Πριν από καιρό είχα αισθανθεί την ανάγκη, ή ακόμη και την υποχρέωση ενός ανθρώπου που άσκησε εξουσία και κουβάλησε ευθύνες σε σημαντικούς τομείς της δημόσιας ζωής, να καταθέσω κάποιες σκέψεις σχετικά με το ελληνικό ευρω-δίλημμα.
Θεωρώντας, τότε όπως και πάντα, ότι συμφέρον της Ελλάδας είναι να παραμείνει στην Ευρωζώνη, διετύπωνα την άποψη ότι οι πιθανότητες να αχθεί μεσοπρόθεσμα η χώρα μόνη της εκτός ευρώ ήταν μεγαλύτερες από την παραμονή της. Και τούτο λόγω του παρατεταμένου οικονομικού παγετώνα, αλλά και των στείρων αντιστάσεων σε κάθε προσπάθεια εξορθολογισμού του συστήματος.
Η προσπάθεια που καταβάλλει η χώρα για να παραμείνει στην Ευρωζώνη θα διευκολυνόταν αφάνταστα εάν μπορούσαμε να ξανακατακτήσουμε την αρετή του «λιτού βίου» ως αξιακή επιλογή. Αλλιώς είμαστε καταδικασμένοι να δίνουμε μάταιες και σισύφειες μάχες ενάντια στην έξωθεν επιβεβλημένη λιτότητα, αδιαφορώντας για την έλλειψη γνήσιων –όχι διακηρυκτικών– διοικητικών και παραγωγικών δομών. Αλλιώς, θα βρεθούμε στην καλύτερη μεν περίπτωση σε συνεννοημένες με τους εταίρους μορφές νομισματικής μετάπτωσης (σαν εκείνες που κατά καιρούς τις βλέπουμε και τις διαβάζουμε σχολιαζόμενες με ελαφρότητα που δεν κάνει καλό σε κανένα), στη χειρότερη δε, σε ελεύθερη πτώση.
Συνεχίζω να πιστεύω ότι παρά τις μεταπτώσεις μεταξύ της παλίρροιας αισιόδοξων έως μεσσιανικών προβλέψεων και της άμπωτης των απαισιόδοξων έως καταστροφολογικών, τα πράγματα στη χώρα δεν έχουν ριζικά αλλάξει. Οτι, δηλαδή, κι αν ακόμη σε μεσοπρόθεσμο ορίζοντα (ας πούμε το 2014-16) δεν έχουμε ούτε ατύχημα στον τραπεζικό χώρο ούτε αδυναμία αποπληρωμής κάποιου ομολόγου, πάλι θα ζούμε το φάσμα κατάρρευσης παραγωγικών πεδίων της πραγματικής οικονομίας. Πρέπει να μη ζει κανείς στη χώρα αυτή για να μη συναισθάνεται την πραγματικότητα των επιχειρήσεων που πασχίζουν να επιβιώσουν υπό την πίεση για απομόχλευση του τραπεζικού δανεισμού τους, των νοικοκυριών που ζουν την ασύλληπτη ανεργία του 27%, που απλώς την αναφέρουμε, τη σχολιάζουμε κι ύστερα την προσπερνούμε, συν τη φορολογική αποστράγγιση. Αλλά και την επιδεινούμενη χρηματοδοτική αδυναμία του κράτους να καλύψει βασικές λειτουργίες, όπως της Κοινωνικής Ασφάλισης, της Υγείας, της Πρόνοιας ή της Παιδείας – αδυναμία που πάει να συγκαλυφθεί κάτω από την κατά κύματα εκδηλούμενη πολιτική οξύτητα και την καλλιέργεια του κοινωνικού αυτοματισμού.
