Τι είναι το πολιτικό δίλημμα: η επιλογή μεταξύ δύο αμοιβαία αποκλειόμενων πολιτικών επιλογών.
Ένα επίκαιρο παράδειγμα διλήμματος:
α) Απόλυση 15 χιλιάδων εργαζομένων στο δημόσιο, χωρίς προσωπική αξιολόγηση και, κυρίως, χωρίς αξιολόγηση της αναγκαιότητας των υπηρεσιών που προσφέρουν. Διότι, με την κατάργηση μιας θέσης, αξιολογούμε όχι μόνο τον υπάλληλο, αλλά και τη θέση. Υπό αυτό το πρίσμα, επιλέγουμε εάν μας χρειάζονται καθηγητές καλλιτεχνικών μαθημάτων ή αγροφύλακες.
Β) Πολιτική σταθερότητα και αποδοχή της ευρωπαϊκής μας πορείας, που θα τεκμαίρεται από την ανάλογη κοινοβουλευτική πλειοψηφία.
Το να έχουμε και τα δύο, μάλλον δεν γίνεται. Είτε επειδή κανείς δεν μπορεί να πιστέψει ότι μια τόσο εσπευσμένη συζήτηση μπορεί να είναι και σοβαρή, είτε επειδή προσθέτουμε μερικούς χιλιάδες ακόμα εργαζόμενους στην ανεργία, με αμφίβολα δημοσιοοικονομικά οφέλη. Γιατί η ΕΡΤ θα μας κοστίσει δημοσιοοικονομικά περί τα 120 εκατομμύρια ευρώ (2600 περίπου εργαζόμενοι), ενώ δεν είναι καθόλου σαφές πόσο θα μας κοστίσει η απόλυση 15.000 υπαλλήλων. Και πρέπει να συνυπολογίσουμε ότι κάθε φορά που βγάζουμε μερικές χιλιάδες εργαζόμενους από μια υπηρεσία, βγάζουμε επίσης τις εισφορές τους από το σύστημα, ενώ πρέπει να αναλάβουμε και το ταμείο ανεργίας. Συνεπώς, το επιχείρημα είναι αδύναμο τόσο για τους «εκσυγχρονιστές» πάσης φύσεως, όσο και για την ευρύτερη κοινή γνώμη.
Τι είναι το πολιτικό τρίλημμα; Πρόκειται για νεολογισμό που έβαλε πρόσφατα στη ζωή μας μια μελέτη ιστορικών της οικονομίας, των Michael Bordo (Πανεπιστήμιο Rutgers) και Harold James (Πανεπιστήμιο Princeton). Ουσιαστικά, σηματοδοτεί την ύπαρξη τριών πολιτικών επιλογών, εκ των οποίων δύο μπορούν να συνυπάρχουν, αλλά χωρίς την τρίτη.
Ένα επίκαιρο παράδειγμα τριλήμματος που αναφέρει η μελέτη: α) σταθερές συναλλαγματικές ισοτιμίες, β) ελεύθερη διακίνηση κεφαλαίου και γ) δημοκρατία.
Ο Ευρωπαϊκός Νότος, εντός του Ευρώ, με ελεύθερη διακίνηση κεφαλαίου και σταθερές συναλλαγματικές ισοτιμίες, μπορεί να προσαρμοστεί στις απαιτήσεις δημοσιοοικονομικής προσαρμογής μόνο σε βάρος της δημοκρατίας. Με άλλα λόγια, όταν κάθε επιλογή γίνεται μονόδρομος, ή συνδέεται με μια ακραία επιλογή χωρίς αύριο, τότε έχουμε απώλεια της ουσίας της δημοκρατίας. Αντίστοιχα, προκειμένου να επανενταχθεί η Γερμανία στον κανόνα χρυσού το 1924 και να συνεχίσει να εξυπηρετεί το χρέος της, έπρεπε να επιβάλει ένα ακραίο πρόγραμμα λιτότητας. Όλοι γνωρίζουμε τι έγινε τότε. Αντίθετα, το 1931, η Βρετανία εγκατέλειψε τον κανόνα χρυσού, ακριβώς επειδή δεν μπορούσε ν’ αναλάβει το πολιτικό κόστος της λιτότητας.
