Μέσα στον ορυμαγδό της δημόσιας αντιπαράθεσης για την εκλογή Προέδρου της Δημοκρατίας και την απεργία πείνας του Νίκου Ρωμανού, ελάχιστοι θυμήθηκαν ότι η 10η Δεκεμβρίου είναι διεθνώς καθιερωμένη ως παγκόσμια ημέρα των δικαιωμάτων του ανθρώπου. Δεν είναι δα και κανένα μυστικό ότι η κουλτούρα των θεμελιωδών δικαιωμάτων στην Ελλάδα ήταν ανέκαθεν επιδερμική. Ωστόσο, μέσα στις παρούσες συνθήκες βαθιάς πολιτικής και οικονομικής κρίσης, τα δικαιώματα του ανθρώπου φαντάζουν στα μάτια πολλών και, δυστυχώς, σε ολόκληρο το εύρος του πολιτικού φάσματος, σαν μια ολοένα και πιο περιττή, αν όχι προκλητική, πολυτέλεια: «Εδώ ο κόσμος πεινάει, με τα τραβεστί θα ασχολούμαστε τώρα;».
Ακόμη πιο αποθαρρυντικό όμως είναι το γεγονός ότι, με την κρίση, τα δικαιώματα του ανθρώπου έχουν αρχίσει να χάνουν την αξιοπιστία τους ακόμη και στα μάτια ανθρώπων που είχαν εναποθέσει σε αυτά την ειλικρινή προσδοκία ότι η θεσμική τους κατοχύρωση θα οδηγήσει αργά ή γρήγορα στο να βελτιωθεί πραγματικά η ποιότητα της πολιτικής μας συμβίωσης. Ωστόσο, όπως θα υποστηρίξω εδώ, αυτή η κρίση αξιοπιστίας δεν αφορά τα ίδια τα θεμελιώδη δικαιώματα, αλλά τους συνήθεις τρόπους με τους οποίους αυτά γίνονται αντιληπτά στη χώρα μας, και όχι μόνο. Γιατί, σε τελική ανάλυση, ένα πλεονέκτημα του να ζεις την οικονομική και κοινωνική κρίση από τα μέσα είναι το ότι βλέπεις τα πράγματα μερικές φορές πιο καθαρά. Ίσως γιατί τα αστεία έχουν πια τελειώσει. Και στην περίπτωση των δικαιωμάτων, η κρίση έδειξε ξεκάθαρα πόσο ανεπαρκείς είναι και οι δύο κυρίαρχες αλλά «αντίπαλες» συνήθως μεταξύ τους αντιλήψεις για τα δικαιώματα στη χώρα μας.
Από τη μια, λοιπόν, έχουμε την παραδοσιακή «φιλελεύθερη» αντίληψη που προβάλλει την προτεραιότητα των ατομικών δικαιωμάτων ως υπεράσπιση του στενού καταλόγου των δικαιωμάτων προσωπικής ελευθερίας, μιας ελευθερίας ως επί το πλείστον αρνητικής και αμυντικής, μιας «ελευθερίας από …». Μιας ελευθερίας από παρεμβάσεις πρωτίστως του κράτους στη σφαίρα της προσωπικής συνείδησης, της ιδιωτικότητας, της ιδιοκτησίας κ.ο.κ.
Στον αντίποδά της κείται η εναλλακτική αντίληψη της «κοινωνικής» διάστασης της ελευθερίας. Η αντίληψη αυτή βλέπει τη συμμετοχή στην κοινωνική ζωή πριν απ’ όλα σαν μια πηγή αξιώσεων των προσώπων για παροχή και στήριξη από το κοινωνικό «σύνολο», φυσικός εκπρόσωπος του οποίου βέβαια είναι το κράτος. Έτσι, αντίθετα με την προηγούμενη αντίληψη, προβάλλει την προτεραιότητα των λεγόμενων «κοινωνικών δικαιωμάτων», με τη μορφή θεμελιωδών αξιώσεων «για» ή «σε», στην υγεία, στην εργασία, στην εκπαίδευση, στην ασφάλεια, στην ενημέρωση κ.ο.κ.
