Ένα από τα ζητήματα που αποφασίστηκε ξαφνικά ότι πρέπει να «λυθεί», ως αποτέλεσμα της οριακής συμφωνίας της 6ης Ιουλίου και ως προαπαιτούμενο του νέου Μνημονίου, είναι η επιτάχυνση, και η εν γένει βελτίωση, της απονομής Δικαιοσύνης στην Ελλάδα. Κάτι τέτοιο απαιτεί αναμόρφωση του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, του διαδικαστικού δηλαδή χάρτη της αστικής δίκης στο νομικό μας σύστημα. Νόμιμος και εν πολλοίς εύλογος στόχος, που αγγίζει την καρδιά του Κράτους Δικαίου: κανείς δεν αμφιβάλλει ότι η απονομή Δικαιοσύνης στη χώρα μας έχει προβλήματα, αλλά το πώς θα αντιμετωπιστούν αυτά τα προβλήματα μάς αφορά όλους, και όχι μόνο τους νομικούς. Εύλογο επομένως και το ενδιαφέρον για το σχετικό σχέδιο νόμου που θα εισαχθεί -και θα ψηφιστεί- στη Βουλή, σήμερα Τετάρτη 22 Ιουλίου.
Εδώ τελειώνουν τα καλά νέα. Ήδη από τις ημερομηνίες καταλαβαίνει κανείς την ασφυκτική πίεση υπό την οποία θα διεξαχθεί η «συζήτηση» -σε εισαγωγικά γιατί στην ουσία πρόκειται για μη συζήτηση. Εκπληκτική και η αδιαφάνεια της διαδικασίας: τη στιγμή που εκφράζονται αυτές οι σκέψεις –δηλαδή την Τρίτη 21 Ιουλίου- δεν έχει γίνει γνωστή η ακριβής πρόταση που θα «συζητηθεί» στη Βουλή την επαύριο. Απειλητική –ιδίως για τέτοιας αξίας νομικό κείμενο- και η σκιά του «αναγκαστικού δικαίου»: ο νέος Κώδικας πρέπει να περάσει για να υπάρξει συμφωνία και να «σωθεί» οικονομικά η χώρα, σχεδόν σε βάρος –και πάντως ανεξαρτήτως- του περιεχομένου του. Ιδίως αν επανέλθουν από την πίσω πόρτα προτάσεις για τις οποίες έχει εκφραστεί επίσημη αντίδραση από αρμόδιους επιστημονικούς φορείς.
Γιατί ανάλογες πρωτοβουλίες δεν εμφανίζονται για πρώτη φορά. Η περσινή χρονιά είχε σφραγιστεί από τη συζήτηση (εδώ μπορούν να φύγουν τα εισαγωγικά, γιατί δεν υπήρχε πίεση χρόνου, χωρίς πάντως να αποφευχθεί η πανταχού παρούσα στον ελληνικό δημόσιο διάλογο πίεση της προχειρότητας) επί ενός νέου Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας. Οι αντιρρήσεις, ιδίως των Δικηγορικών Συλλόγων της χώρας, είχαν επικεντρωθεί στη δυνατότητα κατάργησης της εξέτασης μαρτύρων στην αστική δίκη και στην άνοδο των τραπεζών στη σειρά προνομιακής κατάταξης σε πλειστηριασμούς.
Χωρίς να θέλω να μπω σε νομικές λεπτομέρειες, θα ήθελα να εκφράσω την άποψη ότι α) η εξέταση μαρτύρων μπορεί να μην είναι μεν πάντα απαραίτητη για την ορθή απονομή δικαιοσύνης, αλλά η εξάλειψή της ελάχιστα επηρεάζει την ταχύτητα ή την ορθότητα της δίκης, ενώ η δυνατότητα του δικαστή της έδρας να επιτρέψει τη σχετική εξέταση υπονόμευε την όποια αλλαγή΄ β) οι τράπεζες είναι λογικό σε κάποιο βαθμό να «προστατευτούν», ιδίως σε εποχές που αντιμετωπίζουν, συχνά όχι με ευθύνη τους, οξυμμένα προβλήματα ρευστότητας, ωστόσο η περαιτέρω προνομιακή, και στο διηνεκές, και σε βάρος άλλων δημόσιων φορέων (όπως τα ασφαλιστικά ταμεία), αντιμετώπισή τους εγείρει σοβαρά ζητήματα ισονομίας’ και γ) τα δύο βασικά μέσα με τα οποία επιταχύνεται η απονομή δικαιοσύνης είναι η ελαχιστοποίηση έως και εξάλειψη των αναβολών και η αύξηση του κόστους της δίκης, ζητήματα επί των οποίων εκείνο το σχέδιο δεν ήταν αρκετά τολμηρό. Σε κάθε περίπτωση, οι δικηγορικοί σύλλογοι διεξήγαν πανελλαδικό δημοψήφισμα επί του τότε προταθέντος Κώδικα και με μεγάλη πλειοψηφία εξέφρασαν την αντίθεσή τους, ειδικά σε σχέση με τις προαναφερθείσες διατάξεις.
Βεβαίως και δεν θεοποιώ τέτοιου είδους «αμεσοδημοκρατικές» διαδικασίες (κάτι θα πρέπει να μας δίδαξε και το πρόσφατο πιο επίσημο δημοψήφισμα με τις συνέπειες του), ούτε και θωρώ ότι η αντίθεση ενός συντεχνιακού φορέα σε μια νομοθετική πρωτοβουλία αποτελεί θέσφατο. Όμως δεν νομίζω ότι η πλήρης εξάλειψη της διαβούλευσης, δηλαδή εντέλει της ψυχραιμίας, και η βιαστική αλλαγή κανόνων που αφορούν τον πολίτη στον πυρήνα της ιδιωτικής του ζωής –στην τιμή του και την περιουσία του- προάγουν ένα ελληνικό Κράτος Δικαίου ήδη βαριά τραυματισμένο στα χρόνια της κρίσης . Άλλη μια παράπλευρη απώλεια; Θα μου επιτραπεί να τη θεωρήσω, και όχι μόνο λόγω επαγγελματικής διαστροφής, μετωπικό πλήγμα.