Σε ομιλία του προς τη Συνομοσπονδία Βρετανικών Συνδικάτων το 1988, ο Ντελόρ υποσχέθηκε ότι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή θα εργαζόταν απαρέγκλιτα για την εγγύηση της πλήρους απασχόλησης και των εργασιακών δικαιωμάτων. Το να είσαι σοσιαλιστής και φιλοευρωπαίος εκείνες τις μέρες, δεν ήταν αντιφατικό. Μετά την υπογραφή του δεύτερου μνημονίου στην Ελλάδα, αποκαλύπτεται ότι είναι δυνατόν υπάλληλοι της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, χωρίς καμία νομιμοποίηση από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, με την εκβιαστική εξασφάλιση «συναίνεσης», να απαιτούν την καταστρατήγηση συμφωνιών μεταξύ κοινωνικών εταίρων, κατά παράβαση μάλιστα ευρωπαϊκών συνθηκών, χωρίς κανένα έλεγχο ή πολιτική νομιμοποίηση.
Παρομοίως, η Συνθήκη Δημοσιοοικονομικής Σταθερότητας, θα περάσει μόνο τη βάσανο της έγκρισής της από τους Ιρλανδούς, οι οποίοι θα ψηφίσουν σε ένα περιβάλλον εκβιαστικών διλλημάτων. Αλλά, εκτός της καθεστωτικής ή συνταγματικής φιλελευθεροποίησης της Ευρώπης, μια ακόμα τάση αρχίζει να διαφαίνεται: προχωράμε σε μιαν Ευρώπη «πολλών ταχυτήτων».
Η ιδέα ήταν παρούσα, ήδη, από τη διαπραγμάτευση της Συνθήκης του Μάαστριχτ, όταν το κύριο ερώτημα ήταν «διεύρυνση ή εμβάθυνση». Σήμερα, η ερώτηση είναι «εμβάθυνση με όρους διευθυντηρίου», ή «περιθωριοποίηση όσων δε θέλουν;». Μετά την άρνηση Τσεχίας και Βρετανίας να συμμετάσχουν στη Συνθήκη, το θεσμικό μέτωπο διευρύνεται. Πρόσφατα, εννέα χώρες, μεταξύ των οποίων η Γερμανία και η Ελλάδα, εισηγήθηκαν ένα φόρο επί των χρηματοπιστωτικών συναλλαγών, γνωστό σε όλους μας από τη δεκαετία του 1970 ως Tobin tax. Άλλη μια φορά η Βρετανία είπε όχι, αλλά αυτή τη φορά είχε και την υποστήριξη της Σουηδίας. Όμως, «οι εισηγήτριες χώρες» υπαινίχθηκαν ότι μπορεί η πρόταση να περάσει με βάση «το προηγούμενο» της Συνθήκης Δημοσιοοικονομικής Σταθερότητας.
Πολιτικά, ένας σοσιαλιστής βλέπει το Σύμφωνο Δημοσιοοικονομικής Σταθερότητας με καχυποψία. Ελπίζουμε να το «αναθεωρήσει» ο Ολάντ όταν εκλεγεί, ή, τουλάχιστον, να απαιτήσει ένα θεσμικό αντίβαρο υπό τη μορφή ενός Συμφώνου για την Ανάπτυξη. Είναι μάλλον αδύνατο να φανταστεί κανείς ότι η ιδέα μιας Ένωσης Αναδιανομής θα μπει στο τραπέζι. Υπό αυτό το πρίσμα, η πρόταση για το φόρο Tobin, ίσως να αποτελεί μια κίνηση καλής θέλησης. Όμως, μπορεί επίσης κανείς να φανταστεί ότι η μη συμμετοχή της Βρετανίας (και της Σουηδίας;) θα ενισχύσει το City (και τη Στοκχόλμη;) ως χρηματοπιστωτικό κέντρο. Αλλά η συζήτηση αυτή δεν αφορά μόνο την ουσία των Συνθηκών, που γίνονται στη βάση μιας συμφωνίας «προθύμων», ή εξαναγκασμένων-προθύμων, αλλά και την ίδια την πολιτική διαδικασία.
Το βίωμα της δημοκρατίας απαιτεί τη δυνατότητα ουσιαστικών επιλογών. Η δυνατότητα αυτή στραγγαλίζεται στις χώρες της περιφέρειας. Αλλά ακόμα και ο δεξιός Σαρκοζί υποσχέθηκε την αναθεώρηση της Συνθήκης του Σένγκεν, προκειμένου να μιλήσει για ελέγχους στα σύνορα και να απευθυνθεί έτσι στους «πελάτες» τού Εθνικού Μετώπου. Είτε δεξιά, είτε αριστερά, οι πολιτικοί της Ευρώπης υπόσχονται «αναδιαπραγμάτευση», επειδή τελικά ανακαλύπτουν ότι πολύ λίγα πράγματα τους επιτρέπεται να αποφασίσουν. Φυσικά, το ερώτημα είναι εάν στην Ευρώπη μπορούμε να ψηφίζουμε μόνο «διαπραγματευτές» ή έχουμε κάτι να πούμε και για την ουσία του πολιτικού προγράμματος. Αυτό είναι το πραγματικό ερώτημα για την ευρωπαϊκή δημοκρατία, που είναι ήδη πολλών ταχυτήτων.