Αν η δημοκρατία είναι το πολίτευμα, στο οποίο η εξουσία πηγάζει από τον λαό, ασκείται από τον λαό και υπηρετεί το συμφέρον του λαού, αυτόματα τίθεται το ερώτημα, ποιες προϋποθέσεις πρέπει να πληρούνται, ώστε αυτός ο ορισμός να ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα.
Βέβαια στην σύγχρονη εποχή των μαζικών κοινωνιών η κυρίαρχη εκδοχή της είναι η αντιπροσωπευτική δημοκρατία, η οποία διασφαλίζει, θεωρητικά τουλάχιστον, την έμμεση συμμετοχή του λαού στην διαχείριση της εξουσίας.
Για να είναι λειτουργική η εκλογή των αντιπροσώπων (βουλευτών και πολιτικών σχηματισμών) από τους πολίτες, ως ατομικά υποκείμενα και την κοινωνία, ως συλλογικό υποκείμενο, πρέπει να πληρούνται μια σειρά προϋποθέσεων, οι οποίες αφορούν συνολικά την πολιτική ενεργοποίηση τόσο του «λαού» όσο και των αντιπροσώπων του είτε ως βουλευτών είτε ως κομμάτων, τα οποία επεξεργάζονται τα δεδομένα της πραγματικότητας, σχεδιάζουν την πορεία προς το μέλλον και τα δημοσιοποιούν, ώστε να γίνονται αντικείμενο διαλόγου και κριτικής.
Αυτό σημαίνει, ότι εκτός από το πολιτικό σύστημα πρέπει και οι πολίτες να γνωρίζουν την σύνθετη πραγματικότητα. Μόνο εάν πληρούται αυτή η προϋπόθεση, μπορούν τα κόμματα και το πολιτικό προσωπικό να σχεδιάσουν το μέλλον και οι πολίτες να διαμορφώσουν πολιτική στάση και να κάνουν επιλογές γνωρίζοντας τις επιπτώσεις τους σε βάθος χρόνου, διότι η πραγματικότητα μετασχηματίζεται διαρκώς.
Παράλληλα οι πολίτες πρέπει να γνωρίζουν τις προγραμματικές προτάσεις των κομμάτων και την κατεύθυνση της δυναμικής, που δρομολογούν, εάν δοθεί η κοινωνική συγκατάθεση και νομιμοποίηση. Αυτό προϋποθέτει, ότι το πολιτικό σύστημα βασίζει τις προγραμματικές του εξαγγελίες σε ολοκληρωμένο, ρεαλιστικό, μακροπρόθεσμο και κοστολογημένο σχεδιασμό της πορείας της κοινωνίας στο μέλλον, ενώ οι πολίτες διαθέτουν είτε ως άτομα είτε ως δομές της κοινωνίας πολιτών την αναγκαία ενημέρωση και τα κατάλληλα μεθοδολογικά εργαλεία για την προσέγγιση, ανάλυση και κατανόηση των παραμέτρων, που οριοθετούν την πραγματικότητα.
Μόνο σε αυτό το πλαίσιο και έχοντας συνειδητοποιήσει τόσο το γίγνεσθαι στα διάφορα κοινωνικά συστήματα όσο και τις προτάσεις για την κατεύθυνση της πορείας προς το μέλλον μπορεί να αναπτυχθεί ο απαραίτητος διάλογος στο κοινωνικό πεδίο, ώστε η εκλογή των αντιπροσώπων για το κοινοβούλιο και τους θεσμούς διαχείρισης της εξουσίας να εκφράζει το κοινωνικό συμφέρον, το οποίο προκύπτει μετά την ορθολογική προσέγγιση και στάθμιση των πολιτικών εξαγγελιών σε συνάρτηση με την δυναμική, που δρομολογούν.
Με αυτό τον τρόπο διασφαλίζεται η συμμετοχή των πολιτών, έστω και έμμεσα με τους βουλευτές, στην διαχείριση της εξουσίας, ενώ το δημοκρατικό πολίτευμα αποκτά ουσιαστικό περιεχόμενο, διότι η πολιτική επικοινωνία υπερβαίνει το επίπεδο της κοινωνίας του θεάματος και της εικονικής προσέγγισης του γίγνεσθαι στα διάφορα κοινωνικά συστήματα (από το πολιτικό μέχρι το οικονομικό).
Στην πράξη όμως το πολιτικό σύστημα επικοινωνιακά κινείται με λογική διαφήμισης και ενεργοποίησης του συναισθήματος με εργαλείο την κοινοποίηση των εξιδανικευμένων «προθέσεων» του σε σχέση με την πορεία στο μέλλον και την υποβάθμιση των ικανοτήτων και της ηθικής ακεραιότητας των αντιπάλων.
Ιδιαιτέρως στην Ελλάδα αυτή η πρακτική κυριαρχεί και στις προεκλογικές περιόδους διαμορφώνει συνθήκες ακραίας πόλωσης. Ο εκφερόμενος λόγος είναι έντονα διχαστικός και ταυτοχρόνως απομακρύνει τον ορθολογισμό από την πολιτική επικοινωνία, ενώ αξιοποιεί την γενικόλογη παρουσίαση των «φαντασιώσεων», στις οποίες θα στηριχθεί η διαμόρφωση πολιτικής στάσης στους πολίτες.