Αυτή ακριβώς η τελευταία αντίληψη έπεσε πρώτη θύμα της κρίσης. Η κρίση σάρωσε ευτελιστικά κάθε λογική «κοινωνικού κεκτημένου» και κατέδειξε πόσο μάταιη είναι εξ ορισμού η χάραξη «κόκκινων γραμμών» στα ζητήματα κοινωνικών παροχών. Κάθε αξίωση «σε» προϋποθέτει, για να έχει νόημα, την ύπαρξη κάποιου αποθέματος του αιτουμένου αγαθού ή, έστω, την πρακτική δυνατότητα παραγωγής του. Αν το ταμείον είναι μείον, τι να μοιράσεις; Αξιώσεις και δικαιώματα για παροχή χωρίς πρακτικό αντίκρισμα;
Παρά τη διάχυτη πεποίθηση πολλών περί πρόδηλης αντισυνταγματικότητας των λεγόμενων «μνημονιακών» μέτρων (μισθολογικών, φορολογικών, ασφαλιστικών κ.ά.), από μόνο του το γεγονός της πρωτοφανούς δραστικής μείωσης μισθών και «κοινωνικών» εισοδημάτων των πολιτών ούτε αντισυνταγματικό ίσως ούτε άδικο είναι. Ακόμη και η ύστατη γραμμή υπεράσπισης της «κοινωνικής αλληλεγγύης», η περιβόητη αξία του ανθρώπου, ως πηγή δήθεν μιας αξίωσης για τις ελάχιστες εκείνες παροχές που συνιστούν το κατώφλι αξιοπρεπούς διαβίωσης αποδείχθηκε καταδικασμένη σε αποτυχία. Γιατί, όπως αποδεικνύουν οι εκατοντάδες χιλιάδες μετανάστες χωρίς χαρτιά αλλά και Ρομά, με ή χωρίς ελληνική ιθαγένεια, που ζουν ανάμεσά μας σε συνθήκες απόλυτης κοινωνικής μειονεξίας και εξαθλίωσης, το ποιο είναι το «φυσικό» κατώφλι της ανθρώπινης αξιοπρέπειας είναι κάτι πολύ συζητήσιμο και «ελαστικό» μέσα στον χρόνο και τον χώρο. Σε τελική ανάλυση, γιατί να ορίζεται με βάση τις πρακτικές διαβίωσης σε κάποιο εγχώριο μικροαστικό προάστιο και όχι με βάση αυτές ενός καταυλισμού Ρομά/Αγία Σοφία ενός κατοίκου της Δαμασκού ή κάποιας αγροτικής περιοχής του Μπανγκλαντές;
Από την άλλη πλευρά όμως θα αδικούσε κανείς βαθιά τις μαζικές αντιδράσεις των πολιτών κατά της δημοσιονομικής πολιτικής των τελευταίων ετών αν επέμενε να βλέπει σε αυτές απλώς το προϊόν μιας δημαγωγικής προσήλωσης σε ένα διεφθαρμένο κράτος παροχών. Γιατί, οσοδήποτε πραγματικός και ταπεινωτικός ο δημοσιονομικός εκτροχιασμός της χώρας, η ευθύνη γι’ αυτόν και, κυρίως, οι συνέπειές του δεν φαίνονται να βαρύνουν επ’ ίσοις όροις –όπως και αν το αντιλαμβάνεται αυτό κανείς– όλους μας.
Η φύση των μέτρων και οι καταστροφικές συνέπειές τους, που εκδηλώνονται πια ανοιχτά σε βάρος της πλειονότητας των νοικοκυριών της χώρας, έχουν καταστήσει προφανές και για τους πιο δύσπιστους ότι, ακόμη κι αν είμαστε θεωρητικά όλοι ίσοι ενώπιον του νόμου, δεν είμαστε και ίσοι μπροστά στην προοπτική της οικονομικής και κοινωνικής εξαθλίωσης. Σημαντικά τμήματα των κυρίαρχων οικονομικά ελίτ φαίνονται να αναπληρώνουν τις απώλειες που συνεπάγονται γι’ αυτούς οι επιβαρυμένες δημόσιες υποχρεώσεις τους, μετακυλίοντας αυτές σε άλλες ομάδες του πληθυσμού, μεταφέροντας ακόμη μεγαλύτερο τμήμα του κύκλου εργασιών τους στην άτυπη οικονομία και εκμεταλλευόμενες τη νομοθετική απομείωση των εγγυήσεων του εργατικού δικαίου. Ορισμένες δε κοινωνικές ομάδες, που απολαμβάνουν μια ειδική σχέση με το χρηματοπιστωτικό σύστημα, αποκομίζουν σημαντικά κέρδη.
