Την Κυριακή 8 Μαΐου και στις 15 του ίδιου μηνός θα διεξαχθούν αρχαιρεσίες για την εκλογή Διοικητικού Συμβουλίου στην Ενωση Δικαστών και Εισαγγελέων. Αυτοί καλούνται να απαντήσουν στο ερώτημα τι Δικαιοσύνη χρειαζόμαστε σήμερα. Το ότι στην Ενωση ήταν πρόεδρος η Βασιλική Θάνου, μια εκπρόσωπος του δικαστικού συντεχνιακού συντηρητισμού, όπως τον χαρακτήρισε ο εισαγγελέας Ευστάθιος Βεργώνης («ΤΑ ΝΕΑ», 2-9-2020), τα λέει όλα. Το ηχητικό ντοκουμέντο στο οποίο τρίτο πρόσωπο ζητούσε χρήματα από τον επιχειρηματία Ανδρέα Βγενόπουλο για λογαριασμό της πρώην Προέδρου του Αρείου Πάγου Βασιλικής Θάνου και η παρουσία στην Υποομάδα Παρακολούθησης Δημοκρατίας, Κράτους Δικαίου και Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο της κυρίας Τουλουπάκη, πρώην επικεφαλής της Εισαγγελίας Διαφθοράς, ελεγχόμενης για μεροληψία κατά 10 πολιτικών προσώπων όσον αφορά την υπόθεση Novartis, η οποία απαντά πως διώκεται πολιτικά, παίρνουν τα σκουπίδια από την αυλόπορτα και τα πετούν πίσω στο σπίτι μας. Και σπίτι μας είναι η δημοκρατία.
Υπάρχει όμως και η παγκόσμια παράμετρος του προβλήματος. Είναι το φαινόμενο της δικαστικοκρατίας ή της πολιτικοποίησης της Δικαιοσύνης. Στην ορθή προσπάθεια ελέγχου της εκτελεστικής και νομοθετικής εξουσίας οι δυτικές δημοκρατίες δημιούργησαν έναν «νέο συνταγματισμό», ο οποίος θεωρεί πως τα λάθη του κοινοβουλίου μπορούν να διορθώνονται όχι από το ίδιο αλλά από τη δικαστική εξουσία. Εδώ ελλοχεύει ο κίνδυνος αυτή από κριτής της συνταγματικότητας της νομοθεσίας να μετατραπεί σε νομοθέτη. Για παράδειγμα, το Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ έλαβε δύο αποφάσεις υψίστης πολιτικής σημασίας. Το 2010 αποφάσισε τα άτομα και οι εταιρείες να έχουν τη δυνατότητα να ενισχύουν χωρίς πλαφόν όποιον πολιτικό ή κόμμα επιθυμούν. Χαράς ευαγγέλια για το πολιτικό χρήμα. Και το 2015 επέβαλε περιορισμούς στο δικαίωμα ψήφου μειονοτικών ομάδων. Τώρα, βάσει αυτού του νόμου, οι Ρεπουμπλικανοί επιδιώκουν να αποκλείσουν μεγάλα τμήματα ψηφοφόρων. Υποστηρίζεται πως η δικαστική παρέμβαση στην πολιτική είναι δείγμα της υπερίσχυσης της φιλελεύθερης δημοκρατίας έναντι της λαϊκίστικης αντίληψης. Αν το δούμε αυτό από την πλευρά του ελέγχου και των ισορροπιών μέσω των οποίων υποχρεώνονται να νομοθετούν τα κοινοβούλια και να κυβερνούν οι κυβερνήσεις, είναι όντως έτσι. Αλλά «ποιος φυλάει τους φύλακες;», όπως ρωτούσε από το 1988 ο Martin Shapiro: Εκτοτε οι προκλήσεις πολλαπλασιάστηκαν. Το άνοιγμα των δημοκρατιών σε νέους θεσμούς όπως ΜΚΟ, ηλεκτρονική διαβούλευση, πολλαπλασιασμός των Ανεξάρτητων Αρχών (agencification), νεοφιλελεύθερες αρχές της Νέας Δημόσιας Διοίκησης (βλέπε επιτελικό συγκεντρωτικό κράτος) είναι απαντήσεις σε αυτό που ο Ούλριχ Μπεκ ονόμασε «κοινωνία του ρίσκου».
Σε αυτή την κοινωνία δεν αρκούν οι απαντήσεις που δίνουν τα κοινοβούλια και οι κυβερνήσεις. Χρειάζονται νέοι εξισορροπητικοί θεσμοί. Το «πράγμα» όμως δυσκολεύει, όταν αυτοί οι θεσμοί επιβάλλονται αυτών της λαϊκής κυριαρχίας. Ετσι ανοίγονται «ρωγμές» στο πλοίο της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας. Και καλά όσο ο καιρός είναι καλός (οικονομική ανάπτυξη). Τι γίνεται όμως αν έχει ομίχλη (ύφεση); Τότε το πλοίο πέφτει σε παγόβουνο (κρίση εμπιστοσύνης). Οι λαϊκιστές που αμφισβητούν τις φιλελεύθερες δημοκρατίες είναι ευκολότερος αντίπαλος από το κλείσιμο των «ρωγμών» εμπιστοσύνης. Αυτές κανένα κοινότοπο «Κέντρο» δεν μπορεί να τις κλείσει χωρίς αναφορές στη μείωση των ανισοτήτων. Το απέδειξε η επικράτηση Μακρόν.
Πηγή: www.tanea.gr