Η υπογραφή της συμφωνίας και κατ’ επέκταση του 3ου Μνημονίου σηματοδότησε το τέλος μιας περιόδου που ξεκίνησε από τις εκλογές της 25ης Γενάρης, αλλά και το κλείσιμο ενός κύκλου 5 χρόνων. Κύκλου, ακριβώς, διότι η χώρα βρίσκεται στο ίδιο σημείο με το 2010, με διαφορετικές εμπειρίες βέβαια. Το θέμα, λοιπόν, είναι πως θα αξιοποιήσει ο λαός αυτές του τις εμπειρίες και προς ποια κατεύθυνση θα ενεργοποιηθεί το πολιτικό προσωπικό.
Αυτά, ίσως φάνταζαν βιαστικά μετά την υπογραφή της συμφωνίας εάν στο εσωτερικό του πρώτου κόμματος –κι όχι κυβερνώντος πια- δεν ξεσπούσε αυτός ο αναβρασμός. Αναμενόμενος μεν, καταστροφικός ωστόσο όταν εκδηλώνεται σε τόσο κρίσιμες στιγμές και μάλιστα όταν οι εσωκομματικές ισορροπίες και προσωπικές έριδες αποτελούν πρωταρχικό παράγοντα του κυβερνητικού σχεδιασμού. Έτσι, οδεύουμε εκ νέου σε εκλογές. Μάλιστα, ο νικητής θα αναλάβει να φέρει εις πέρας το 3ο Μνημόνιο και να οδηγήσει τη χώρα με ασφάλεια μέχρι το 2018, που λήγει το πρόγραμμα, τουλάχιστον. Δεν είναι, όμως, μόνο αυτό το διακύβευμα.
Περισσότερο από κάθε τι άλλο, είναι αναγκαίο στην ελληνική κοινωνία να ριζώσουν δύο ιδέες, των οποίων οι έννοιες δοκιμάστηκαν σκληρά μέσα στην κρίση. Δημοκρατία και Ευρώπη. Αυτές δοκιμάστηκαν, κυρίως γιατί ήταν δομημένες σε σαθρά θεμέλια μεταπολιτευτικά. Το ερώτημα, προσωπικά, που θέτω είναι πως θα μπορέσει να μπει η Ελλάδα σε μια τέτοια τροχιά. Τα σενάρια είναι τα εξής:
- Μετά την αποχώρηση της Αριστερής Πλατφόρμας, ο ΣΥΡΙΖΑ θα είναι αμιγώς ευρωπαϊκό κόμμα και όλοι οι προοδευτικοί πολίτες θα πρέπει να στηρίξουν την τοποθέτησή του στο χώρο της Σοσιαλδημοκρατίας. Ωστόσο, απαραίτητη προϋπόθεση για τη μετεξέλιξη αυτή αποτελεί η κατανόηση της Δημοκρατίας και της Ευρώπης στο σύγχρονο κόσμο. Πώς γίνεται να εμπνεύσει για τις ιδέες αυτές ένα κόμμα που χρησιμοποιεί τη Δημοκρατία κατά το δοκούν και αλά καρτ, όπως έκανε με το δημοψήφισμα; Πώς γίνεται να εμπεδώσει στην κοινωνία τη σημασία της Ευρώπης για τη χώρα, ένα κόμμα που υπογράφει «συμφωνίες αποτέλεσμα εκβιασμού των εταίρων»; Οι ερμηνεία και η ανάλυση των γεγονότων είναι πράγματα στα οποία ο Τσίπρας και ο Λαφαζάνης συμφωνούν. Στο δια ταύτα εντοπίζονται οι διαφωνίες, αλλά ας μην έχουμε αυταπάτες. Η επίτευξη συμφωνίας δεν είναι απόρροια ιδεολογικής εξέλιξης προς τη Σοσιαλδημοκρατία, αλλά ιδεολογικής δειλίας για τη ρήξη. Όλη η ρητορική και το δηλητήριο 5 χρόνων δεν αναστρέφονται εύκολα. Πολλοί, ίσως κλείσουν τα μάτια μπρος σε όλα αυτά και τα θυσιάσουν για τη μεγάλη εικόνα, δηλαδή την πορεία του ΣΥΡΙΖΑ σε ένα νέο ΠΑΣΟΚ ή μια μεγάλη παράταξη σε βάθος χρόνου. Ένα τέτοιο deja vu, δεν έχει απολύτως τίποτα καινούργιο να προσφέρει στην ελληνική κοινωνία και θα είναι ένα απογοητευτικό άλμα προς τα πίσω. Δε με αφορά, όμως, και προσωπικά γιατί σαν μέλος του κόμματος που αποτελεί τη συνέχεια της Ανανεωτικής Αριστεράς, γνωρίζω πως περιθωριοποιήθηκαν οι ιδέες του χώρου μου όταν ηγεμόνευε το ΠΑΣΟΚ.
