Οι διερευνητικές συνομιλίες Ελλάδας Τουρκίας αρχίζουν στις 25 του μηνός με την σύμφωνη γνώμη κυβέρνησης και αντιπολίτευσης. Είναι θετικό το γεγονός γιατί με την ένταση που είχε δημιουργηθεί και τον τρόπο που πέρυσι είχε ναυαγήσει την τελευταία στιγμή η επανεκκίνηση τους ( με ορατό και με συνέπειες για την χώρα μας αποτέλεσμα την ενόχληση της γερμανικής Προεδρίας) ήταν αμφίβολη η διεξαγωγή τους. Ανεξαρτήτως τελικής κατάληξης ας κρατήσουμε ότι για ένα διάστημα η ένταση κατά πάσα πιθανότητα θα υποχωρήσει και θα υπάρξει χώρος και χρόνος για την διπλωματία.
Το αν θα αξιοποιηθεί αυτή η δυνατότητα θα εξαρτηθεί από την πολιτική βούληση και των δύο μερών. Γιατί η βούληση του διεθνούς παράγοντα (κυρίως ΗΠΑ , Ευρωπαϊκής Ένωσης ,λιγότερο της Ρωσίας που δεν ενοχλείται από την ένταση μεταξύ δύο νατοϊκών χωρών) για διάλογο είναι δεδομένη. Η διοίκηση Μπάιντεν, αν επανέλθει με πρωτοβουλίες στην περιοχή, με αυτή την πρόθεση θα κινηθεί. Πόσο μάλλον αν αφήσει την πρωτοβουλία στην Γερμανία. Όσοι από την κρατούσα εν Ελλάδι σχολή της ακινησίας ευελπιστούν σε θεαματική αλλαγή της στάσης των ΗΠΑ απέναντι στην Τουρκία θα προσγειωθούν το επόμενο διάστημα.
Προς το παρόν να επισημάνουμε το αρνητικό κλίμα που διοχετεύεται στην κοινή γνώμη δυστυχώς όχι μόνο από τα μονίμως ανησυχούντα υπερπατριωτικά ΜΜΕ ( «νέα τουρκική πρόκληση» η συνήθης αποστροφή τους) αλλά και από σοβαρές εφημερίδες και παράγοντες που μας είχαν συνηθίσει σε μετρημένες αντιδράσεις. Το ανησυχητικό είναι ότι οι παράγοντες αυτοί μέχρι σήμερα συνήθως απηχούσαν την κυρίαρχη κυβερνητική γραμμή. Αν μάλιστα συνυπολογίσουμε την ορατή πλέον διαφοροποίηση του ΥΠΕΞ κ. Δένδια η ανησυχία μεγαλώνει. Διοχετεύεται στην ευέξαπτη ελληνική κοινή γνώμη - εν είδη ηρεμιστικού- η άποψη ότι προσερχόμαστε στις διερευνητικές με μόνο σκοπό να μην πάρουμε εμείς τον μουτζούρη της αποτυχίας και ει δυνατόν να τον πάρουν οι Τούρκοι. Αντί δηλαδή να αποβλέπουμε σε μια win-win κατάληξη και ένα θετικό άθροισμα, ικανοποιούμαστε με τη λογική του μηδενικού αθροίσματος και τους κινδύνους που συνεπάγεται.
Παρά ταύτα υπήρξαν κάποια ελπιδοφόρα σημεία, υπό την προϋπόθεση βεβαίως ότι επάνω τους θα οικοδομηθεί μια συνεκτική και σε βάθος χρόνου σταθερή πολιτική. Ο πρωθυπουργός δύο φορές αναφέρθηκε στην κύρια - και όχι στη μόνη – διαφορά, ανοίγοντας τον δρόμο για αυτό που στην πράξη ούτως η άλλως συμβαίνει στις 60 διερευνητικές επαφές. Σε πολύ προσεκτικές επίσης δηλώσεις του ο Γιώργος Κατρούγκαλος εκ μέρους του ΣΥΡΙΖΑ Προοδευτική Συμμαχία είπε . «Θέλουμε διερευνητικές, όπου εμείς δεν θα πετάξουμε τη μπάλα στην εξέδρα, δεν θα πάμε μόνο για να αποφύγουμε το blame game (...) Διερευνητικές που θα συνεχίσουν από εκεί που σταμάτησαν το 2016 με ευθύνη της Τουρκίας και που βήμα-βήμα θα προσπαθήσουμε να προχωρήσουμε, όσο γίνεται ενεργά, τις δικές μας θέσεις προς την κατεύθυνση μιας έντιμης συμφωνίας». Ζήτησε , βέβαια, να «μην διευρυνθεί η ατζέντα» αλλά στη Βουλή ο Αλέξης Τσίπρας διευκρίνισε ότι απαράδεκτη διεύρυνση της ατζέντας θεωρεί την συζήτηση για γκρίζες ζώνες και αποστρατικοποίησης των νησιών.
