Ο Πρωθυπουργός επανέλαβε στον Ρώσο Πρόεδρο ότι το πρόβλημα που αντιμετωπίζει η χώρα μας είναι ευρωπαϊκό. Δεν υποστήριξε ότι το πρόβλημα είναι πρωτίστως ευρωπαϊκό και δευτερευόντως ελληνικό. Λάθος αλλά με κάποια λογική. Το πρόβλημα- ισχυρίστηκε- είναι μόνο ευρωπαϊκό. Τεράστιο λογικό- και όχι μόνο- χάσμα. Αν είναι μόνο ευρωπαϊκό, τότε γιατί δεν έχουν πρόβλημα δανεισμού όχι η Γερμανία ή Ολλανδία, αλλά ούτε καν το Βέλγιο ή ακόμη και η Ιταλία ή η Πορτογαλία για παράδειγμα; Βεβαίως αναφέρομαι σε πρόβλημα δανεισμού και όχι σε πρόβλημα ανάπτυξης και διεύρυνσης των ανισοτήτων, γιατί τέτοιο υπάρχει σ’ ολόκληρη την Ευρώπη
Είναι σίγουρο ότι το ελληνικό πρόβλημα απορρέει και από την αρχιτεκτονική του ευρώ. Την ίδια στιγμή που τα κοινοτικά όργανα περιορίζονταν μόνο στον έλεγχο των δημοσιοοικονομικών κανόνων που όριζε το σύμφωνο Σταθερότητας, δεν μπορούσαν να παρέμβουν επί των ασκούμενων πολιτικών των εθνικών κυβερνήσεων. Εδώ στην ουσία βρίσκεται και το μεγάλο πρόβλημα της αρχικής συγκρότησης του ευρώ, το οποίο είναι ένα νόμισμα που στηρίζεται σε μια υποτιθέμενη δημοσιονομική ενότητα, χωρίς αυτή να συνοδεύεται από κάποια οικονομική, νομισματική, φορολογική, τραπεζική και κυρίως πολιτική ενότητα. Η Ευρώπη του ενιαίου νομίσματος, δεν είναι καθόλου μια ενιαία Ευρώπη. Από αυτή την αρχιτεκτονική όντως κινδυνεύει το ευρωπαϊκό όραμα ενοποίησης.
Οι αιτίες όμως της ελληνικής κρίσης είναι πρωτίστως ενδογενείς. Το ελληνικό παραγωγικό μοντέλο οδήγησε στη σημερινή κρίση και στο μνημόνιο και όχι το αντίστροφο. Είναι βεβαίως τεράστιας σημασίας το γεγονός ότι η η συγκεκριμένη δημοσιονομική πειθαρχία, η οποία πνίγει τόσο τις δυνάμεις της αγοράς όσο και της εργασίας, δεν οδηγεί πουθενά. Γι’ αυτό όμως δεν φταίει μόνο το μνημόνιο, αλλά και ο τρόπος που αυτό εφαρμόστηκε στη χώρα- με πολιτικές μείωσης των εισοδημάτων και όχι περιορισμού του κρατικοδίαιτου καπιταλισμού και του συντεχνιακού κρατισμού.
Αν η κυβέρνηση υποστήριζε τα παραπάνω, ίσως μπορούσε να πείσει περισσότερους παράγοντες στην Ευρώπη. Δυστυχώς εγκλωβισμένη στη λογική της αντίθεσης μνημόνιο- αντιμνημόνιο δεν μπορεί ή δεν θέλει να το καταλάβει τίποτα. Γι’ αυτήν το μνημόνιο είναι μια ταξική πολιτική και τίποτα άλλο. Αυτό είναι η μισή αλήθεια, γιατί η άλλη βρίσκεται στο γεγονός πως η μη δανειοδότηση της χώρας, έστω και μέσω του μνημονίου, θα ήταν μια ακόμη πιο ταξική πολιτική, η οποία θα οδηγούσε το 2010 ή θα οδηγήσει το 2015 σε μια ολική καταβαράθρωση του βιοτικού επιπέδου των μεσαίων και κατώτερων στρωμάτων.
Ο ΣΥΡΙΖΑ εγκλωβίστηκε στη λογική του αντιμνημονίου, που του έδωσε την εξουσία. Είναι άλλο όμως, και σωστό, να τονίζεις τα αδιέξοδα μιας πενταετούς λιτότητας και άλλο να καλλιεργείς κλίμα πολέμου κατά της Ευρώπης. Πόλεμος και συμβιβασμός δεν συνυπάρχουν. Στον πόλεμο υπάρχουν μόνο νικητές και ηττημένοι. Συμβιβασμός όταν θεωρείς πως το Μνημόνιο ήταν «πολιτική επιλογή» των μνημονιακών δεν υπάρχει. Μια τέτοια αντίληψη οδηγεί στην πολιτική τού δεν κάνω τίποτα. Η κυβέρνηση δεν κάνει τίποτα. Δεν εφαρμόζει το Μνημόνιο, ούτε όμως και «αντιμνημονιακή» πολιτική. Γιατί μονομερής αντιμνημονιακή πολιτική επίσης δεν υπάρχει. Αυτή μπορεί να υπάρξει μόνο, όταν η Ευρώπη αποφασίσει πως πρέπει να αλλάξουν όλα, αν θέλει να μη χαθούν τα πάντα. Μέχρι τότε υπάρχουν αλλαγές και συμβιβασμοί στο υπάρχον πλαίσιο.
Μα θα μπορούσε κανείς να αντιτείνει, δεν βλέπετε πως η δημοφιλία της κυβέρνησης παραμένει μεγάλη; Ναι παραμένει και θα παραμένει, όσο ακόμη οι πολίτες τρέφουν φρούδες ελπίδες ότι υπάρχει μονομερής αντιμνημονιακή πολιτική. Όταν καταρρεύσουν οι προσδοκίες πως μπορούμε τώρα να γυρίσουμε σ’ όλα όσα κάναμε την πενταετία 2004-2009, τότε δεν θα έρθει μόνο η κατάρρευση της «αξιοπρέπειας». Μακάρι να κατανοήσουμε πως υπάρχει απουσία πολιτικής, πριν αυτή οδηγήσει σε στάση εσωτερικών πληρωμών, αύξηση της ανεργίας, ελλείψεις στην αγορά κυρίως σε φάρμακα, απόλυτη κατάρρευση της οικονομίας και περαιτέρω διάλυση των εργασιακών σχέσεων.
Όταν οι πολίτες κατανοήσουν ότι η κυβέρνηση δεν έχει ούτε σχέδιο Α, ούτε σχέδιο Β, τότε θα έλθει η δυσφορία. Το ερώτημα είναι, αν αυτή η δυσφορία θα είναι δημιουργική ή καταστροφική. Αν ισχύει το πρώτο, κινδυνεύει μόνο η κυβέρνηση. Μικρό, πολύ μικρό το κακό. Αν ισχύει το δεύτερο, κινδυνεύει και η κυβέρνηση, αλλά και η παραμονή της χώρας στην ευρωπαϊκή οικογένεια. Εδώ το κακό θα είναι ανεπανόρθωτο.