Οι κρίσεις πλέον διαδέχονται η μια την άλλη και συσσωρεύονται, ενώ διαμορφώνουν μη λειτουργικές και με υψηλό βαθμό διακινδύνευσης συνθήκες, οι οποίες από το ένα μέρος καταδεικνύουν, ότι το σύστημα κοινωνικής οργάνωσης βρίσκεται σε «σημείο καμπής» και χρειάζεται δομικών διαστάσεων τομές και αλλαγές, ώστε να αντιμετωπισθούν με βιώσιμο και λειτουργικό τρόπο οι παραγόμενες ανισορροπίες.
Από το άλλο μέρος γίνεται όλο και πιο εμφανές, ότι το πολιτικό σύστημα, είτε διαχειρίζεται κυβερνητική εξουσία, είτε κινείται στο χώρο της αντιπολίτευσης, δεν διαθέτει τα απαραίτητα σύγχρονα μεθοδολογικά εργαλεία ανάλυσης και σχεδιασμού στο εσωτερικό του, ούτε προσανατολίζεται και λειτουργεί με σημείο αναφοράς τις συνεχώς μεταβαλλόμενες ανάγκες της δυναμικής της εξέλιξης με στόχο την πραγμάτωση του κοινωνικού και του ανθρώπινου συμφέροντος.
Η πραγματικότητα είναι αποκαλυπτική. Για παράδειγμα σύμφωνα με στοιχεία, που συλλέγονται από σταθμούς παρακολούθησης της ποιότητας του αέρα σε ευρωπαϊκές πόλεις στο πλαίσιο του European City Quality Viewer η Αθήνα είναι στην 290η θέση ανάμεσα σε 372 πόλεις. Η ποιότητα του αέρα χαρακτηρίζεται ως μέτρια, διότι η συγκέντρωση λεπτών αιωρούμενων μικροσωματιδίων (ug/m3) είναι στα 14,2 ug/m3, δηλαδή ελάχιστα κάτω από 15 ug/m3, που είναι το όριο για να χαρακτηρισθεί κακή.
Τα λεπτά αιωρούμενα σωματίδια επιδρούν σε πολύ υψηλό βαθμό στην υγεία, όσον αφορά την πρόωρη θνησιμότητα και τις ασθένειες. Σύμφωνα με τα υπάρχοντα στοιχεία η πιο καθαρή πόλη είναι η Uppsala στην Σουηδία και η πιο μολυσμένη είναι η Slavonski Brod στην Κροατία.
Το πολιτικό σύστημα στην Ελλάδα τηρεί «σιωπή ιχθύος», ενώ παράλληλα δεν έχει συνειδητοποιήσει την ζωτικής σημασίας ανάγκη για την ανθρώπινη ζωή να ασχοληθεί με το πρόβλημα και να αντιμετωπίσει τα γενεσιουργά του αίτια.
Σε ανάλογο «μήκος κύματος» κινείται και το σύστημα υγείας. Σύμφωνα με έκθεση επιστημόνων με συντονιστή τον καθηγητή κοινωνικής και προληπτικής ιατρικής του Εθνικού Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών Γιάννη Τούντα για λογαριασμό της διαΝΕΟσις είναι αναγκαία η οικοδόμηση ενός σύγχρονου και αποκεντρωμένου συστήματος υγείας με έμφαση στην κοινωνική ισότητα, στην κλινική αποτελεσματικότητα και στην οικονομική βιωσιμότητα.
Τα προβλήματα του Εθνικού Συστήματος Υγείας εκτός από την προβληματική χρηματοδότηση είναι πολλά, «όπως η απουσία οργανωμένης πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας, η έλλειψη σύγχρονων μονάδων περίθαλψης (νοσηλεία στο σπίτι, μονάδες ημερήσιας νοσηλείας, κέντρα αποκατάστασης, μονάδες χρονίως πασχόντων), η πολύ περιορισμένη χρήση νέων τεχνολογιών, η σχεδόν πλήρης απουσία μηχανισμών αξιολόγησης, ελέγχου και ποιότητας, η εκτεταμένη παραοικονομία, η ηλικιακή γήρανση και εργασιακή κόπωση των εργαζομένων, τα προβλήματα οργάνωσης και διοίκησης με αναχρονιστικές και έντονα συγκεντρωτικές δομές, καθώς και η ανορθολογική κατανομή των νοσοκομειακών και πρωτοβάθμιων μονάδων ανά την επικράτεια».
