Το Μισθοδικείο, σύμφωνα με τις συνηθισμένες πια διαρροές, έκρινε ως αντισυνταγματικές τις μειώσεις των μισθών των δικαστών. Αναμένοντας την επιβεβαίωση από την απόφαση μπορεί να είναι χρήσιμο ένα παλιό άρθρο επί του θέματος.
Την περίοδο που η χώρα αγωνίζεται να αποφύγει την οικονοµική κατάρρευση µε περικοπές σε µισθούς και συντάξεις όλων των εργαζοµένων, πρώην βουλευτές διεκδικούν αναδροµικές αυξήσεις των συντάξεών τους αντίστοιχες µε τις αµοιβές και συντάξεις των ανωτάτων δικαστικών. Το κονδύλι που διεκδικούν ανέρχεται σε πολλά εκατοµµύρια ευρώ και πολλοί πολιτικοί, καθώς και µερίδα του Τύπου, θεώρησαν τη διεκδίκηση προκλητική και απηύθυναν έκκληση προς τους πρώην βουλευτές να παραιτηθούν από τις αξιώσεις τους. Η έκκληση για παραίτηση, ουσιαστικά, προσπερνά το θέµα της νοµιµότητας ή µη της διεκδίκησης. Το νόηµά της είναι ότι, ανεξαρτήτως αν είναι νόµιµες ή όχι οι αξιώσεις, στη σηµερινή συγκυρία αποτελεί πρόκληση κάθε µαξιµαλιστικό οικονοµικό αίτηµα. Η πρόκληση είναι ασφαλώς ακόµη πιο µεγάλη αν οι αξιώσεις δεν έχουν νοµικό έρεισµα. Πού βασίζονται νοµικά οι αξιώσεις των πρώην βουλευτών; ?εν βασίζονται σε κάποια ρητή διάταξη νόµου που τους δίνει αυξήσεις και µάλιστα αναδροµικά, αλλά σε µια ερµηνεία του Συντάγµατος που υποτίθεται ότι επιτάσσει την εξοµοίωση των αποδοχών των βουλευτών µε αυτές των ανώτερων δικαστικών. Την ερµηνεία αυτή την έδωσαν αρχικά οι δικαστές όταν διεκδίκησαν αυξήσεις για τον εαυτό τους και στη συνέχεια την υιοθέτησε και το Μισθοδικείο. Πρόκειται για µια ερµηνεία που ξεκινά από µια παραδοσιακή συνταγµατική διάταξη, την ερµηνεύει αυθαίρετα και πατώντας από λάθος σε λάθος καταλήγει σε πρωτοφανή συµπεράσµατα.
Ολα ξεκινούν από την γνωστή συνταγµατική διάκριση των εξουσιών. Από αυτήν οι δικαστές µας συνάγουν ότι απορρέουν η ισοδυναµία και η ισοτιµία των τριών λειτουργιών, «αφού µόνον διά της ισοδυναµίας και ισοτιµίας επιτυγχάνεται η πραγµατική και αποτελεσµατική διάκριση αυτών». Η ισοτιµία και ισοδυναµία µε τη σειρά τους, βασικά, σηµαίνουν ίσες αποδοχές µεταξύ των κρατικών λειτουργών. Οι ίσες αποδοχές, τέλος, επιβάλλουν τη συνεχή αναπροσαρµογή προς τα πάνω των αποδοχών των δικαστών ανεξαρτήτως της ύπαρξης τεθειµένων νόµων.