- Σύγκλιση και κοινή κάθοδος όλων των κομμάτων του ενδιάμεσου χώρου, με σκοπό την ανάδειξη σε τρίτη δύναμη. Αν και θα φάνταζε ιδεατό ένα τέτοιο σχήμα, η μοναδική χρησιμότητά του θα ήταν δυνητικός σύμμαχος του ΣΥΡΙΖΑ σε περίπτωση μη αυτοδυναμίας του. Κάτι που θα ήταν απογοητευτικό, αν σκεφτεί κανείς την κριτική που έχει ασκηθεί από προοδευτικούς πολίτες του ενδιάμεσου χώρου στην κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ. Εκτός κι αν επιδίωξη του δυνητικού αυτού σχήματος είναι η a priori παραμονή στην αντιπολίτευση, κάτι εξίσου απογοητευτικό και πιθανότατα αποσταθεροποιητικό. Η πρόταση αυτή δεν προτείνει καμία εναλλακτική επιλογή και αφήνει τον προοδευτικό ενδιάμεσο χώρο αποστασιοποιημένο. Τα σοσιαλιστικά / σοσιαλδημοκρατικά κόμματα οφείλουν να έχουν ενεργότερο ρόλο, γιατί διαθέτουν ιδεολογική ανωτερότητα και θάρρος έναντι της ηττημένης Ριζοσπαστικής Αριστεράς και της ιδεολογικής δειλίας της ενοχικής Δεξιάς. Γι’ αυτό, θα μπορούσαν να αναδειχθούν μέσα από μια κυβερνητική λύση, η οποία με οδηγεί στο τρίτο σενάριο.
- Κάλεσμα για συγκρότηση μετώπου όλων των ευρωπαϊκών δυνάμεων. Σε αυτό το Μέτωπο, σίγουρα θα είχε θέση κι ένα μέρος του ΣΥΡΙΖΑ, το οποίο όμως όντας αιχμάλωτο της ρητορικής τού διχασμού και του μανιχαϊσμού είναι αδύνατο να ανταποκριθεί. Εξάλλου, ύστερα από την ιδεολογική ήττα που υπέστη το κόμμα της Ριζοσπαστικής Αριστεράς, τώρα κάνει τα πρώτα ρεαλιστικά του βήματα στο σύγχρονο κόσμο, οπότε θα ήταν αδύνατο να του ζητήσουμε να «τρέξει». Μοιραία, λοιπόν, η πρόταση αυτή περιλαμβάνει την προσωρινή συγκατοίκηση των προοδευτικών πολιτών με τη ΝΔ. Αυτό, σε πρώτο στάδιο σίγουρα θα προκαλεί αμηχανία σε πολλούς, συμπεριλαμβανομένου και του γράφοντος. Υπό φυσιολογικές συνθήκες δε θα υπήρχε προγραμματική βάση και ιδεολογική σύγκλιση αποκλείεται να βρεθεί. Ωστόσο, επειδή η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ φρόντισε να παραμείνουμε στο ευρώ υπό τις χειρότερες δυνατές συνθήκες και στο χείλος του γκρεμού, είναι φανερό ότι απαιτούνται ευρείες συναινέσεις για τη σταθεροποίηση του πολιτικού συστήματος και της οικονομίας. Σίγουρα υπάρχουν, λοιπόν, κάποια minima συμφωνίας. Αυτά είναι η αποδοχή του συστήματος της αστικής δημοκρατίας, της ελεύθερης οικονομίας και της Ευρώπης το οποίο θα πρεσβεύει το Μέτωπο. Πέραν αυτών υπάρχει μια αδιαμφισβήτητη ειδοποιός διαφορά μεταξύ των υπόλοιπων κομμάτων. Η παραδοχή και η θέληση να μην επιστρέψουμε σε μεθόδους του παρελθόντος κάτι που συμπυκνώνεται στο συμπέρασμα: «Η κρίση έφερε το Μνημόνιο κι όχι το Μνημόνιο την κρίση».
