Ένα νέο, μικρού εκλογικού ποσοστού και χωρίς κυβερνητική εμπειρία αριστερό κόμμα συνέβαλε στη διάσωση της χώρας με τη συμμετοχή του σε ένα τρικομματικό κυβερνητικό σχήμα πραγματοποιώντας ένα ιστορικό άλμα και γενναίες υπερβάσεις. Η Δημοκρατική Αριστερά συνεισέφερε πολύτιμο πολιτικό κεφάλαιο στην κυβέρνηση προσφέροντας χείρα βοηθείας, τόσο προς το ΠΑΣΟΚ για να απογαλακτισθεί (πρόσκαιρα;) από το επιβαρημένο κυβερνητικό του παρελθόν, όσο και προς τη Νέα Δημοκρατία για να αποσείσει ευκολότερα το αντί-μνημονιακό παρελθόν της. Το πράξαμε αυτό έχοντας πλήρη συνείδηση της απόφασής μας για τη συγκρότηση της κυβέρνησης που στόχευε στην παραμονή της χώρας στο ευρώ και, σε τελική ανάλυση, στη σωτηρία της.
Στην πορεία αναγκαστήκαμε να υιοθετήσουμε έναν αμυντικό ρόλο σε πολλές κυβερνητικές αστοχίες διατυπώνοντας επιφυλάξεις, αντιρρήσεις, διαφωνίες και ενστάσεις. Και αυτό γιατί αποδεχθήκαμε να συμμετάσχουμε διασπείροντας τις μικρές μας δυνάμεις σε πολλά κυβερνητικά πεδία και μάλιστα με μη πολιτικά στελέχη που διακρίνονταν από μεγάλη αυτοτέλεια στη λειτουργία τους αλλά, συνάμα, και αδυναμία ακόμη και στη μεταξύ τους συνεννόηση.
Έπρεπε, λοιπόν, να είχαμε επιλέξει εξ αρχής μία «καθετοποιημένης» μορφή πολιτική εμπλοκή σε 1-2 τομείς που κατά παράδοση η Ανανεωτική Αριστερά εμφανίζει ηγεμονική παρουσία (π.χ. πολιτισμός, δικαιώματα) και να καταθέσουμε από πριν ένα επεξεργασμένο και διακριτό πολιτικό στίγμα που θα είχαμε διαπραγματευθεί ως προϋπόθεση εισόδου στη κυβέρνηση. Αντί αυτού υποχρεωθήκαμε να παρακολουθούμε την αντιδημοκρατική διαδικασία του «κατεπείγοντος» και τις υπουργικές Πράξεις Νομοθετικού Περιεχομένου αλλά και να «βγαίνουμε στην επίθεση» με το περίφημο αναλογικό σύστημα θεσμικής εκπροσώπησης «4- 2- 1» που μας καθιστούσε ανέξοδα αλλά και επικίνδυνα όμοιους με τους δύο άλλους δύο πιο «αποδοτικούς» εταίρους λόγω της πολύχρονης εξοικείωσής τους στο συγκεκριμένο παίγνιο. Ακόμη περισσότερο, αποδεχόμασταν αμήχανα το γραμματέα του υπουργικού συμβουλίου να αποφασίζει για την ουσία των νομοθετικών πρωτοβουλιών των υπουργών μας όπως συνέβη στην περίπτωση του αντιρατσιστικού νόμου καθώς λειτούργησε απρόσκοπτα το συγκοινωνούν δοχείο της Νέας Δημοκρατίας με εκείνο της Χρυσής Αυγής.