Το ότι η ισοτιµία και ισοδυναµία είναι εγγενή στοιχεία της έννοιας της διάκρισης των εξουσιών δεν είναι βεβαίως αυτονόητο. Αντίθετα, αυτό που συνήθως υποστηρίζεται είναι η πρωτοκαθεδρία του νοµοθετικού σώµατος, ο διαφορετικός και σηµαντικός ρόλος που καθεµιά από τις παραδοσιακές εξουσίες επιτελούν, ο κυρίαρχος και άρα όχι ισοδύναµος ρόλος που κάθε εξουσία έχει στο δικό της φάσµα αρµοδιοτήτων. Αλλά µήπως είναι αυτονόητο ότι η ισοδυναµία και αυτονοµία των τριών εξουσιών σηµαίνουν και ίσες αποδοχές των λειτουργών τους; Με ποια κριτήρια προκύπτει αυτή η ισότητα στις αποδοχές; Με την ισοτιµία κύρους, το είδος της απασχόλησης, την οµοιοµορφία της εργασίας; Εστω, όµως, ότι δεχόµαστε γενικά και την ισότητα στις αποδοχές. Πώς θα την εξειδικεύσουµε, µε ποιον άραγε θα αντιστοιχίσουµε τον πρωτοδίκη ή τον εφέτη – µε τον βουλευτή, τον γραµµατέα υπουργείου ή µε κάποιον άλλον; Στο ζήτηµα αυτό η ευρηµατικότητα των δικαστών µας ήταν αξιοθαύµαστη, αφού κατόρθωσαν να παρακάµψουν τελείως το πρόβληµα. Ξεκίνησαν από την, παραδοσιακή άλλωστε, αντίληψη ότι κανένας δηµόσιος λειτουργός δεν επιτρέπεται να αµείβεται καλύτερα από τον πρόεδρο του Αρείου Πάγου. Επειδή δε οι αποδοχές των προέδρων καθορίζονται µε ένα συντελεστή επί του µισθού του πρωτοδίκη (Ν. 3205/2003) έκριναν ότι κάθε µεταβολή των αποδοχών στη κορυφή αυτοµάτως επιφέρει και µεταβολή στις αποδοχές όλων των δικαστών.
Πώς στην πράξη αυξήθηκαν οι αποδοχές των προέδρων των δικαστηρίων µε επακόλουθο την αύξηση των αποδοχών όλων των δικαστών; Οχι βεβαίως µε την ψήφιση κάποιου νόµου ή επειδή ήταν κατώτερες του Προέδρου της ?ηµοκρατίας ή του Πρωθυπουργού. Προέκυψε από το ότι κάποιοι δηµόσιοι λειτουργοί αµείβονταν καλύτερα από τους δικαστές. Τη µία φορά ανακαλύφθηκε ότι οι αποδοχές κάποιου γιατρού του ΕΣΥ σε µια αποµακρυσµένη περιοχή λόγω πολλών εφηµεριών υπερέβαιναν τις απολαβές του προέδρου του Αρείου Πάγου. Την άλλη, πιο πρόσφατα, διαπιστώθηκε ότι ο πρόεδρος της Εθνικής Επιτροπής Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδροµείων αµειβόταν πολύ περισσότερο από τους προέδρους των δικαστηρίων. Οι δικαστές την πρώτη φορά και το Μισθοδικείο τη δεύτερη (απόφαση 13/2006, στην οποία µειοψήφησαν και οι τρεις καθηγητές του πανεπιστηµίου) δεν έκριναν ότι οι αµοιβές του γιατρού ή του προέδρου της ΕΕΤΤ παραβιάζουν την αρχή της ισότητας και άρα είναι παράνοµες αλλά αποφάνθηκαν ότι οι µισθοί των προέδρων των δικαστηρίων και κατά συνέπεια όλων των δικαστών έπρεπε να αναπροσαρµοσθούν ώστε να εξοµοιωθούν µε τις υψηλότερες αµοιβές (επεκτατική ισότητα).