Είναι σε όλους προφανές ότι το πρώτο δεν υφίσταται γενικώς ως θέμα προς συζήτηση, το δεύτερο, δε, μόνο ως κατάληξη μιας μακράς πορείας όπου θα έχουν δημιουργηθεί όροι εμπιστοσύνης και αμοιβαιότητας (πχ διάλυση στρατιάς Αιγαίου) μπορεί να αντιμετωπιστεί. Αν η Τουρκία εξαρτήσει την πρόοδο των διερευνητικών από αυτούς τους όρους είναι προφανές ότι οι συνομιλίες θα ναυαγήσουν. Όπως επίσης θα ναυαγήσουν αν η Ελλάδα επιμείνει στην μία μόνο διαφορά ( υφαλοκρηπίδα , ΑΟΖ) και αρνηθεί να συζητήσει το θέμα των χωρικών υδάτων.
Το εύρος των χωρικών μας υδάτων είναι κρίσιμο θέμα που έχει πάρει υπερβολικές διαστάσεις στο εθνικό φαντασιακό των δύο χωρών. Αποτελεί μεν σύμφωνα με το Δίκαιο της Θάλασσας δικαίωμα που ασκείται μονομερώς, οι επιπτώσεις όμως της καθολικής επέκτασης στα 12 ναυτικά μίλια δημιουργεί ανισορροπία στο Αιγαίο. Η Ελλάδα επεκτείνει την κυριαρχία της από το 42% στο 72%, η Τουρκία από το 7,5% στο 8,5% και τα διεθνή ύδατα περιορίζονται στο 19,%. Το Αιγαίο γίνεται έτσι οιωνεί ελληνική λίμνη. Δεν είναι μόνο η Τουρκία που αντιδρά με το -σε κάθε περίπτωση- απαράδεκτο casus belli, επειδή αποκλείεται η πρόσβαση της στην ανοικτή θάλασσα - θα έχει μόνο αβλαβή διέλευση- αλλά και μεγάλες ναυτικές δυνάμεις όπως οι ΗΠΑ και η Ρωσία.
Όσοι έχουν παρακολουθήσει χωρίς παρωπίδες την πορεία του ελληνοτουρκικού διαλόγου - ανάμεσα σε αυτούς οπωσδήποτε ο πρέσβης επί τιμή κ. Παύλος Αποστολίδης που έχει ηγηθεί της ελληνικής αντιπροσωπείας στις διερευνητικές από το 2010 έως το 2016 και θα είναι και τώρα επικεφαλής- ξέρουν ότι αν πρέπει οπωσδήποτε να μιλήσουμε για μια μόνο διαφορά , αυτή είναι τα χωρικά ύδατα και μετά βέβαια η ευθυγράμμιση του εναερίου χώρου με αυτά. Είναι το κλειδί για να ξεκλειδώσουν οι ελληνοτουρκικές σχέσεις. Και με πολύ καθαρό τρόπο είχε τοποθετηθεί επ? αυτού στην εκπομπή «Ιστορίες» του Αλέξη Παπαχελά το όχι και τόσο μακρινό 2017. Είχε πει τότε: «Οι διερευνητικές δεν αφορούν την διαπραγμάτευση της υφαλοκρηπίδας όπως νομίζουν πολλοί. Αφορούν τα προκαταρκτικά θέματα. Και το κύριο προκαταρκτικό θέμα είναι το εύρος των χωρικών υδάτων. Επομένως, επί αυτού έχουν γίνει κατά καιρούς προσπάθειες. Κάθε πλευρά έχει κάνει τα δικά της χαρτιά. Δεν έχει καταλήξει το πράγμα. Δεν μπορούμε να συμφωνήσουμε. Χάθηκε μια ευκαιρία μετά το 2003 όταν ήταν ζεστά τα πράγματα. Η Τουρκία ήθελε να αρχίσουν διαπραγματεύσεις με την ΕΕ (…) Όταν τραβάνε τέτοιες συνομιλίες επί πολλά χρόνια, μετά όλοι αρχίζουν να αμφιβάλουν αν ποτέ θα καταλήξουν».
Είναι , λοιπόν, σαφές τι θα συζητηθεί και σε αυτό τον κύκλο διερευνητικών επαφών. Θα μπορούσαν να πιάσουν το νήμα με το 2003 και να φτάσουν σε λύση «εναλλασσόμενης δαντέλας» δηλαδή, διαφοροποιημένη επέκταση ανάλογα με τις συνθήκες της περιοχής. Αλλού 12, αλλού 10, αλλού 8, αλλού 6 ναυτικά μίλια. Θα μπορούσαν, αλλά δεν είμαι αισιόδοξος. Γιατί τότε, όπως εύστοχα επισημαίνει ο κ. Αποστολίδης, τα πράγματα ήταν ζεστά και η Τουρκία είχε κίνητρο. Δυστυχώς οι κ.κ. Μολυβιάτης και Κώστας Καραμανλής άφησαν να κρυώσουν τα πράγματα και τώρα είναι στην κατάψυξη. Αλλά, όπως είπαμε, από το ολότελα καλές και οι διερευνητικές.
Πηγή: www.kreport.gr