Αρκεί να ληφθούν υπόψη οι διαφημίσεις των κομμάτων στις προεκλογικές περιόδους. Εκπέμπονται στοχευμένα μηνύματα σε σχέση με την υλική ευημερία των πολιτών, χωρίς να δημοσιοποιείται ο ολοκληρωμένος σχεδιασμός, στον οποίο υποτίθεται, ότι στηρίζονται. Έτσι όμως δεν μπορεί να αναπτυχθεί ο αναγκαίος ουσιαστικός διάλογος, ώστε οι πολίτες να καταλήγουν σε πολιτικές επιλογές, οι οποίες στηρίζονται στην γνώση των δεδομένων της πραγματικότητας και των επιπτώσεων της εφαρμογής των πολιτικών προγραμμάτων.
Στην εποχή, που διανύουμε, υπάρχουν βέβαια πολλές δυσκολίες στην διαχείριση του χρόνου, οι οποίες μεγαλώνουν ακόμη περισσότερο τα προβλήματα σε σχέση με την συνειδητή λειτουργία των πολιτών στις διάφορες διαδικασίες του δημοκρατικού πολιτεύματος, με αποτέλεσμα να μετατρέπονται σε «ενεργούμενα», ανάλογα με την κατεύθυνση της δυναμικής του μοντέλου κοινωνικής οργάνωσης.
Η βασική αρχή της δημοκρατίας, δηλαδή η ουσιαστική και βασιζόμενη στην γνώση της πραγματικότητας σε βάθος λειτουργία των πολιτών, ώστε να πραγματώνεται η έμμεση ή δι’ αντιπροσώπων συμμετοχή στο πολιτικό γίγνεσθαι, δεν είναι εφικτή.
Ο χρόνος είναι τόσο πλούσιος σε δεδομένα, τα οποία συνεχώς αλλάζουν με την συμβολή της επιστήμης και των τεχνολογικών της εφαρμογών, ενώ προστίθενται και νέα, με αποτέλεσμα η νοητική τους επεξεργασία από τον απλό πολίτη να είναι πολύ δύσκολη. Γίνεται δε ακόμη δυσκολότερη, αν συνυπολογισθεί, ότι δεν διαθέτει ούτε τον χρόνο ούτε και τα κάθε φορά κατάλληλα μεθοδολογικά εργαλεία για την ανάλυση και κατανόηση τους.
Επίσης πολύ αρνητικό ρόλο στην έλλειψη δυναμικής στη σύγχρονη δημοκρατία παίζει και ο «τεμαχισμός» του χρόνου από τα κόμματα, ανάλογα με το ποιο είχε την ευθύνη διακυβέρνησης και η μη αντιμετώπιση του ως ενιαίου μεγέθους, το οποίο εξελίσσεται. Τα πολιτικά κόμματα στο επικοινωνιακό πεδίο διαχειρίζονται το χρόνο ανάλογα με το διάστημα, που είχαν την ευθύνη διακυβέρνησης, χωρίς να λαμβάνουν υπόψη τις επιπτώσεις της πολιτικής τους και πέραν αυτού του χρονικού διαστήματος.
Οι εκλογές λειτουργούν ως κάθαρση για τα λάθη και τις αρνητικές επιπτώσεις στην κοινωνία. Οι ευθύνες για την πορεία της χώρας στην οικονομική κρίση έχουν ήδη «ξεχασθεί» από τα κόμματα, που την προκάλεσαν.
Γι’ αυτό και δεν είναι σε θέση να κάνουν μεταξύ τους διάλογο και να συναινέσουν σε συμβιβασμούς και συμφωνίες, οι οποίες διαμορφώνουν τις προϋποθέσεις για την εκπροσώπηση της κοινωνικής πλειοψηφίας στο επίπεδο διακυβέρνησης της χώρας.
Αρνητικά σε σχέση με την προοπτική ανάπτυξης δημοκρατικής δυναμικής λειτουργεί και το ισχύον σύστημα κοινωνικών αξιών σε συνδυασμό με την διαφθορά, που διαπερνά τις κοινωνικές σχέσεις και συναλλαγές και δεν αφήνει περιθώρια ανάδειξης βιώσιμων εναλλακτικών μορφών κοινωνικής οργάνωσης.
Όταν κυριαρχεί το πελατειακό σύστημα ως μέσο και εργαλείο για την κοινωνική και επαγγελματική άνοδο, η φοροδιαφυγή και η φοροαποφυγή για την επίτευξη της υλικής ευημερίας και το «φακελάκι» για την διασφάλιση της υγείας των πολιτών, τότε η δημοκρατική λειτουργία αποδυναμώνεται. Δεν ενδιαφέρει η οικοδόμηση μιας κοινωνίας, η οποία βασίζει την ευημερία της και την ποιότητα ζωής στην ισότητα των ευκαιριών και στην ύπαρξη κοινωνικών σχέσεων, οι οποίες δεν παράγουν κοινωνικές ανισότητες.