Αυτή τη στιγμή, με το χρηματοδοτικό κενό του ελληνικού προγράμματος μπροστά μας, μ’ ένα πορτογαλικό χρέος που έχει ήδη διπλασιαστεί και την ύφεση να βαθαίνει, η πολιτική σταθερότητα είναι ζητούμενο. Το τρίλημμα είναι σαφές. Με όρους δημοκρατίας, καμία κυβέρνηση δεν μπορεί ν’ αντέξει χωρίς επιλογές, αφού η αντανακλαστική αντίδραση του εκλογικού σώματος είναι η άρνηση του τριλήμματος. Και εάν δει κανείς προσεκτικά τις δημοσκοπήσεις σε Ισπανία, Πορτογαλία και Ελλάδα, καταλαβαίνει ότι η δημοκρατική επιλογή σε δημοκρατία χωρίς επιλογές, οδηγεί στα άκρα που υπόσχονται άρνηση του τριλήμματος.
Για την υπέρβαση τόσο των ως άνω διλημμάτων, όσο και τριλημμάτων, οι κυβερνήσεις περιμένουν έναν από «μηχανής θεό». Στην αρχή, περιμέναμε τις γαλλικές εκλογές. Σήμερα, περιμένουμε τις γερμανικές. Έως τώρα όμως, το εύρος των επιλογών περιμένει ασφυκτικά οριοθετημένο, ενώ οι Βρυξέλλες στην καλύτερη περίπτωση κερδίζουν χρόνο: κούρεμα χρέους, μείωση επιτοκίων, υποσχέσεις (χωρίς αντίκρισμα) μιας περισσότερο επεκτατικής νομισματικής επιλογής.
Εκ των πραγμάτων, κάποιος πρέπει να υπερβεί τα υφιστάμενα διλήμματα και τριλήμματα. Έως τώρα, έχουμε επί μέρους αντιρρήσεις και την επίκληση της δυνατότητας των ισοδύναμων μέτρων. Για παράδειγμα, είναι δύσκολο να κατανοήσει κανείς πώς η ελληνική δημοκρατία αποδέχεται ότι η εθνική μας χαλυβουργία κινδυνεύει να κλείσει, επειδή έχουμε την πιο ακριβή ενέργεια στην Ευρώπη, ενώ παράλληλα δεν αναθεωρεί τις τιμές του φυσικού αερίου για να πουλήσει τη ΔΕΠΠΑ ακριβότερα. Κι όσο η ελληνική δημοκρατία αποδέχεται αυτόν τον παραλογισμό, είναι ακόμα δυσκολότερο να βαφτίζει κανείς αυτά τα φαινόμενα «εκσυγχρονισμό», «εξορθολογισμό» και «εξυγίανση». Συνεπώς, επειδή μπορεί κανείς να ψεύδεται έναντι ορισμένων για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα, αλλά δεν μπορεί να ψεύδεται έναντι πάντων και για πάντα, πρέπει σε χρόνο βραχύ να θέσουμε τις επιλογές επί τάπητος.
Πρώτον, πρέπει να απαντήσουμε στο ερώτημα «ποιος» θα απαντήσει στο δημοκρατικό τρίλημμα. Εάν δράσει κανείς συστημικά, πρέπει να είναι έτοιμος να διαπραγματευτεί στα πλαίσια ενός κοινού νότιου μετώπου, όσο ακόμα υπάρχει επαρκής υποστήριξη στην κοινή γνώμη τόσο για το ευρώ, όσο και για την Ε.Ε.. Το πότε θα γίνει αυτό, είναι θέμα εκτίμησης: πριν ή μετά τις γερμανικές εκλογές. Εάν δεν δράσει κανείς συστημικά, τότε αφήνει πεδίο δόξης λαμπρό σ’ αυτούς που θα επανεξετάσουν από μηδενική βάση το τρίλημμα: σταθερές συναλλαγματικές ισοτιμίες (Ευρώ), ελεύθερη διακίνηση κεφαλαίου (Ευρώ-Ε.Ε.) και δημοκρατία.
Δεύτερον, πρέπει να απαντήσουμε στο ερώτημα «ποιος» θα πάρει την πρωτοβουλία να θέσει αυτό το τρίλημμα ανοικτά. Εάν δράσει κανείς συστημικά, αυτή πρέπει να είναι μια κυβέρνηση, η οποία θ’ αναλάβει το κόστος μιας σύγκρουσης με την Τρόικα, μετά από συντονισμό της με άλλες κυβερνήσεις. Εάν δεν δράσει κανείς συστημικά, τότε αφήνει πεδίο δόξης λαμπρό για εξελίξεις που θα θέσουν τους πάντες προ τετελεσμένων, χωρίς να μπορεί να ελέγξει το εύρος των συνεπειών.
Ένα είναι σίγουρο: καθώς οδεύουμε προς τις επόμενες Ευρωεκλογές, θα είναι δύσκολο να αποφύγουμε τα διλήμματα και τριλήμματα που έχουμε μπροστά μας.