Συνεπώς, η επιβάρυνση του «δημοσίου πράγματος», της res publica, από την κρίση, δεν κατανέμεται καθόλου δίκαια. Αυτό δεν είναι δα και καμιά τρομερή ανακάλυψη, θα πει κανείς. Άλλωστε, και πριν, σε περισσότερο ομαλές συνθήκες, η αδικία στην κατανομή των κοινών βαρών ήταν ανέκαθεν κάτι παραπάνω από προφανής. Τώρα αυτό δεν αποτελεί μια κοινωνιολογική υπόθεση ή υποψία αλλά μια βεβαιότητα την οποία καθιστούν απτή, σειρά συγκεκριμένων θεσμικών επιλογών ακόμη και μικρο-ρυθμίσεων (όπως η σωρεία νυχτερινών τροπολογιών ή μεταβατικών διατάξεων που απαλλάσσουν ομαδόν από οφειλές και ευθύνες, ακόμη και ποινικές). Και σε συνθήκες γενικευμένης οικονομικής κρίσης η θεαματική διεύρυνση των προνομίων αυτών υπέρ ορισμένων κοινωνικών ομάδων κατατρώει τα θεμέλια της συνοχής της ίδιας της πολιτικής συμβίωσης, αποσαθρώνει το αίσθημα του ανήκειν επί ίσοις όροις σε ένα κοινό πολιτικό «εμείς».
Χωρίς αμφιβολία, πολλά από τα μέτρα της τελευταίας τετραετίας, από περισσότερες της μιας σκοπιάς, προβληματίζουν ως αθέμιτες έμμεσες διακρίσεις σε βάρος των ασθενέστερων οικονομικά και κοινωνικά ομάδων. Το κύριο πρόβλημα όμως, από τη σκοπιά των δικαιωμάτων, εδώ, είναι ότι οι πρακτικές αυτές αναδεικνύουν ανάγλυφα σε θεσμικό πλέον επίπεδο μια κοινωνική ιεράρχηση μεταξύ των πολιτών που προσβάλλει τη δημοκρατική ισότητα. Γιατί, η κατάφωρη ανισοκατανομή της δημόσιας ευθύνης για τις συνέπειες της κρίσης μεταξύ κοινωνικών ομάδων αναδιατάσσει την οριζόντια σχέση που τα μέλη τους έχουν μεταξύ τους ως συμπολίτες σε μια σχέση πυραμιδωτής ιεραρχίας κοινωνικής και πολιτικής ισχύος, δηλαδή τους κατανέμει εντέλει σε ιεραρχικά αρθρωμένα συλλογικά καθεστώτα ασυλίας και ευαλωτότητας. Και αυτό που φαίνεται να συνέχει την ιεραρχία αυτή σε ένα κοινωνικό όλον είναι ο φόβος της έκπτωσης σε μια ακόμη υποδεέστερη και πιο ευάλωτη κατηγορία. Τις πιο ριψοκίνδυνες θέσεις από σκοπιά ευαλωτότητας καταλαμβάνουν μοιραία τα πρόσωπα που κατέχουν και τις χαμηλότερες θέσεις από σκοπιά κοινωνικής και πολιτικής ισχύος: οι μετανάστες και οι μειονότητες.
Η ευαλωτότητα των προσώπων αυτών αποτελεί το αναπόφευκτο παράγωγο της θέσης τους στον πυθμένα του κοινωνικού δοχείου. Η ευαλωτότητα αυτή έγκειται ακριβώς στην ελάχιστη πρακτική σημασία που έχει γι’ αυτά η ονομαστική και μόνο αναγνώριση δικαιωμάτων, κατάσταση που ορθά έχει χαρακτηριστεί ως νομικό καθεστώς εξαίρεσης, υπαγωγής δηλαδή στην απόλυτη δηλαδή διακριτική ευχέρεια των διοικητικών οργάνων του κράτους. Το ίδιο το συλλογικό αγαθό της ασφάλειας στη στοιχειώδη εκδήλωσή του ως συνδρομή της αρμόδιας δύναμης, ως γνωστόν, διανέμεται ιδιαίτερα επιλεκτικά με βάση τη γεωπολιτική ευκολία αστυνόμευσης και όχι τις ανάγκες των πολιτών σε περιοχές με αύξουσα ανομία.
