Ο Πύρρος Δήμας δεν είναι ένας συνηθισμένος αθλητής. Τον θυμόμαστε όχι μόνο για τα μετάλλια του, αλλά και για το στυλ του. Κατάφερε κάτι σπάνιο, να συνδυάσει το σεμνό προφίλ με το θέαμα, και μάλιστα σε ένα άθλημα που αφήνει ελάχιστα περιθώρια για το τελευταίο. Στηριζόμενος στην προσωπικότητά του, ο Δήμας συνέχισε να είναι δημόσιο πρόσωπο και μετά το τέλος της αθλητικής του καριέρας. Ούτε αυτό το καταφέρνουν πολλοί αθλητές. Και σίγουρα δεν το καταφέρνουν πολλοί μετανάστες. Η κοινωνία μας ξέρει να βάζει όρια σε ανθρώπους που έρχονται από την άλλη πλευρά του συνόρου, ακόμη και όταν μοιράζεται μαζί τους τη γλώσσα, τη θρησκεία ή ταυτίζεται με τις επιτυχίες τους.
Ο Δήμας επέλεξε την πολιτική, ένα βήμα επίσης δύσκολο, ειδικά για τους αθλητές που έχουν συνδέσει το όνομα τους με «εθνικές» επιτυχίες. Πρέπει να περάσουν μία ακόμη γραμμή, και να καταργήσουν έτσι μία πρόσληψη πάνω στην οποία στήριξαν μεγάλο μέρος της ενήλικης ζωής τους: αυτή του «παιδιού όλων των Ελλήνων». Γίνεσαι ξαφνικά παιδί του ΠΑΣΟΚ, της ΝΔ, του ΣΥΡΙΖΑ, και αυτό σε φέρνει εξ ορισμού αντιμέτωπο με τους πολιτικούς σου αντιπάλους. Η δράση φυσικά καταξιώνει έναν άνθρωπο στην πολιτική, και όχι απλώς η απόφαση του να ασχοληθεί με αυτή. Έτσι κι αλλιώς όμως, το βήμα για τους αθλητές δεν είναι εύκολο. Ειδικά όταν το επιχειρούν σε μία εποχή που το ασφαλές είναι να βρίζεις τους πολιτικούς, όχι να γίνεσαι ένας από αυτούς. Ο Δήμας πήγε μάλιστα με εκείνους που κατεξοχήν πλήρωσαν το τίμημα. Κατέβηκε με το ΠΑΣΟΚ και όχι τον ΣΥΡΙΖΑ. Αν είχε διαλέξει το δεύτερο, ένα κόμμα δηλαδή με στελεχιακό δυναμικό που αντιστοιχεί στο πρότερο του μέγεθος -και επομένως με διαπιστωμένη έλλειψη ανθρώπων- μπορούμε εύκολα να υποθέσουμε πού θα ήταν σήμερα.
Η κριτική του αρθρογράφου της Αυγής είναι άδικη γιατί παραβλέπει όλα τα παραπάνω και αντιμετωπίζει τον πρώην αθλητή αποκλειστικά ως ΠΑΣΟΚ, και ειδικότερα ως «προϊόν» της περιόδου Σημίτη. Είναι κάπως σαν το χρέος. Εφόσον έχει συμβεί το 2004, είναι άξιο διερεύνησης. Αν ο Δήμας, μας είχε συμβεί σε άλλη περίοδο ή είχε κατεβεί με τον ΣΥΡΙΖΑ, ο αρθρογράφος θα έπρεπε να βρει άλλη εφημερίδα για να δημοσιεύσει το κείμενο του.
Πότε όμως ακριβώς μας συνέβη ο Δήμας; Αυτό είναι και το μεγαλύτερο πρόβλημα του κειμένου. Τοποθετεί τον αθλητή σε λάθος εποχή. Ο Δήμας δεν είναι παιδί του 2004, αντιθέτως έχτισε την καριέρα του σε ανύποπτο χρόνο, τη δεκαετία του ‘90. Στους Ολυμπιακούς της Αθήνας το άστρο του είχε αρχίσει να χάνει τη λάμψη του. Γι’ αυτό και στη συλλογική συνείδηση, οι επιτυχίες του έχουν διαχωριστεί από όσα συνέβησαν τελικά με την ελληνική Άρση Βαρών.
Αλλά και το συνολικότερο πρόβλημα, το ντόπινγκ, ο αρθρογράφος το συνδυάζει αποκλειστικά με το 2004, ώστε να θεμελιώσει την κριτική του και πάλι στο ΠΑΣΟΚ της εποχής. Ήταν όμως το 2008, όταν 11 από τους 13 αρσιβαρίστες βρέθηκαν θετικοί σε αιφνιδιαστικό έλεγχο του Παγκόσμιου Οργανισμού για το Αντιντόπινγκ. Αθωώθηκαν έξι χρόνια μετά, το 2014. Ο εισαγγελέας στην πρόταση του είπε ότι ενδεχομένως κάποιος είχε στείλει σκόπιμα νοθευμένη παρτίδα για να καταστρέψει την ομάδα… Όλα αυτά μας υπενθυμίζουν ότι το πρόβλημα του ντόπινγκ έχει διάρκεια και κυρίως χαρακτηριστικά πολύ διαφορετικά από αυτά που προσπαθεί να του προσδώσει ο αρθρογράφος. Στην καρδιά δε του συγκεκριμένου προβλήματος εντοπίζεται ο τρόπος με τον οποίον εμείς και οι θεσμοί μας διαβάζουμε όλες τις παθογένειες της κοινωνίας μας.
Αντίστοιχα, η ανάγνωση της πρόσφατης ιστορίας μας, με βάση τη διαχωριστική γραμμή σε “κακούς παλιούς” και “καλούς καινούργιους” είναι ένα από τα θεμελιώδη, τρέχοντα προβλήματα μας. Είναι ουσιαστικά το βασικό, λανθασμένο επιχείρημα με το οποίο ο ΣΥΡΙΖΑ ήρθε στην εξουσία και διατηρεί το ηθικό του προβάδισμα στην κοινωνία. Από αυτή την άποψη, είναι ένα πολιτικό πρόβλημα, και γι’ αυτό, από τον πολιτικό Δήμα δεν χρειαζόμαστε το εξώδικο προς την εφημερίδα, αλλά την πολιτική του απάντηση.