Όλα τα αυταρχικά, δικτατορικά ή λαϊκιστικά καθεστώτα καθυποτάσσουν ή επιχειρούν να χειραγωγήσουν τη Δικαιοσύνη, τον Τύπο και τα ηλεκτρονικά Μέσα και την οικονομία. Στην εποχή μας τα δικτατορικά καθεστώτα είναι ελάχιστα και τα γνωρίζουμε. Τα αυταρχικά διατηρούν τον θεσμό των εκλογών προσχηματικά, αλλά θεωρούν ότι η χειραγώγηση των εξουσιών είναι αρκετή για να μην υποστούν τον αποκλεισμό τους από τη διεθνή κοινότητα. Φύονται κυρίως στη Λατινική Αμερική. Τέλος τα λαϊκιστικά γενικώς τα κάνουνε σαλάτα. Αυτά τα τελευταία φύονται στον Πρώτο Κόσμο. Στην τρίτη κατηγορία υπάρχουν και τρεις κυβερνήσεις στην ΕΕ και μία στην Αμερική.
Στην Πολωνία και στην Ουγγαρία έχουμε τις πιο χαρακτηριστικές περιπτώσεις. Παρά τις σημαντικές διαφορές τους (η μια βαθιά αντιρωσική και η άλλη όσο δεν παίρνει φιλορωσική) ακολουθούν τον ίδιο δρόμο. Ερχονται στην εξουσία και τη διατηρούν με την ελεύθερη βούληση του λαού τους, για όσο διάστημα η λεοντή της φιλολαϊκής πολιτικής τους μπορεί να στηριχτεί οικονομικά. Και αυτό συμβαίνει γιατί οι πόροι τους από τα ταμεία της ΕΕ και από την ανάπτυξη τους δίνουν τη δυνατότητα να μοιράζουν κάποια χρήματα ανακούφισης στα στρώματα που έχουν πληγεί από την παγκοσμιοποίηση.
Ο χειρότερος εχθρός τους είναι η ΕΕ και οι θεσμοί της, που είναι και καλύτερος «φίλος» τους λόγω ΕΣΠΑ. Την ίδια στιγμή, η ΕΕ, έχοντας ζήσει την απειλή Λεπέν, Βίλντερς και το Brexit, βρίσκεται σε πορεία ανοιχτής σύγκρουσης, αποφασισμένη να επιβάλει την κοινοτική νομιμότητα ακόμη κι αν τους οδηγήσει σε έξοδο.
Η Ελλάδα είναι ένα παρόμοιο υβριδικό καθεστώς, κυρίως λόγω πτώχευσης και συνεπώς έξωθεν χρηματοδότησης. Οσο παραμένουμε όμως στην ΕΕ, εκτός από τις πιέσεις για τήρηση των κανόνων, θα έχουμε να αντιμετωπίσουμε και την άτεγκτη και πανίσχυρη πολιτική ανταγωνισμού. Ακόμη κι αν το ΣτΕ είχε εγκρίνει το νομοσχέδιο για τις τηλεοπτικές άδειες, είναι βέβαιο ότι θα ακυρωνόταν από τις Βρυξέλλες. Το ίδιο θα συμβεί και με την κρατική παρέμβαση στη διαφημιστική αγορά.
Αντί λοιπόν να συγκρουόμαστε με τη Δικαιοσύνη, θα ήταν πιο αποτελεσματικό να ενσκήψουμε στο μεγαλύτερο πρόβλημα για την ανάπτυξη: τον χρόνο απονομής της δικαιοσύνης. Το πρόβλημα έχει καταγραφεί καθαρά από την Task Force και αποτρέπει τις επενδύσεις στην Ελλάδα, ακόμη και αν γίνει φορολογικός παράδεισος. Και για να λυθεί χρειάζονται χρήματα. Πολλά χρήματα. Για την αύξηση του προσωπικού, για την υλικοτεχνική υποδομή, για τις κτιριακές ανάγκες, για θεσμικές αλλαγές που θα επιταχύνουν τις διαδικασίες και για οικονομικά κίνητρα. Αν φαντάζονται στην κυβέρνησή μας – που δεν το πιστεύω – ότι με τον έλεγχο της Δικαιοσύνης θα λυθούν τα προβλήματα αυτά, είναι μακριά νυχτωμένοι.
Αυτά θα έπρεπε να συζητά η Βουλή σε βάθος αντί για τις ανοησίες γλωσσικών τραμπούκων. Και η κυβέρνηση θα έπρεπε να συμμαχήσει με την αντιπολίτευση ώστε να πείσουν τους δανειστές μας ότι προϋπόθεση για να πάρουν τα λεφτά τους πίσω και εμείς να ελέγξουμε την ανεργία είναι το να δοθεί άμεση οικονομική προτεραιότητα και τεχνοκρατική βοήθεια στο έργο της μεταρρύθμισης της Δικαιοσύνης.
το άρθρο δημοσιεύεται στα ΝΕΑ