«Γεννήθηκα στις 17 Νοέμβρη 1973. Εκεί στα δεκαπέντε μου, τον Νοέμβρη του 1973, γεννήθηκα πολιτικά. Μέσα στη φωτιά που άναβε γύρω από την εστία του Πολυτεχνείου, εκείνες τις τρεις ατέλειωτες μέρες και νύχτες. Εκείνη η εξεγερτική φλόγα ήταν για μένα πυρογραφία ψυχής που σημάδεψε ανεξίτηλα το δεκαπεντάχρονο παιδί, που ήταν κιόλας έτοιμο να τη δεχτεί, πολιτικό έμβρυο στη λαϊκή μήτρα, στα πρώτα απελευθερωτικά σκιρτήματα».
Το απόσπασμα δεν προέρχεται από πεζογράφημα επαναστατικού λυρισμού, σαν αυτά που δημοσιεύουν κατά κόρον τον τελευταίο καιρό οι κομματικές αριστερές εφημερίδες. Είναι εισαγωγή στο κεφάλαιο στο οποίο ο κατά συρροήν δολοφόνος, καταδικασμένος έντεκα φορές σε ισόβια τρομοκράτης της 17 Νοέμβρη, περιγράφει τη μύησή του στην Αριστερά – έναν, κατά την αντίληψή του, πολιτικό χώρο που έχει «τον παμπάλαιο πόθο: «Λαϊκή Εξουσία»». Στον χώρο αυτόν μπήκε εμπνευσμένος από τον εθνολαϊκιστικό ηρωισμό της μυθολογίας, ταυτίζοντας τον εαυτό του με τους ληστές μιας άλλης, ακόμα πιο παλιάς μυθολογίας.
Η αφήγηση του τρομοκράτη είναι τίγκα στα κλισέ. Γέννημα-θρέμμα της φτωχολογιάς, σαν πάτησε γερά στης νιότης τα ποδάρια οργανώθηκε στο… ρεφορμιστικό ΠαΣοΚ. Εμπέδωσε τη ρητορική της άρνησης, τον αντανακλαστικό αντιαμερικανισμό, την άρνηση της ανάπτυξης. Η δολοφονία του Γουέλς, τον Δεκέμβριο του 1975, αντιμετωπίζεται σαν απόδοση «θείας δίκης» εναντίον των ιμπεριαλιστών. Αλλά ο Κουφοντίνας πληγώθηκε βαθιά όταν συνελήφθη και έμεινε ένα βράδυ στο κελί, στην Ασφάλεια της Μεσογείων, το ίδιο πάνω-κάτω διάστημα, για συμμετοχή σε συγκέντρωση που είχε κηρυχθεί παράνομη. Περιγράφει ως εξής την εμπειρία του: «Παγωμένο το κελί, κατάλαβα την έκφραση «το κρύο περονιάζει μέχρι το κόκαλο», δεν μου έδιναν κουβέρτα – τιμωρία για τα αντάρτικα τραγούδια, γιατί αρνιόμουν να τους πω ακόμα και το όνομά μου».
ΕΙΣΟΔΟΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΕΛΑ. Σύμφωνα με την αφήγησή του, ο Κουφοντίνας έφυγε γρήγορα από το ΠαΣοΚ, ενώ σχεδόν αμέσως απέρριψε και την Αριστερά. Μετατράπηκε σύντομα σε «επαγγελματία επαναστάτη», ζώντας για ριζοσπαστική δράση και φαντασιωνόμενος μεγαλύτερες δόξες. Ωσπου τον ξεχώρισε ένα στέλεχος του Επαναστατικού Λαϊκού Αγώνα (ΕΛΑ) και τον στρατολόγησε στην οργάνωση, το 1977. «Τι στο καλό; Η ζωή κύκλους κάνει; Ετσι θα ένιωσε και ο παππούς, όταν τον πλησίασαν στο βουνό; Με λένε Δημήτρη, σαν τον παππού, και μπαίνω στα βαθιά, στην παρανομία».
Η επόμενη μεγάλη τελετή μύησης ήταν στα όπλα. Ο «Κοσμάς» (το ψευδώνυμο ενός από τους καθοδηγητές του) τον μύησε να κρατά το περίφημο σαρανταπεντάρι. Μια μέρα, το έβγαλε και το ακούμπησε μπροστά του. «Να το πάρω;». «Ναι, ελεύθερα, είναι άδειο». Ο Κουφοντίνας καταλαβαίνει ότι ήταν μια τελετουργία μύησης, την οποία εμπέδωσε εύκολα, γι? αυτό και άρχισε να κυκλοφορεί με το «ντουντούνι» (όπως το έλεγαν) στην τσέπη.
Τα «ντουντούνια» ήθελαν και θεωρία – εξού και, τω καιρώ εκείνω, έπεφτε πολύς Μαρξ και Λένιν. Αλλά στον Κουφοντίνα, σύμφωνα με την αφήγησή του, έλειπαν η δράση «που ανταποκρινόταν στις ανάγκες της ένοπλης προπαγάνδας» και η «λαϊκή διάθεση που απαιτούσε τιμωρία των ενόχων για τα μεγάλα εγκλήματα κατά του λαού». Και κάπως έτσι, μια φράξια του ΕΛΑ οδηγήθηκε στη 17 Νοέμβρη.