Μια πρώτη ένσταση, ίσως, έχει να κάνει με το ερώτημα: «Είναι αναγκαίο σε συμπαράταξη; Γιατί όχι μετεκλογική συνεργασία;». Πρακτικά, αυτή η πρόταση μεταφράζεται σε κρυφή ευχή για πρωτιά της ΝΔ, η οποία συνεπάγεται μεγαλύτερη πόλωση, μπόνους 50 εδρών και τελικά πιο συντηρητική κυβέρνηση. Στην τελική είναι σώφρον να φοβόμαστε πιθανή ηγεμονία ενός κόμματος που φυτοζωεί με «υπηρεσιακό» πρόεδρο και που πρώτη φορά αντιμετωπίζει τέτοια κρίση ταυτότητας;
Ακούω ως σημαντικότερο αντίλογο τον κίνδυνο ένα τέτοιο Μέτωπο να γίνει άρμα επαναφοράς του παλαιού πολιτικού συστήματος στο προσκήνιο. Η λύση φάνηκε στις ημέρες του δημοψηφίσματος, όπου άνθρωποι ευρείας αποδοχής και άσχετοι με τις πρακτικές του παρελθόντος, έδωσαν τη μάχη του «ΝΑΙ». Μάλιστα, οι περισσότεροι από αυτούς προέρχονται από τον προοδευτικό χώρο ή ακόμα και από την Αριστερά. Τέλος, απαραίτητη προϋπόθεση για να εμπνεύσει και πάλι το πολιτικό σύστημα και να οδηγήσει τον ελληνικό λαό μακροπρόθεσμα, είναι η αυτοκατάργησή του. Η συγκρότηση του Μετώπου θα μπορούσε να σταθεί αρωγός σε κάτι τέτοιο.
Κλείνω με μια προσωπική αγωνία. Ανήκω στο χώρο της Ανανεωτικής Αριστεράς και ακόμα πιστεύω η κοσμοθεωρία της και οι ιδέες της έχουν πολλά να δώσουν. Ιδέες, οι οποίες περιθωριοποιήθηκαν και ηττήθηκαν μεταπολιτευτικά, επειδή προϋπέθεταν την βαθύτερη κατανόηση της Δημοκρατίας, της Ευρώπης κι ύστερα της οικονομίας. Αν καταφέρουμε να φτιάξουμε αυτό το πλαίσιο στο οποίο θα κινείται η πολιτική αντιπαράθεση, είμαι σίγουρος ότι οι ιδέες αυτές θα αναδειχθούν, γιατί ο χώρος μου ενσαρκώνει με τον καλύτερο τρόπο τις δύο αυτές αξίες. Αντιθέτως, μια κυριαρχία του ΣΥΡΙΖΑ την επόμενη μέρα, φοβάμαι θα ενεργοποιήσει τα πιο συντηρητικά αντανακλαστικά της κοινωνίας και ειδικά των νέων που δεν μπήκαν ποτέ στη μάχη των ιδεών.