Η ελληνική Δικαιοσύνη, δια του Συμβουλίου της Επικρατείας, έκανε το χρέος της στην υπόθεση των ραδιοτηλεοπτικών αδειών και περιμένουμε να το επαναλάβει, δια του Αρείου Πάγου, στο ζήτημα της έκδοσης των Τούρκων αξιωματικών. Η βρετανική έκανε το ίδιο με τη διπλή της απόφανση, σε επίπεδο κοινού και ανώτατου Δικαστηρίου, για τον τρόπο πυροδότησης του Μπρέξιτ. Και τίποτα δεν δείχνει πως η αμερικανική Δικαιοσύνη θα κάνει την οποιαδήποτε παραχώρηση στις παρανομίες και τις παλαβομάρες του νέοι ένοικου του Λευκού Οίκου.
Η Δικαιοσύνη αποδεικνύει λοιπόν -με έργα, παρά τα προβλήματα της, και όχι με λόγια, αλλά αφήνοντας τις αποφάσεις της να «μιλάνε»- ότι αποτελεί προπύργιο Δημοκρατίας. Ίσως γι’ αυτό έχει μπει τόσο στο στόχαστρο των κάθε λογής λαϊκιστών που όλο και συχνότερα μας κυβερνούν. Και σίγουρα γι’ αυτό αξίζει να την υπερασπιστούμε –αλλά με τα ορθά όπλα: την ενδελεχή εξήγηση αφενός και την πλήρη άρνηση συμψηφισμών σε θέματα αρχής αφετέρου.
Ας πάρουμε και τις δύο εμβληματικές υποθέσεις –ραδιοτηλεοπτικές άδειες και Μπρέξιτ. Και οι δύο κατέστησαν αντικείμενα του δημοσίου διαλόγου αλλά και είχαν την τύχη, λόγω της αντικειμένου και της σημασίας τους, να αναλυθούν με τρόπο ώστε να φωτιστεί το τι πραγματικά διακυβευόταν. Στην ελληνική περίπτωση, όχι η τύχη μιας κυβερνητικής επιλογής αλλά η απόλυτη απαγόρευση να υλοποιηθεί αυτή η επιλογή μέσω παραμερισμού της αποκλειστικά αρμόδιας ανεξάρτητης Αρχής. Στη βρετανική, όχι η ανατροπή ή η επιβεβαίωση της λαϊκής ψήφου στο δημοψήφισμα για τη σχέση με την Ευρώπη, αλλά η πρωτοκαθεδρία του Κοινοβουλίου σε κάθε απόφαση που εγκαθιστά ή αλλάζει ένα νόμο με ισχύ στο βρετανικό έδαφος. Επειδή αυτά έγιναν σαφή, και οι δικαστές μπόρεσαν να κρίνουν εν συνειδήσει (κάτι που ούτως ή άλλως οφείλουν να κάνουν αλλά δυσχεραίνονται από την πίεση της κοινής γνώμης ή της εξουσίας) και οι πολίτες να αισθανθούν (στην πλειοψηφία τους και μέσα από το διάχυτο και μη νομικό αίσθημα που δημιουργείται) ότι απονεμήθηκε δικαιοσύνη.
Εκεί που τα πράγματα διαφέρουν στις δύο περιπτώσεις –και αναδεικνύουν και τη διαφορά του λεγόμενου «πολιτικού πολιτισμού», δηλαδή, με απλούστερα λόγια, ποιότητας Δημοκρατίας- είναι στον τρόπο με τον οποίο αντέδρασαν στις αποφάσεις οι εκατέρωθεν κυβερνήσεις, οι οποίες, και στις δύο περιπτώσεις, είχαν δώσει μάχη και ήλπιζαν στο αντίθετο δικαστικό αποτέλεσμα. Στη Βρετανία δεν υπήρξε η παραμικρή αμφισβήτηση και η παραμικρή προσπάθεια να θεμελιωθεί διάκριση ανάμεσα σε «ανεκτό» και «σεβαστό» αποτέλεσμα: όσοι Υπουργοί μίλησαν, και ανάμεσά τους βρίσκονταν και ορισμένοι ανοικτά σκληροπυρηνικοί, είπαν μόνο το αυτονόητο: «μετά την απόφαση θα αποτανθούμε στο Κοινοβούλιο το συντομότερο δυνατό». Θυμηθείτε τι είχε γίνει στην Ελλάδα: πιέσεις στους δικαστές που έφταναν ως ανάμιξη στην προσωπική τους ζωή, πολεμικό ανακοινωθέν με ύφος Κομιντέρν από την κυβερνητική εκπρόσωπο λίγα λεπτά μετά την ανακοίνωση της απόφασης, απόπειρα αποπροσανατολισμού της κοινής γνώμης με δηλώσεις του τύπου «ο νόμος κρίθηκε συνταγματικός γιατί δεν κρίθηκε εξ ολοκλήρου αντισυνταγματικός» (επιχειρήματα που θυμίζουν Τραμπ –«σάρωσα στη λαϊκή ψήφο», όταν έχασε με τρία εκατομμύρια ψήφους διαφορά- ή Αλέφαντο –«σκίσαμε γιατί χάσαμε εξαιτίας του διαιτητή»).
Γι’ αυτό αποκτά ξεχωριστή σημασία ένα κατά τα άλλα μη-θέμα, αφού από νομική άποψη δεν υπάρχει η παραμικρή αμφισβήτηση για το ποιο είναι το ορθό και τι λέει το Σύνταγμα: η επιμονή της Προέδρου του Αρείου Πάγου για αντίθετη με το Σύνταγμα επέκταση του ορίου υπηρέτησης των ανωτάτων δικαστών (δηλαδή και της ίδιας –και μόνο εξαιτίας αυτού η συζήτηση θα έπρεπε να σταματήσει πριν καν αρχίσει) δεν είναι, δυστυχώς, αθώα. Παρόλο που ο αρμόδιος Υπουργός, προς τιμήν του, διαφωνεί, ο ίδιος ο Πρωθυπουργός ήταν εκείνος που είχε ενθαρρύνει το «δίκαιο» αίτημα στην εκτός πρωτοκόλλου και δεοντολογίας συνάντηση του με τους επικεφαλής των ανωτάτων Δικαστηρίων, λίγες μέρες πριν από την κρίσιμη διάσκεψη του Συμβουλίου της Επικρατείας για τις ραδιοτηλεοπτικές άδειες. Με τόσα θεσμικά φάουλ στην πλάτη της, και στο χώρο της Δικαιοσύνης, η κυβέρνηση δεν δικαιούται να θεωρεί άδικο ότι πρέπει να αποδείξει ότι δεν είναι ελέφαντας. Πόσο μάλλον όταν έχει καταπατήσει σα μυρμήγκια τόσα δικαιώματα και ελευθερίες.