Ενα από τα πρώτα περιστατικά, στο οποίο ο Κουφοντίνας πήρε το βάπτισμα του πυρός, συνέβη στη Φιλοθέη. Επειδή «ο σύντροφος τεχνικός δεν είχε σφίξει καλά τις βίδες στην πινακίδα», την οποία είχαν βάλει στο αυτοκίνητο με το οποίο παρακολουθούσαν τον πλοίαρχο του αμερικανικού πολεμικού ναυτικού Τζορτζ Τσάντες, ένας οδηγός περιπολικού φοβήθηκαν ότι θα τους ελέγξει. Τότε ο Κουφοντίνας, αφηγείται, έβγαλε το πιστόλι και πυροβόλησε: «Πρώτη φορά πυροβολούσα σε ανθρώπους. Οταν έπιασα τη λαβή του όπλου ένιωσα παράξενα. Ανάμεικτα συναισθήματα με πλημμύρισαν. Και μια απροσδιόριστη θλίψη, μια αίσθηση μοναξιάς, μια βαθιά μελαγχολία, σαν να χανόταν κάτι παλιό κι αγαπημένο».
ΚΑΤΑ ΣΥΡΡΟΗΝ ΔΟΛΟΦΟΝΟΣ. Η συνέχεια είναι περιγραφή δολοφονικής δράσης. Αστυνομικοί, ξένοι διπλωμάτες, δικαστές, πρόσωπα με επιρροή, ο Παύλος Μπακογιάννης. Ενδιαμέσως, δίνεται η εκδοχή της κατάληψης του Αστυνομικού Τμήματος Βύρωνα και της κλοπής οπλισμού από το στρατιωτικό τάγμα Συκουρίου.
Για καμία από τις δολοφονίες αυτές ο κατά συρροήν δολοφόνος Κουφοντίνας δεν μετανιώνει. Μόνο σε μια περίπτωση κάνει «αυτοκριτική», με έναν εντελώς ιδιότυπο τρόπο: την περίπτωση του θανάτου κατά λάθος του Θάνου Αξαρλιάν, τον Ιούλιο του 1992, ενώ ο στόχος ήταν ο Ιωάννης Παλαιοκρασσάς, τον οποίο ο Κουφοντίνας αποκαλεί «τον πιο μισητό υπουργό Οικονομικών των τελευταίων χρόνων». «Ενας αθώος άνθρωπος, ο Θάνος Αξαρλιάν, ένας από τους δικούς μας, για αυτούς που αγωνιζόμασταν να έχουν ένα καλύτερο αύριο, έμεινε δίχως αύριο» περιγράφει στρεψόδικα μελό ο δολοφόνος, προσθέτοντας ότι τηλεφώνησε και εξέφρασε τη λύπη της 17Ν!
Αυτό ήταν ο Κουφοντίνας. Ενας δολοφόνος, που είχε χρίσει τον εαυτό του και δικαστή (μόνος του, με τους φίλους του αποφάσιζαν ποιος είναι ένοχος και ποιος αθώος της εσχάτης των ποινών) και δήμιο (αυτοαποκαλούνταν εκτελεστής, σε μια κοινωνία που ήδη είχε καταργήσει τη θανατική ποινή), ζήτησε συγγνώμη από ένα εκ των θυμάτων του – και συνέχισε να σκοτώνει. Ωσπου έσκασε η βόμβα στα χέρια του Σάββα Ξηρού, το καλοκαίρι του 2002, που οδήγησε στην εξάρθρωση της οργάνωσης.
1983: η αρχή των μαζικών φόνων
Σύμφωνα με την αφήγηση του Δημήτρη Κουφοντίνα, η οργάνωση 17Ν που προέκυψε από μια φράξια του ΕΛΑ συγκροτήθηκε ιεραρχικά και τα μέλη της εκπαιδεύτηκαν στη θεωρία και σε αυτοσχέδιο αντάρτικο πόλης. Κάποια στιγμή, έκαναν και συνδιάσκεψη. Και από το 1983 άρχισαν τις μαζικές δολοφονίες, που πάγωσαν πολλές φορές το πανελλήνιο
Καπηλεία στο εξώφυλλο
Το βιβλίο του δολοφόνου Δημήτρη Κουφοντίνα «Γεννήθηκα 17 Νοέμβρη» κυκλοφορεί από σήμερα, από τις Εκδόσεις Λιβάνη. Με εξώφυλλο, κολάζ με αντάρτες και την πόρτα του Πολυτεχνείου. Ο Κουφοντίνας προσπαθεί συνεχώς να εντάξει τον εαυτό του και τη δράση του στη συνολική δράση της Αριστεράς στην Ελλάδα. Το ίδιο επιχειρεί και ο Νίκος Γιαννόπουλος που προλογίζει το βιβλίο, ο οποίος ισχυρίζεται ότι ο Κουφοντίνας «πραγματοποιεί και μια από τις ενδελεχέστερες διεισδύσεις στις αντιφάσεις, τα μετέωρα, τις κακοδαιμονίες της Αριστεράς – όλης της Αριστεράς, των “άλλων”, της “δικής μας”, της δικής του…».