Το αποκορύφωμα του αυταρχικού παλαιοκομματικού τυχοδιωκτισμού που επέδειξε ο βασικός κυβερνητικός μας εταίρος, πάλι με τη στήριξη της Χρυσής Αυγής, υπήρξε ο χειρισμός στο θέμα της ΕΡΤ, ενός θέματος πρωτίστως δημοκρατίας και υπεράσπισης δημόσιου συμφέροντος. Αντί λοιπόν να θέσουμε συνολικά το ζήτημα των συχνοτήτων και των κανόνων λειτουργίας του δημόσιου και ιδιωτικού ραδιοτηλεοπτικού χώρου, παρείχαμε κρίσιμο πολιτικό χρόνο στον πρωθυπουργό ώστε να αναδιατάξει την πολιτική του για τη νέα Ραδιοτηλεόραση και να κλείσει με σημασία το μάτι στο ΠΑΣΟΚ και τον πρόεδρό του προσφέροντάς τους μία διευρυμένη κυβερνησιμότητα ως στοιχείο κομματικής «ανασυγκρότησης». Συμπερασματικά και ακολουθώντας το μότο της διατύπωσης του γραμματέα της ΔΗΜΑΡ αλλά με άποψη διαφορετική από τη δική του, η αποχώρησή μας θα μπορούσε να ορισθεί ως: ορθή απόφαση με σωστή αφορμή αλλά δεκαήμερη καθυστέρηση και με ανώδυνη πολιτική επίδραση στους άλλους δύο εταίρους μας.
Ποιοι, όμως, επιδιώκουν να θέσουν τη ΔΗΜΑΡ εκτός πολιτικού παιχνιδιού επειδή διεκδικεί το δικαίωμα στην αυτονομία των επιλογών της; Αν και αρκούντως «συστημικοί» εμείς οι ίδιοι, οι συστημικοί μας «φίλοι» στηλίτευσαν την αποχώρησή μας με απρόσμενα σκληρό τρόπο όπως για παράδειγμα το μονομερές και απαξιωτικό κείμενο «Όταν η ΔΗΜΑΡ συναντά τον Όργουελ». Από την άλλη πλευρά, οι «αντισυστημικοί» αντίπαλοί μας φαίνεται να μας συνυπολογίζουν στις επαναδιατυπώσεις των σεναρίων που θα τους διευκολύνουν στην, κρίσιμη για τους ίδιους αλλά πρωτίστως για τη χώρα, επόμενή τους ημέρα.
Η αποχώρηση της ΔΗΜΑΡ από τη κυβέρνηση δεν εγγράφεται ως τακτικός ελιγμός αλλά ως μέρος της ίδιας στρατηγικής επιλογής μας: Κόμμα της Αριστεράς της ευθύνης, με προσανατολισμό στις αναγκαίες δημοκρατικές μεταρρυθμίσεις για την εφαρμογή δίκαιης κοινωνικής πολιτικής που μπορεί να οδηγήσει στην εναλλακτική πρόταση εξόδου από την κρίση και με αδιαπραγμάτευτη την παραμονή μας στο ευρωπαϊκό γίγνεσθαι. Στο βαθμό, λοιπόν, που δεν θα εισέλθουμε σε αγωνιώδεις εσωτερικούς διαλόγους και σε διλήμματα υπαρξιακής αγωνίας, συνεχίζουμε να αποτελούμε το σημείο αναφοράς των ευρύτερων προοδευτικών δυνάμεων και ζυμώσεων.
