Είναι αφόρητη η αίσθηση της μειονεξίας και της περιθωριοποίησης της Ελλάδας στο ευρωπαϊκό γίγνεσθαι, καθώς οι εξελίξεις τρέχουν και η ΕΕ βρίσκει λύσεις στα προβλήματα της, χωρίς εμάς, αλλά, ευτυχώς, και για μας.
Είναι γεγονός ότι η προχθεσινή Σύνοδος Κορυφής άλλαξε το παγιωμένο την τελευταία τριετία πολιτικό πλαίσιο οικονομικής και αναπτυξιακής πολιτικής με μια διπλή συμφωνία.
Η πρώτη, είναι μια συμφωνία για την ανάπτυξη με το πακέτο των 120 δισεκ. Ευρώ που κατανέμεται σε ενισχύσεις για τις μικρές επιχειρήσεις και στήριξη της απασχόλησης, αύξηση των κεφαλαίων της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων και έκδοση ομολόγων μεγάλων έργων και δικτύων υποδομής στην ενέργεια, στις μεταφορές και στην πληροφορική.
Η δεύτερη, αφορά την οικονομική σταθερότητα στην ευρωζώνη με το νέο τρόπο ανακεφαλαιοποίησης των τραπεζών, τη δημιουργία ενιαίου ευρωπαϊκού φορέα εποπτείας του τραπεζιτικού συστήματος και τη διεύρυνση του ρόλου του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας που θωρακίζει τα κράτη απέναντι στην κερδοσκοπία των χρηματαγορών.
Η Ελλάδα εξακολουθεί να παρακολουθεί παθητικά της εξελίξεις ταλανιζόμενη ανάμεσα σε εκλογικές αναμετρήσεις, αδύναμες κυβερνήσεις και πολιτικές συγκρούσεις με λάθος ατζέντα. Το κοινό πλαίσιο ανάμεσα σε όλα τα κόμματα εξακολουθεί να είναι η μάχη απέναντι στο «κακό» μνημόνιο και η άποψη ότι τελειώνουν τα προβλήματα μας αρκεί να απαλλαγούμε από αυτό. Μάχη που δίνεται με διάφορα «όπλα», τόσα όσα και τα κόμματα (κατάργηση, τροποποίηση, απαγκίστρωση, αναδιαπραγμάτευση κλπ).
Μέσα σε αυτό το πολιτικό κλίμα, οι εγχώριες εξελίξεις δεν προβλέπονται ευοίωνες κάτω από την πίεση μιας 4μερούς αντιπολίτευσης αντιμεταρρυθμιστικής, εχθρικής προς την Ευρωπαϊκή Ένωση, δήθεν φιλολαϊκής, με καταγγελτικές κορώνες και ανέφικτες υποσχέσεις για ένα μεταμνημονιακό παράδεισο.
Και μιας 3μερούς κυβέρνησης που με τη συμφωνία των τριών κομμάτων για τη συγκρότηση της, ωραιοποιεί και υπόσχεται ευχάριστες αλλαγές στο ίδιο αντιμνημονιακό γήπεδο. Φέρνει στοιχεία λαϊκισμού και του παλαιοκομματισμού στους κόλπους της και ακολουθεί πρακτικές φτωχού συγγενή και επαίτη για νέες διευκολύνσεις από την ΕΕ, αντί να εγκαταλείψει αμέσως αυτό το γήπεδο, να εξαγγείλει από την πρώτη στιγμή ένα Σχέδιο Μεταρρυθμίσεων και να απευθυνθεί στις δημιουργικές δυνάμεις για μια εθνική συνεννόηση σε ένα Σχέδιο Ανάπτυξης με ορίζοντα το 2020. Και στη συνέχεια, ασφαλώς να μετέχει και να επιδιώκει να επωφεληθεί, θετικά όμως και αξιόπιστα, από τις νέες διευθετήσεις και τις νέες ευρωπαϊκές πολιτικές.
Δεν θα αποκαταστήσουμε αλλιώς τη χαμένη μας αξιοπιστία, τη θέση μας ως ισότιμου εταίρου στην ΕΕ και τη δυνατότητα αξιοποίησης των νέων ρυθμίσεων, ούτε βέβαια των νέων χρηματοδοτήσεων για την ανάπτυξη (το αντιπαράδειγμα της αδυναμίας διαχείρισης του ΕΣΠΑ είναι ακόμη ζωντανό).
Στο πλαίσιο αυτό, εκκρεμεί η διαμόρφωση της νέας πολιτικής πρότασης των προοδευτικών, μεταρρυθμιστικών, σοσιαλδημοκρατικών δυνάμεων της κεντροαριστεράς. Ο διάλογος για την προγραμματική σύγκλιση και ανασυγκρότηση του χώρου έχει αρχίσει και πρέπει να προχωρήσει γρήγορα, χωρίς περιχαρακώσεις και προκαταλήψεις. Δεν υπάρχει χρόνος για χάσιμο.