολόγητοι ελιτιστές τακτοποιούν ανοικτούς λογαριασμούς τους με την «μπας κλας» κουλτούρα της ανώτερης και της μεσαίας τάξης. Αξιόλογοι και έντιμοι άνθρωποι, με μέριμνα για μια δημοκρατική και δίκαιη υπέρβαση της κρίσης, διολισθαίνουν στην ηθική αστυνόμευση της ζωής, στον στιγματισμό αυτού που οι ίδιοι θεωρούν όχι απλώς ευτελές, αλλά και καταγωγή των χρεοκοπικών μας δεινών. Αθελά τους συμβάλλουν στη νεοσυντηρητική περικύκλωση της δημοκρατίας και στον εξαγνισμό της φτώχειας. Το κάνουν προβαίνοντας σε μια (ελπίζω ασύνειδη) πνευματική λαθροχειρία. Συγχέουν τα ηθικά συναισθήματα και τον τρόπο ζωής των ατόμων με τις δημόσιες οικονομικές υποχρεώσεις των πολιτών. Ωστόσο τίποτα δεν αποδεικνύει ότι η ενδημική φοροδιαφυγή είναι σύμφυτη με τον πολιτισμό και τους συμβολισμούς της σπατάλης.
.
Ο Δημοσθένης Κούρτοβικ, για παράδειγμα, οξυδερκής και δίκαιος στην κριτική του προσέγγιση της λογοτεχνίας, στο φύλλο των «ΝΕΩΝ» του περασμένου Σαββάτου (10/8/2013) προσήλθε και αυτός στη νεοσυντηρητική κοινοτοπία κατηγορώντας τον ελληνικό μικρο-μεγαλο-αστισμό για έλλειψη πατριωτικής ευθύνης, για την παράδοσή του, το «κάψιμό» του στον φτηνιάρικο ηδονισμό. Η, στα όρια του «μαγικού ρεαλισμού» (για να πατήσουμε και εμείς ξένα χωράφια), «εκτίμηση» ότι ο Σόιμπλε θα περπατούσε στη θέα θαυματοποιού σαμπάνιας, οι εθνοσεξιστικές χυδαιότητες του Ρέμου, οι μυριάδες των αθεώρητων εισιτηρίων και φορολογικών παραβάσεων του σκυλοπόπ θέρους ήταν άριστες αιτίες πολέμου κατά της Μυκόνου, της χλιδής, της κατανάλωσης.
.
Πίσω όμως από τον σκανδαλισμό που προκαλεί ο οικονομικός κυνισμός της νύχτας κρύβεται μια βαθύτερη δυσανεξία, ξένη προς την αδιαπραγμάτευτη φορολογική υποχρέωση των πολιτών: η απαρέσκεια μιας ελίτ μπροστά στο «ξόδεμα», τη «χυδαία» γοητεία, τον σεξουαλικό πειραματισμό, τη συναισθηματική ελαφρότητα και κάθε ενσάρκωση της «μέσης» εθνικής κουλτούρας. Πίσω από το ανάθεμα στην αστική τάξη των ραντιέρηδων/μεταπρατών είναι η απέχθεια για το μικροαστικό της παρακολούθημα. Μαζί με την καταγγελία του παρασιτισμού και της κρατικοδίαιτης πελατειακής εξάρτησης έρχεται η αφ? υψηλού υποτίμηση των ευτελών-λαμπερών απολαύσεων και των φορέων τους, που θα όφειλαν είτε να εξαγνιστούν στο νάμα της νέας φτώχειας ή να αναλάβουν την ηθική ευθύνη της εθνικής ανόρθωσης. Ετσι, δεν ψέγεται τόσο πολύ το μαύρο χρήμα του εφήμερου ναρκισσισμού των «πλουσίων» όσο η κουλτούρα των μεσοστρωμάτων και η ατελής αστικοποίησή τους.
.
Η ηθικολογία αυτή, παρότι αντλεί από τη μετρημένη ελληνοευρωπαϊκή εικονολογία της Γενιάς του ?30 και τις καλύτερες αστικές παραδόσεις, σήμερα διαβρώνει θεμελιώδεις προϋποθέσεις της σύγχρονης δημοκρατίας και της ελεύθερης οικονομίας: την ατομική ευδαιμονία, το δικαίωμα να ξοδεύεις τα χρήματά σου και να διαθέτεις το σώμα σου όπως νομίζεις, τον πλουραλισμό και την ευπλαστότητα ταυτοτήτων, και τη φαντασιακή μα αυτοδίκαιη επιθυμία για πλούτο. Η εγκρατής και ταπεινή ζωή που υπογείως αντιπροτείνεται νομιμοποιεί την αντίδραση όσων (προσποιητά και ιδιοτελώς) φρίττουν με την εξυγίανση των δημοσίων οικονομικών και το Μνημόνιο, περιγράφοντάς τα ως ύπουλο σχέδιο των καλβινιστών του Βορρά για «να μας κάνουν σαν τα μούτρα τους». Παραπέμπει δε σε κάτι που δεν είναι διαχειρίσιμο από τη δημοκρατία, στη φτώχεια.
.
Με τον ίδιο τρόπο που η περαιτέρω ριζοσπαστικοποίηση δεν οδηγεί στη χειραφέτηση αλλά μάλλον στο αντίθετό της, έτσι και η ιδεολογία της στέρησης – εγκράτειας αντίκειται στον σύγχρονο καπιταλισμό και στην, διάτρητη έστω, ατομικιστική δημοκρατία που τον συνοδεύει. Η ευγενής φορολογική αγωνία, όταν μεταπίπτει σε ηθικολογία, υποσκάπτει τη δημοκρατία, όπως το κάνει και ο αριστερός αντισυστημισμός όταν αρνείται να δει ότι το χρώμα της όποιας ριζικής μεταβολής θα είναι εν τέλει φαιό. Είναι οι δύο όψεις του ίδιου μιζεραμπιλισμού. Εξάλλου, αν σε συνθήκες φθόνου, ανασφάλειας και αποστέρησης νοήματος, δεν έχουμε οριστικά απορρίψει τον ευρωπαϊκό κοινοβουλευτισμό είναι επειδή η καταναλωτική ευδαιμονία ακόμη φαντάζει καπιταλιστικά και δημοκρατικά ανακτήσιμη, έστω με λιγότερα χρήματα και μεγαλύτερο κόπο, έστω και πληρώνοντας τους φόρους μας.
.
Ο δίκαιος φορολογικός επιμερισμός για την επίτευξη πλεονασματικών προϋπολογισμών αποτελεί επαρκέστατο δημοκρατικό πρόταγμα που δεν χρειάζεται κανένα ηθικολογικό συμπλήρωμα – η φοροδιαφυγή είναι εγκληματική και κοινωνικά ανάλγητη αφ? εαυτής. Απεχθής φοροφυγάς είναι και αυτός που γελοιοποιείται πίνοντας σαμπάνια στην υγεία του «ανάπηρου δυνάστη» και ο «άγιος» γονιός που χρηματοδοτεί τριπλές, παρατεταμένες, αντιπαραγωγικές σπουδές «τέχνης» των τέκνων του στη Βρετανία ή σε άλλους γνωστικούς παραδείσους.