Το αποτέλεσµα αυτών των αποφάσεων ήταν να επιδικασθεί µια τεράστια αύξηση στις αποδοχές και τις συντάξεις όλων των δικαστών και να επιβαρυνθεί το ?ηµόσιο µε µια δαπάνη εκατοντάδων εκατοµµυρίων ευρώ και τούτο παρά τη ρητή διάταξη του Συντάγµατος (άρθρο 73 παρ. 2) που θέτει συγκεκριµένες προϋποθέσεις ακόµη και για την υποβολή στη Βουλή νοµοσχεδίων που αναφέρονται σε συντάξεις. Με τον τρόπο αυτόν καταργήθηκε στη πράξη ο Ν. 3205/2003 που προσδιορίζει τον βασικό µισθό του πρωτοδίκη και µε τον καθορισµό κάποιου συντελεστή προσδιορίζει το ύψος των απολαβών όλων των δικαστών. Στα χαρτιά εξακολουθεί να αναγράφεται ως βασικός µισθός ένα συγκεκριµένο ποσό. Στην πραγµατικότητα, όµως, το ποσό αυτό έχει διπλασιασθεί. Προσωπικά δεν είµαι θετικιστής αλλά οµολογώ ότι, αν ένας νόµος αναφέρει έναν συγκεκριµένο αριθµό, µου είναι αδύνατο να εφεύρω ερµηνεία που να τον διπλασιάζει.
Ας µην κοροϊδευόµαστε. Στην ουσία η δικαστική εξουσία κατόρθωσε να νοµοθετήσει γιατις απολαβές των λειτουργών της και η ειρωνεία είναι ότι το κατόρθωµα αυτό το εµφανίζει σαν να απορρέει από τη διάκριση των εξουσιών. Το χειρότερο είναι ότι ο σφετερισµός του νοµοθετικού έργου εκ των πραγµάτων δεν µπορεί να περιορισθεί µόνο στιςαπολαβές των δικαστικών λειτουργών. Με βάση το σκεπτικό που περιγράψαµε, οι πρώην βουλευτές µε τη σειρά τους ζητούν χάριν της ισοτιµίας και ισοδυναµίας να εξοµοιωθούν οι συντάξεις τους µε αυτές των δικαστικών. Το ίδιο φαντάζοµαι µπορούν να κάνουν και οι υπουργοί, να διεκδικήσουν και αναδροµικά µάλιστα (όταν δηλαδή θα έχουν φύγει από τη κυβέρνηση) εξοµοίωση των αποδοχών τουςµε αυτές των δικαστικών. Υποθέτω ότι το ίδιο µπορεί να πράξει όποιος δηµόσιος λειτουργός είναι αρκούντως εφευρετικός ώστε να επικαλεστεί και για τη δική του περίπτωση την ισοτιµία που απορρέει από την αρχή της διάκρισης των εξουσιών.
Πώς θα ξεπεράσουµε τον παραλογισµό να ασκεί η δικαστική εξουσία δηµοσιονοµική πολιτική; Οχι πάντως µε εκκλήσεις στο αίσθηµα ευθύνης και κοινωνικής αλληλεγγύης για παραίτηση από αξιώσεις. Ο πρόεδρος της Ενωσης ?ικαστών και Εισαγγελέων κ. Χ. Αθανασίου δείχνει τον δρόµο στους πρώην βουλευτές. Απείλησε µε λευκή απεργία στην περίπτωση που περικοπεί το κατ’ ευφηµισµόν επίδοµα ταχείας διεκπεραίωσης των δικαστικών υποθέσεων µε αποτέλεσµα να µειωθεί κατά 75% η εκδίκασή τους, λες και τώρα που δουλεύουν 100% δεν έχουµε τα πρωτεία σε καθυστέρηση. Η µόνη λύση είναι να επιδείξει η νοµοθετική εξουσία ανάλογη ευρηµατικότητα µε αυτή των δικαστών και µε νοµοθετικά µέτρα να ακυρώσει στην πράξη αυξήσεις που δεν προβλέφθηκαν νοµοθετικά ή να επιβάλει περικοπές που αφορούν εισοδήµατα όχι της τάξεως ρετιρέ αλλά κεραίας του Υµηττού.