Ακόμη μεγαλύτερο πρόβλημα στα νοσοκομεία του ΕΣΥ είναι οι μεγάλες ελλείψεις στο μη ιατρικό προσωπικό και κυρίως σε νοσηλευτές. Η πολιτική διαχείριση αυτού του πλέγματος προβλημάτων στον τομέα της υγείας είναι πλήρως ανεπαρκής, ενώ δεν κατατίθεται λειτουργικά μακροπρόθεσμος σχεδιασμός.
Οι συνθήκες κρίσης διευρύνονται ακόμη περισσότερο, εάν ληφθεί υπόψη και ο βαθμός βιωσιμότητας των πόλεων και ιδιαιτέρως της Αθήνας, στην οποία κατοικεί σχεδόν ο μισός πληθυσμός της Ελλάδας. Αυτό πιστοποιείται από μελέτη του τμήματος έρευνας και ανάλυσης του Ομίλου Economist (Economist Intelligence Unit, EIU) για τις βιώσιμες πόλεις.
Οι τομείς, που αξιολογούνται στο πλαίσιο αυτής της έρευνας, είναι η σταθερότητα, η υγειονομική περίθαλψη, ο πολιτισμός, το περιβάλλον, η εκπαίδευση και οι υποδομές. Σύμφωνα με αυτά τα κριτήρια οι πιο βιώσιμες πόλεις είναι η Βιέννη, η Κοπεγχάγη και η Ζυρίχη. Ακολουθούν η Μελβούρνη, το Κάλγκαρι, η Γενεύη, το Σίδνεϋ και το Όουκλαντ.
Η Αθήνα κατατάσσεται στις προβληματικές πόλεις της Ευρώπης και πιο συγκεκριμένα στην προτελευταία κλίμακα μαζί με το Βελιγράδι και την Σόφια. Πιο χαμηλά είναι μόνο το Κίεβο, το Μπακού και η Κωνσταντινούπολη. Αυτή η κατάταξη της πρωτεύουσας της Ελλάδας δείχνει και τα ποιοτικά χαρακτηριστικά της ζωής των κατοίκων της, τα οποία θα έπρεπε να έχουν ευαισθητοποιήσει το πολιτικό σύστημα και ιδιαιτέρως τις κυβερνήσεις για την λήψη μέτρων με μακροπρόθεσμη οπτική και στόχο την έξοδο από τις συνθήκες κρίσης και την ποιοτική βελτίωση της ζωής των πολιτών. Δυστυχώς όμως αυτό δεν συμβαίνει.
Η διεύρυνση των συνθηκών κρίσης όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά γενικότερα στον πλανήτη γίνεται ακόμη μεγαλύτερη, αν συνυπολογισθεί και η στεγαστική κρίση στις χώρες, που είναι μέλη του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ), στον οποίο είναι μέλος και η Ελλάδα.
Σύμφωνα με στοιχεία της Gallup Analytics, που παρουσιάζουν οι Financial Times, η οποία έκανε έρευνα σε 37 χώρες του ΟΟΣΑ σε δείγμα 37.000 ανθρώπων, η στεγαστική κρίση είναι από τα πιο μεγάλα προβλήματα στις ηλικίες κάτω των 30 ετών και μεταξύ 30 έως 49 ετών.
Το 44% των άνω των 50 ετών δηλώνουν δυσαρεστημένοι με την στέγαση στις χώρες του ΟΟΣΑ, αλλά το ποσοστό στους κάτω των 30 ετών είναι 55% και στα άτομα 30 έως 49 ετών είναι 56%. Τα ενοίκια είναι πολύ υψηλά και μάλιστα σε μια περίοδο ανόδου των τιμών στα τρόφιμα, στα καύσιμα και σε πολλά άλλα. Η πολιτική διαχείριση αυτής της κρίσης είναι το λιγότερο ανεπαρκής και συμβάλλει στην διεύρυνση των ανισοτήτων και στην αποσταθεροποίηση της κοινωνικής συνοχής.