Απλά δεσπόζουν ο ακραίος ανταγωνισμός και ο ατομικισμός ως απαραίτητα εργαλεία για την επίτευξη των ατομικών στοχεύσεων. Τα ποιοτικά κριτήρια για την αξιολόγηση των πολιτών σε σχέση με την λειτουργικότητα τους στην διεκπεραίωση των κοινωνικών ρόλων στα διάφορα κοινωνικά συστήματα (εργασίας, υγείας, δημόσιας διοίκησης κ.λ.π.) δεν παίζουν σημαντικό ρόλο.
Γι’ αυτό και δεν αναπτύσσεται κοινωνική δυναμική, ενώ το δημοκρατικό πολίτευμα αποδυναμώνεται. Το «μέσον» υποκαθιστά την ποιότητα του πολιτικού συστήματος ως προς την ικανότητα του να κυβερνά και να σχεδιάζει την πορεία προς το μέλλον, ενώ η δημοκρατία μετατρέπεται σε διαδικαστικό εργαλείο για την ανάδειξη διαχειριστών κυβερνητικής εξουσίας, οι οποίοι ως «δικοί μας» φροντίζουν για την πραγμάτωση των ατομικών φαντασιώσεων των «πολιτών».
Σε αυτής της ποιότητας δημοκρατική λειτουργία βέβαια δεν οικοδομούνται σύγχρονοι θεσμοί πολιτικής συμμετοχής για τους πολίτες (π.χ. δομές της κοινωνίας πολιτών με θεσμικό ρόλο για την έκφραση του κοινωνικού συμφέροντος και την ανάπτυξη διαλόγου με το πολιτικό σύστημα και την κυβέρνηση), διότι θα πρέπει να κινηθούν σε διαμετρικά αντίθετη κατεύθυνση από την επικρατούσα κοινωνική ακινησία.
Γι’ αυτό είναι πολύ φυσικό να μην δημιουργούνται κοινωνικά κινήματα για την έκφραση του κοινωνικού συμφέροντος σε σχέση με πλανητικής ή ευρωπαϊκήε εμβέλειας προβλήματα, όπως είναι η κλιματική αλλαγή και η αποτελεσματική και βιώσιμη διαχείριση της μαζικής μετακίνησης πληθυσμών.
Τέλος η προεκλογική αντιπαράθεση των κομμάτων στο πλαίσιο των ευρωεκλογών (26.5.2019) δείχνει εμφατικά την αντιμετώπιση της δημοκρατίας από το πολιτικό σύστημα και την κοινωνία. Ο εκφερόμενος «πολιτικός» λόγος δεν έχει ευρωπαϊκό περιεχόμενο, αλλά καλλιεργεί φαντασιώσεις με εθνικά χαρακτηριστικά και οι πολίτες κρίνουν και ψηφίζουν με εθνικά κριτήρια.
Περιττό να αναφερθεί, ότι οι πολιτικές επιλογές των πολιτών δεν στηρίζονται στην προσέγγιση και ανάλυση της λογικής συνέπειας των επιχειρημάτων του πολιτικού λόγου, διότι δεν υπάρχουν. Εκείνο, που «μετράει», είναι το «χάδι» στο συναίσθημα του «καταναλωτή» των πολιτικών μηνυμάτων. Γι’ αυτό βρίσκουν πρόσφορο έδαφος οι εθνικιστικές εξάρσεις και ο αντιευρωπαϊκός λαϊκισμός. Το όραμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν υπερβαίνει τον πραγματισμό της οικονομικής λειτουργικότητας των «αριθμών» και του πολιτικού τους «περιτυλίγματος».
Με αυτά τα δεδομένα όμως η δημοκρατία αποδυναμώνεται επικίνδυνα και η ελεύθερη πολιτική βούληση περιθωριοποιείται. Η σημερινή παγκοσμιοποιημένη πολύπλοκη πραγματικότητα είναι δύσκολα διαχειρίσιμη, όταν η δημοκρατία στερείται δυναμικής, επειδή δεν προωθεί την συμμετοχή των πολιτών στα «κοινά» με την ανάπτυξη διαλόγου στις δομές της κοινωνίας πολιτών, ώστε να μορφοποιείται και να εκφράζεται το κοινωνικό συμφέρον, αλλά λειτουργεί ως τυπική διαδικασία εκλογής των «αντιπροσώπων» στο Κοινοβούλιο. Το ίδιο ισχύει, όταν δεν υπάρχουν σύγχρονοι θεσμοί και διαδικασίες (π.χ. εκτελεστική και νομοθετική εξουσία), που τα μέλη τους πληρούν τις ποιοτικές προϋποθέσεις και εγγυώνται την ομαλή πορεία προς το μέλλον και την αντιμετώπιση των επιπτώσεων των ανεπαρκειών του παρελθόντος.