Αυτές οι διαφορές όχι μόνο στην πραγματική αλλά και στην κανονιστική σημασία των δικαιωμάτων που ονομαστικά εγγυάται εξίσου σε καθέναν το κράτος και ιδίως σε κάθε πολίτη του, δηλαδή η επίσημη σχεδόν αναλωσιμότητα των θεμελιωδών δικαιωμάτων των «κατώτερων» κοινωνικών ομάδων δεν είναι ούτε ζήτημα κοινωνικής αλληλεγγύης ούτε ενοχικού ανθρωπισμού των δικαιωμάτων, αλλά ζήτημα καθαρά πολιτικό με την ευρεία έννοια, είναι ζήτημα πολιτειακό, ζήτημα δημοκρατίας. Γι’ αυτό και φυσικά δεν είναι διόλου τυχαία η κρισιμότητα που έχει προσλάβει σε διεθνές, ευρωπαϊκό και, πάνω απ’ όλα, εθνικό επίπεδο η ιδιότητα του πολίτη, το ζήτημα της ιθαγένειας. Μπροστά στο κύμα συγκινησιακής και ηθικής αναδίπλωσης σε παραδοσιακές κοινότητες, όπου αναζητούν ένα καταφύγιο του ανήκειν όσοι βλέπουν την ιεραρχική τους θέση στην κοινωνική κλίμακα να γίνεται επισφαλής, δεν είναι να απορεί τελικά και τόσο πολύ για τις εκδηλώσεις φαινομένων μισαλλοδοξίας και ρατσισμού που εντείνονται σωρηδόν στη χώρα μας αλλά και στην Ευρώπη.
Η πορεία αυτή δεν είναι ορατή από τη σκοπιά του φιλελεύθερου ανθρωπισμού. Δεν αποτελεί παρά τις πραγματολογικές περιστάσεις εντός των οποίων τυχαίνει να συμβαίνουν οι παραβιάσεις συγκεκριμένων δικαιωμάτων (περιστατικά βίας, λογοκρισίας, μισαλλοδοξίας κ.λπ.). Μόνο το γεγονός της παραβίασης είναι επιδεκτικό καταγραφής όχι η κοινωνική και πολιτειακή παθολογία, που το κυοφορεί και εντέλει δικαιολογεί. Βέβαια, αν πιστέψει κανείς τις στατιστικές των παραβιάσεων των ατομικών δικαιωμάτων που καταρτίζουν ετησίως διεθνείς οργανισμοί και φορείς της κοινωνίας των πολιτών, τα κρούσματα παραβιάσεων πράγματι παρουσιάζουν τα τελευταία χρόνια σοβαρή άνοδο. Το γιατί όμως παραμένει από τη σκοπιά αυτή μυστηριώδες και την αιτιολόγησή του αντικαθιστά η εύκολη αντιρατσιστική ηθικολογία. Έτσι για την παραδοσιακή φιλελεύθερη αντίληψη το γεγονός ότι τα θύματα προσβολών των θεμελιωδών δικαιωμάτων και μάλιστα του habeas corpus είναι οι μετανάστες και οι μειονότητες καταλήγει μια απλή στατιστική σύμπτωση. Εθελοτυφλεί, με άλλα λόγια, επίμονα απέναντι στο δάσος επιμένοντας να εστιάζει στο δέντρο των παραβιάσεων.
Η προβληματικότερη από τη σκοπιά των δικαιωμάτων του ανθρώπου κατάσταση σήμερα στη χώρα μας είναι πέρα από κάθε αμφιβολία η εδραίωση της πρακτικής της επ’ αόριστον διοικητικής κράτησης των αλλοδαπών που συλλαμβάνονται χωρίς χαρτιά, σε στρατόπεδα συγκέντρωσης που κατ’ ευφημισμόν αποκαλούνται «κέντρα φιλοξενίας». Το πρόβλημα εδώ όμως δεν έγκειται –όπως το βλέπει ο ανθρωπισμός των δικαιωμάτων– στο εξευτελιστικό του καθεστώτος, στο οποίο υποβάλλονται αυτοί ως άνθρωποι, αλλά στο ότι η απόφαση να υποβληθούν κάποιοι σε αυτό το καθεστώς υπονοεί και εφαρμόζει μια διαβάθμιση μεταξύ προσώπων ως προς την αξία τους με βάση μια πολιτική τους ιδιότητα, ότι είναι ξένοι. Κρίσιμη συνέπεια εδώ είναι ότι η διακριτική μεταχείριση δεν προσβάλλει απλώς κάποιο θεμελιώδες ατομικό δικαίωμα, αλλά υποβιβάζει το πρόσωπο σε ένα υπολειμματικό καθεστώς μειωμένης νομικής σημασίας που χαρακτηρίζεται από την υπαγωγή στη διακριτική ευχέρεια κάποιου αρμόδιου ποιμένα, είτε είναι ο αστυνόμος είτε ο δικαστής ή ο διευθυντής μιας δομής υγείας κ.ο.κ. Επιπλέον, όπως έδειξε η Άρεντ στη μελέτη της για τον ολοκληρωτισμό, η διαβάθμιση αυτή έχει τη δυσάρεστη ιδιότητα να είναι μεταβατική, να διαδίδεται σταδιακά σε άλλες ομάδες του πληθυσμού με στοιχεία ετερότητας, καταλαμβάνοντας ακόμη και τους πολιτικά διαφωνούντες ημεδαπούς. Τα στρατόπεδα συγκέντρωσης του Β΄ Παγκοσμίου πολέμου εικονογραφούν ιστορικά με τον πιο απτό τρόπο αυτή την πορεία.