Είναι περιγραφές γνώριμων καταστάσεων όλα αυτά; Γνωρίζω την οχληρότητα που μπορεί να έχει η περιγραφή και η δήθεν ανάλυση, την ώρα, τη στιγμή που οι καταστάσεις κινδυνεύουν να γίνουν ανεπίστροφες. Αν όμως χαθεί η κοινωνική ανοχή, αν η μίνιμουμ συναίνεση παρασυρθεί, πώς κάνει κάποιος την αντίστροφη πορεία; Επιχείρησα πρόσφατα να σκιαγραφήσω ποια θα ήταν, για μένα, μια ενδεχόμενη πορεία σε αναζήτηση διεξόδου. Σπεύδω να πω ότι εκείνο που περιέγραψα, και στο οποίο θα ήθελα από τις φιλόξενες στήλες της «Καθημερινής» να επανέλθω, κρίθηκε γραπτά και προφορικά, φιλικά και ανοίκεια, σαν μη ρεαλιστικό. Και είναι όντως «μη ρεαλιστική» η πρόταση που έχει αποκρυσταλλωθεί μέσα μου, όπως άλλωστε «μη ρεαλιστική» υπήρξε στο παρελθόν της Ελλάδας η κυβέρνηση Σοφούλη – Τσαλδάρη ή στη μεταπολεμική Ιταλία η κυβέρνηση Ντε Γκάσπερι – Παλμίρο Τολιάτι! Και, για να προσγειωνόμαστε στο βιωμένο, στο νωπό ακόμη παρελθόν μας, «μη ρεαλιστική» ήταν η φάση διακυβέρνησης του καλοκαιριού – Νοεμβρίου 2011, ή και η κυβέρνηση Παπαδήμου μέχρι τις εκλογές του 2012, ή ακόμη η κυβέρνηση Ν.Δ.-ΠΑΣΟΚ-ΔΗΜΑΡ που πήρε τη σκυτάλη υπό την πίεση των πραγμάτων. Θα παρακαλούσα ιδιαίτερα τον αναγνώστη να σταθεί και να αναστοχασθεί τα σχήματα αυτά, όπως τα ανέφερα και όπως προέκυψαν, μέσα και από τα μάτια των εταίρων της Ελλάδας της ίδιας περιόδου: τι έβλεπαν μπροστά τους, τι δέχονταν να συζητήσουν, τι επέβαλαν, τι περιεχόμενο προσλάμβανε η κυλιόμενη διαπραγμάτευση με τη χώρα μας.
Διέξοδος, θεωρώ, υπάρχει. Πάντως, υποχρέωση, καθήκον, χρέος του πολιτικού συστήματος να αναζητήσει διέξοδο παραμερίζοντας την αυτοπεριχαράκωση, αλλά και την προβολή του ιδίου συμφέροντος (κομματικού, παρεϊκού, προσωπικού) ως –μόνου– ρεαλιστικού πλαισίου, υπάρχει. Δεν είναι νοητό η χώρα να αφεθεί να πορευθεί προς τη μείζονα συνεννόηση με τον διεθνή παράγοντα, την κατ’ ανάγκην συνεννόηση που βρίσκεται μπροστά μας όπως κι αν ονοματισθεί ξανά εξορκιστικά, χωρίς να έχει επιδιωχθεί μια Νέα Πολιτική Συμφωνία. Μια συνολική πολιτική συμφωνία, η οποία θα έχει διαμορφωθεί και με βάση μιαν ευρύτερη συναίνεση στο εσωτερικό, από εμάς τους ίδιους.
Γιατί; Επειδή προϋπόθεση κάθε τέτοιας Νέας Πολιτικής Συμφωνίας δεν μπορεί παρά να είναι και η εκ μέρους μας, η εκ μέρους της Ελλάδας, των Ελλήνων, όχι εκ μέρους μιας απλής πλειοψηφίας, αποδοχή μιας μακροπρόθεσμης δέσμευσης για λιτή δημοσιονομική διαχείριση. Δηλαδή μακρόχρονης μη δημιουργίας ελλειμμάτων.
Με βάση μια τέτοια εθνική αυτοδέσμευση και μόνον, με παράλληλη σθεναρή διεθνή δημόσια επεξήγηση των ορίων των μέχρι τώρα προγραμμάτων για την Ελλάδα, δηλαδή της κατάρρευσης της πραγματικής οικονομίας και της αποδιάρθρωσης της κοινωνικής συνοχής στη χώρα μας, θα μπορέσει να επιδιωχθεί επανατοποθέτηση του νέου προγράμματος.
