Διλλήματα ουσιώδη μπροστά στις κάλπες

Νίκος Γκιώνης 10 Σεπ 2015

Καταλαβαίνω  τον νοητικό  μόχθο  των κομματικών  επικοινωνιολόγων , για το πως θα ξαναφορέσουν στον τρέχοντα  πολιτικό λόγο, επικαιροποιημένα  στερεοτυπικά επιχειρήματα του παρελθόντος, έστω και σε μικρότερη ποσότητα, για να γίνει βρε αδερφέ και κάποιος  θόρυβος.

Μόνο που εδώ και σήμερα τα πράγματα είναι εντελώς αλλιώτικα και κατατάσσονται είτε  στο πλαίσιο ενός  ανυπότακτου ποπουλιστικού  λόγου  με εθνικιστικές κορώνες, που ως μεθόριο έχει την καταστροφική και δοκιμασμένη ουτοπία/δυστοπία και τις προκύπτουσες απ’ αυτές  παρατεταμένες ονειρώξεις ενυπνίως είτε σε μιαν άλλη μεγάλη  χωροθέτηση, που αδρά εμπεριέχει κυρίως τον αντιλαϊκιστικό λόγο και το ιεραρχημένο και μετρήσιμο μεταρρυθμιστικό σχέδιο.

Οι  πολύπαθες – και  εκφραστικά  –  μεταρρυθμίσεις δεν είναι παρά  οι  αλλαγές εντός  της  κοινωνίας  και των θεσμών , που επικαιροποιούν   τον αστικό μετασχηματισμό με μεσομακροπρόθεσμα  ωφελήματα  για  τους πιο πολλούς, αν όχι για όλους. Ακριβώς επειδή προαπαιτούν και  μια βίαιη  ωρίμανση προς  τον δημιουργικό  πραγματισμό, κινδυνεύουν  να  μεταλλαχτούν  σε  απορρυθμίσεις, αν οι εμπλεκόμενοι  τις  απορρίψουν  στα πλαίσια των τεμπέλικων και  δυστοπικών αντιλήψεών τους.

Το  χρώμα των αλλαγών είναι  δύσκολα  εντοπίσιμο, στην διπολική γραμμή Δεξιά – Αριστερά, ωστόσο η ποιότητά τους  είναι εντελώς  πολιτική. Ίσως θα  μπορούσαμε να πούμε πως Λογικά και Ηθικά, ανήκουν σχηματικά στα πλαίσια του Δυτικού ρεφορμισμού τις αρχές του οποίου, εμπεριστατωμένα , έθεσαν  πριν πολλά  χρόνια  ο Μπερνστάιν και ο  Κάουτσκι, αλλά δεν δίστασε εν μέρει να εφαρμόσει ο 80χρονος  μέγας συντηρητικός πολιτικός Κόνραντ  Αντενάουερ.

Στους  τωρινούς περίεργους και δύσκολους  καιρούς, τα αυτοπροσδιοριζόμενα  ως μεταρρυθμιστικές συλλογικότητες,  κόμματα είτε του ριζοσπαστικού Κέντρου είτε του συντηρητικού  αστισμού, δεν έχουν αποφύγει λαϊκιστικές  επιδαψιλεύσεις  για προφανείς εκλογικούς σκοπούς κι  αναφέρομαι  κυρίως  στην μερκαντιλιστική τους αντίληψη  για  το αγροτικό οικονομικό ζήτημα.

Άλλοι πάλι δημοκράτες, δεν έχουν σταματήσει τις ανιστορικές  αντιλήψεις περί απολύτως  παλαιού και αντιστοίχου νέου. Να ναι  καλά όμως ο Νίκος Χριστοδουλάκης, από το επάρατο παλιό, που μας θύμισε πως η υπουργία  είναι μια  δουλειά, από την οποία προσδοκούμε  αποτελέσματα.

Σήμερα, οι μεταρρυθμίσεις  δεν μπορεί παρά να κινούνται στις  ράγες του πολιτικού και οικονομικού φιλελευθερισμού, της ορθολογικής διεύρυνσης  του κοινωνικού Κράτους, της φιλοεπενδυτικής  αντίληψης της Πολιτείας , την συνεργασίας Δημόσιου και Ιδιωτικού  εςακόμα και  σε τομείς όπως η Υγεία ή τα ιδιωτικά Πανεπιστήμια. Βάση μετρήσεως όλων , είναι οι κοινώς  αποδεκτές  ευρωπαϊκές σταθερές.

Βασικότατη όμως προϋπόθεση είναι να  μάθουμε να  δουλεύουμε και να  φτιάχνουμε εθνικό πλούτο, άλλωστε κατά  τον Ανταμ Σμιθ στον ΠΛΟΥΤΟ ΤΩΝ ΕΘΝΩΝ , η εργασία και μόνον είναι η  μόνη μέση αποτίμηση της χρηματικής τιμής του αγαθού , ενώ το  ίδιο λέει κι Μαρξ αθροίζοντας και την υπεραξία.

Το  τωρινό δίπολο – διακύβευμα είναι αφενός  μια παλαβά καταστροφική ακινησία , που την βάφτίζουν Ελληνική Κομμουνιστική ή μεταμπολσεβίκικη Αριστερά κι αφετέρου η  ιεράρχηση και υλοποίηση  στόχων και προτεραιοτήτων μεταρρυθμιστικού προσανατολισμού  εντός  των Ευρωπαϊκών κεκτημένων και επιγενομένων.

Χωρίς επαρκείς ηγεσίες όμως, ομιλούμε για ακέφαλη καβαλαρία, αναφορικά με όσα παραπάνω έγραψα. Έτσι, περί το 1795 ο σπουδαίος Γερμανός  δημοκράτης  και μέγιστος φιλόσοφος Γιόχαν Φίχτε, έγραψε και είπε: «Δεν θέλω τον Ηγεμόνα πρόσχαρο, καλό. Τον θέλω – και γι αυτό τον αναζητώ –  εγγυητή των δικαιωμάτων μου, καθοδηγητή των υποχρεώσεών μου προς το Κράτος και τους συμπολίτες μου, εργατικό , ενίοτε αυστηρό  και  παντοτινά  δίκαιο».