Σε ανάλογες συνθήκες κρίσης βρίσκονται και οι κοινωνικές σχέσεις. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η συνεχώς διευρυνόμενη ενδοοικογενειακή βία. Από 19 έως 25 Αυγούστου 2024 γινόταν τηλεφώνημα στην Ελληνική Αστυνομία κάθε 5 ώρες για περιπτώσεις ενδοοικογενειακής βίας (784 κλήσεις στην Άμεση Δράση και 321 συλλήψεις). Αξιοσημείωτο είναι επίσης, ότι τα γραφεία της ΕΛΑΣ, που ασχολούνται με την ενδοοικογενειακή βία, από 18 αυξήθηκαν σε 63 σε όλη την χώρα.
Η κοινωνία και η πολιτική ηγεσία πρέπει άμεσα να ευαισθητοποιηθούν, διότι οι επιπτώσεις θα είναι πολύ αρνητικές στην προοπτική του χρόνου τόσο σε σχέση με την οικογενειακή και κοινωνική συνοχή όσο και σε σχέση με την ψυχική ισορροπία και υγεία των παιδιών. Παρενέργειες θα υπάρξουν και στο δημογραφικό πρόβλημα επίσης.
Είναι πλέον εμφανές και διαπιστώσιμο στην βιωνόμενη πραγματικότητα από τους πολίτες, ότι το σύστημα κοινωνικής οργάνωσης και λειτουργίας παράγει συνθήκες πολυδιάστατης κρίσης, οι οποίες συνεχώς διευρύνονται, ενώ παράλληλα δεν αντιμετωπίζονται τα γενεσιουργά τους αίτια στο πλαίσιο της πολιτικής διαχείρισης.
Αυτό οφείλεται στην μη συνειδητοποίηση, ότι η ιστορική διαδρομή της κοινωνίας έχει φτάσει σε «σημείο καμπής» και οικοδομεί συνθήκες κρίσης με κινδύνους υψηλού ρίσκου, οι οποίες πρέπει να αντιμετωπίζονται σε λειτουργικό χρόνο, διότι η δυναμική της εξέλιξης είναι ταχύτατη και δύσκολα ελεγχόμενη λόγω της πολυπλοκότητας της πραγματικότητας.
Αρνητικά λειτουργεί και η οπτική της οριοθέτησης της προοπτικής των πολιτικών επιλογών στο πλαίσιο της ακολουθούμενης πορείας και στα ποιοτικά χαρακτηριστικά του ισχύοντος συστήματος κοινωνικής οργάνωσης και λειτουργίας, αν και παράγει συνεχώς ανισορροπίες και συνθήκες κρίσης, οι οποίες υποβαθμίζουν την ζωή των ανθρώπων και την υγεία τους.
Τέλος η μη παραγωγή κοινωνικών αξιών, οι οποίες εκφράζουν και υπηρετούν τις ανθρώπινες και τις κοινωνικές ανάγκες και η υποκατάσταση τους από μονοδιάστατα καταναλωτικά πρότυπα, σε συνδυασμό με την κυρίαρχη οπτική της κοινωνίας του θεάματος (η εντύπωση, που προκαλεί το θέαμα, προσδίδει νόημα στη ζωή), την μη λειτουργία των πολιτών ως ατομικών και συλλογικών υποκειμένων και την μη έκφραση και πραγμάτωση του κοινωνικού συμφέροντος, οδηγούν στην μετατροπή των πολιτών σε «εργαλεία», που συμβάλλουν στην διαμόρφωση συνθηκών κρίσης.
Με αυτά τα δεδομένα και την καθοριστική συμβολή της πολιτικής διαχείρισης της κοινωνικής πορείας προς το μέλλον οι συνεχώς διευρυνόμενες συνθήκες κρίσης γίνονται βασικές παράμετροι της βιωνόμενης καθημερινότητας από τους πολίτες. Και αυτό σταδιακά θα αποσταθεροποιήσει τις τοπικές κοινωνίες.