Δεν αισθάνομαι ιδιαίτερα συγγενής με τη διαπραγμάτευση, ούτε με τη σύγχρονη εκδοχή των Καγκελαριών των Δυνάμεων και με το (όχι πάντα ειλικρινές) διεθνές θεσμικό περιβάλλον. Ομως, ακόμη και οι διεθνείς συντελεστές, ο καθένας με τις δικές του προτεραιότητες κατά νου, με πλάγια βήματα, κάθε τόσο, βλέπω να προσανατολίζονται, ή να μπορούν να προσανατολιστούν:
– Σε αναδιευθέτηση του χρόνου καταβολής των εναπομενόντων τόκων, μετά τη συμφωνία του 2012, καθώς και της εξυπηρέτησης των λήξεων προς την ΕΚΤ και τις κεντρικές τράπεζες.
– Στην απόσβεση του «επίσημου» χρέους σε ακόμη μακρότερο βάθος χρόνου και με (κατ’ ανάγκην οριακή, εδώ να μην τρέφουμε φρούδες προσδοκίες) πρόσθετη μείωση των επιτοκίων.
Ομως αυτές οι κινήσεις δεν θα είναι παρά «ξέσφιγμα του βρόχου» για την Ελλάδα. Ακόμη μεγαλύτερη σημασία έχει και θα έχει η διαπραγματευτική επιδίωξη:
– Ειδικών κεφαλαιακών ροών, για τη στήριξη αφενός ενός ελαχίστου επιπέδου επενδυτικής δραστηριότητας (δεν ξέρω αν είναι 10 ή 12 ή 15 τα δισ. –σε ετήσια βάση– τα οποία θα χρειάζεται από κάθε πηγή τα χρόνια που έρχεται η Ελλάδα, προκειμένου να υπάρξει αληθινή αναπτυξιακή επανεκκίνηση: όμως, χωρίς επενδύσεις τέτοιας τάξεως μάλλον βαδίζουμε στα σύννεφα) και αφετέρου αυστηρότατα προσδιορισμένων κοινωνικών αναγκών (γιατί χωρίς ένα μίνιμουμ στήριξης και στοχευμένης χαλάρωσης σε Κοινωνική Ασφάλιση, Υγεία και Πρόνοια διακινδυνεύουμε κοινωνική έκρηξη, και τότε…).
Η χώρα ξεχνούμε ότι είναι σε χρεοστάσιο. Η χώρα δεν μπορεί να διασωθεί πάνω στο ψεύδος. Η χώρα δεν μπορεί να επιζήσει χωρίς τη βοήθεια από το εξωτερικό. Στην Ελλάδα, εντέλει, το αυτονόητο θεωρείται ακόμη «μη ρεαλιστικό».
Πάμε τώρα στη ρίζα του «μη ρεαλιστικού». Ποιος/πώς/πότε τα διαπραγματεύεται αυτά. Οποιο και αν είναι το αποτέλεσμα των ευρωεκλογών, θα πρέπει την επομένη να αρχίσει η διαδικασία της εθνικής συνεννόησης. Είτε βρει τη σημερινή κυβέρνηση εξασθενημένη είτε όχι.
Θεωρώ ότι η πολιτικά γνήσια –και δημοκρατικά υπεύθυνη– προσέγγιση θα ήταν η διαπραγμάτευση και η εθνικά φερέγγυα σύναψη μιας παρόμοιας συμφωνίας στο πλαίσιο μιας Μεσοπρόθεσμης Πλατφόρμας Διάσωσης που θα στηριχθεί από όλα τα ιδεολογικά και κοινωνικά ρεύματα σε επίπεδο κορυφής. Το εθνικό σχέδιο αυτοδέσμευσης, που έτσι θα συγκροτηθεί, και το αποτέλεσμα της διαπραγμάτευσης –προσοχή! Διαπραγμάτευσης που σε τέτοια βάση θα διεξαχθεί– θα τεθεί εν συνεχεία στην κρίση της βουλευτικής κάλπης. Για τη διαφωτισμένη, και όχι συνθηματολογημένη, κρίση του λαού.
«Αυτά δεν γίνονται», το ακούω! Ε, λοιπόν, γίνονται! Και αν δεν θέλουμε τώρα, θα γίνουν την επαύριον των εθνικών εκλογών αν αφεθεί η κατάσταση να σέρνεται –ευπρεπέστερα ή λιγότερο ευπρεπώς–, όμως «θα γίνουν» υπό απείρως πιο επιβαρυμένες συνθήκες. Και πολιτικά και κοινωνικά αποδιαρθρωτικές.
Διέξοδος υπάρχει, πάντως μπορεί να αναζητηθεί – αν τη θέλουμε.