Θα αργήσει πολύ άραγε η στιγμή που οι διοικήσεις των σημερινών εγχώριων «κέντρων φιλοξενίας» θα κληθούν να «φιλοξενήσουν» και ημεδαπούς; Ας αναλογιστούμε λοιπόν ποια «κόκκινη γραμμή» διέβη η «φιλοξενία» οροθετικών ιεροδούλων στο κέντρο της Αμυγδαλέζας.
Αλλά και οι στατιστικές των παραβιάσεων στις οποίες αποδίδει τόση κρισιμότητα η φιλελεύθερη αντίληψη, μειωμένη αξιοπιστία μπορεί να έχουν για τη συναγωγή συμπερασμάτων. Λ.χ., είναι δυνατόν να θεωρήσει κανείς στα σοβαρά ότι η απουσία αξιοσημείωτου αριθμού περιστατικών λογοκρισίας τεκμαίρει ότι ο λόγος και η τέχνη είναι κατά βάση ελεύθερα, τη στιγμή που ο φόβος ή το αίσθημα ματαιότητας μπορεί να οδηγεί τους πολίτες σε σιωπή;
Με άλλα λόγια, ο φιλελεύθερος ανθρωπισμός αδυνατεί από μόνος του να αντιληφθεί την κρισιμότητα του πολιτειακού περιβάλλοντος για τα δικαιώματα. Αυτό δεν είναι απλώς ένα έλλειμμα μεθοδολογικό, λ.χ. του αναγκαίου ολισμού στην αντιμετώπιση των δικαιωμάτων, αλλά πάνω απ’ όλα είναι πρόβλημα νομικής και πολιτικής ουσίας, καθώς δεν αντιλαμβάνεται τον ειδικό δεσμό αναγκαιότητας μεταξύ δικαιωμάτων και δημοκρατίας. Γι’ αυτό και αδυνατεί να θεματοποιήσει ως πρόβλημα για τα δικαιώματα του ανθρώπου το γεγονός ότι ο θρυμματισμός της δημοκρατικής ιδιότητας του πολίτη (ακόμη και του Ευρωπαίου) σε ιεραρχικά καθεστώτα ειδικών προνομίων ή βαρών τείνει να συμβαδίζει με τη διεκδίκηση και μονοπώληση της διακυβέρνησης από τις πολιτικές και οικονομικές ελίτ. Αλλιώς θα μπορούσε ίσως να συμβάλει πιο ουσιαστικά στο να καταλάβουμε τι σημαίνουν για τα δικαιώματα η άνευ προηγουμένου κρίση δημοκρατικής νομιμοποίησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης και η προϊούσα παρακμή του κοινοβουλευτισμού, της διαβουλευτικότητας και της λαϊκής συμμετοχής στο εσωτερικό των εθνικών χωρών.
Γι’ αυτό και η μέριμνα για τα δικαιώματα σήμερα δεν μπορεί να εγκλωβίζεται σε μάχες οπισθοφυλακής για την υπεράσπιση του παροχικού κράτους ή σε ανησυχητικές ποσοτικές διαπιστώσεις και ηθικολογικούς σχετλιασμούς. Γιατί αυτό που απειλείται ξανά μέσα σε συνθήκες κρίσης είναι η πολιτική δυνατότητα των δικαιωμάτων, η δυνατότητα δηλαδή των ιδίων των κατόχων τους να διασφαλίσουν από κοινού, για τον καθένα τους και επί ίσοις όροις πραγματικές δημοκρατικές εγγυήσεις ελευθερίας. Υπεράσπιση των δικαιωμάτων σήμερα σημαίνει πριν απ’ όλα υπεράσπιση ενός δικαιώματος για δικαιώματα, υπεράσπιση της ιδιότητας του πολίτη και δραστική προαγωγή της αποφασιστικής συμμετοχής του με όρους πραγματικής πολιτικής δικαιοσύνης.