Το αίτημα για την Κεντροαριστερά με πνοή μεγάλης παράταξης αποκτά μια νέα επικαιρότητα στο δρόμο για το συνέδριό μας. Το επόμενο διάστημα τα πεδία της πολιτικής δράσης στα οποία μπορεί να πρωταγωνιστήσει η ΔΗΜΑΡ με επάρκεια είναι μπροστά μας: Ισχυρό ψηφοδέλτιο στις ευρωεκλογές με στόχο να αποτυπωθεί η φυσιογνωμία των διάσπαρτων δυνάμεων της πολιτικής οικολογίας και του αριστερού ευρωπαϊσμού και, κυρίως, οι εκλογές στην Αυτοδιοίκηση όπου διαθέτουμε όλα εκείνα τα εχέγγυα για να υποστηριχθούν δυνάμεις και πρόσωπα με στόχο την ενδυνάμωση του ρόλου των τοπικών κοινωνιών και της κοινωνικής συνοχής. Όλα τα προηγούμενα επιβάλλουν ορισμένα βασικά προαπαιτούμενα όπως είναι η υιοθέτηση νέων τρόπων κατανόησης, επαφής και επικοινωνίας με την κοινωνία και αποφεύγοντας ιδεοληψίες και ιδεολογισμούς του παρελθόντος με τις άγονες συναντήσεις κορυφής, τις μικροεξουσίες των μηχανισμών, τις ανούσιες προσωπικές στρατηγικές και το εξουθενωτικό lobbying ομάδων και παραγόντων. Η συζήτηση για την Κεντροαριστερά σήμερα, πρέπει να καταστεί κοινωνικά ελκυστική και πολιτικά αποτελεσματική αναδεικνύοντας τα οφέλη του τρίτου δρόμου. Μια τέτοια συζήτηση οφείλει να διεξαχθεί χωρίς αποκλεισμούς αλλά και να μην εξελιχθεί σε προσχηματικό διάλογο προκειμένου ο καθένας από τους ενδιαφερόμενους να καταγράφει το προσωπικό του αδιέξοδο.
Πιστεύω, ότι στην ιδιότυπη περίοδο που έχουμε εισέλθει, δεν απαιτούνται ούτε νέες μακροθεωρίες με έτοιμες απαντήσεις επί παντός του επιστητού, ούτε αυτονομημένες χαρισματικές ηγεσίες μεσσιανικού τύπου. Το ύφος της δημόσιας παρουσίας του Φώτη Κουβέλη δεν έχει πληγεί ούτε έχει εξαντληθεί το πολιτικό κεφάλαιο που τον συνοδεύει. Είναι δυνατόν, μάλιστα, να παράγουμε νέες υπεραξίες εάν με πολιτικό τρόπο και με συλλογικές λειτουργίες ορίσουμε τον κοινό ζωτικό τόπο όλων των δυνάμεων και διεργασιών που κινούνται στο χώρο του δημοκρατικού Σοσιαλισμού, της σοσιαλδημοκρατίας και της Κεντροαριστεράς. Δυνάμεις αποθεματικές που θα αντιμάχονται τα προτάγματα της Κεντροδεξιάς και τις επικίνδυνες οσμώσεις της με την ακροδεξιά αλλά ταυτόχρονα θα επιταχύνουν τις αναζητήσεις του χώρου που καλύπτεται από τον ΣΥΡΙΖΑ. Ο ρόλος της ΔΗΜΑΡ στη νέα περίοδο είναι κρίσιμος καθώς θα πρέπει να αντιπαλεύει την τάση ενός άγονου δικομματισμού ΝΔ – ΣΥΡΙΖΑ με την αυξημένη, μάλιστα, επιρροή της Χρυσής Αυγής. Ο ρόλος της ΔΗΜΑΡ πρέπει να κινηθεί στη δημιουργία ενός τρίτου πόλου όπου η ίδια δεν θα έχει απαραίτητα τον κεντρικό ρόλο. Θα συμμετέχει ισότιμα στη συζήτηση χωρίς την ανευθυνότητα και τις μεγαλοστομίες του ΣΥΡΙΖΑ.
Στο συνέδριό μας έχουμε τη δυνατότητα να διατυπώσουμε ένα συγκεκριμένο και ρεαλιστικό μεταρρυθμιστικό σχέδιο κοινωνικής αναδιανομής και εξόδου από την κρίση ικανό να διαμορφώνει προγραμματικές συγκλίσεις και να προσελκύσει ευρύτερα στρώματα που θα θέσουν τους όρους μιας νέας κοινωνικής και πολιτικής ηγεμονίας που έχει ανάγκη η χώρα μας.