Η απόφαση διάσωσης της Κύπρου που λήφθηκε τα ξημερώματα της 25ης Μαρτίου θα έχει αναμφισβήτητα επώδυνες συνέπειες. Θα χρειαστεί χρόνος και υπομονή ώστε ο κυπριακός λαός να επιστρέψει στο δρόμο μιας βιώσιμης, αυτή τη φορά, ανάπτυξης. Άσχετα με τις εκτιμήσεις ως προς τις θετικές και ιδίως τις αρνητικές πλευρές της απόφασης και την πολεμική που ήδη διεξάγεται γύρω απ’αυτές, μπορούμε ήδη να εξάγουμε ορισμένα χρήσιμα συμπεράσματα.
Δίδαγμα πρώτο: Ρεαλισμός στη διαπραγμάτευση. Απαιτείται συνείδηση του συσχετισμού δυνάμεων και υπαρκτά σχέδια αναδίπλωσης και εναλλακτικών στόχων. Όλα αυτά έλειψαν από τους κυπρίους πολιτικούς. Κανείς δεν τους υποστήριξε ούτε μέσα, ούτε έξω από την ΕΕ. Γνώριζαν επιπλέον το αρνητικό κλίμα, πράγμα που συνιστά επιβαρυντικό παράγοντα της πλημμελούς προετοιμασίας τους.
Δίδαγμα δεύτερο: Καταιγισμός χαμένων ευκαιριών. Σύρθηκαν έτσι στη χειρότερη λύση. Απορρίπτοντας την αρχική πρόταση της ευρωομάδας και παρασύροντάς την στην απερίσκεπτη επιλογή κουρέματος και των μικροκαταθετών, κατέληξαν, μετά από το «υπερήφανο ΟΧΙ» της Βουλής και τις αλυσιτελείς απόπειρες για ρωσική υποστήριξη, σε μεγαλύτερο κούρεμα των καταθέσεων και σε μείζονα σμίκρυνση του τραπεζικού τομέα.
Δίδαγμα τρίτο: Ουσιαστικός πατριωτισμός. Πατριωτισμός στις σημερινές περίπλοκες συνθήκες, που ελαχιστοποιούν τις δυνατότητες ηρωισμών, δεν είναι η άκαμπτη στάση και οι στιγμιαίοι πανηγυρισμοί που τη συνοδεύουν, αλλά η αταλάντευτη στόχευση στην ευνοϊκότερη δυνατή λύση, στην επίτευξη δηλαδή του πλέον συμφέροντος συμβιβασμού.
Δίδαγμα τέταρτο: Οικοδόμηση συμμαχιών. Στον πολυεπίπεδο συσχετισμό αντικρουόμενων δυνάμεων και συμφερόντων που διαπερνούν τόσο την ίδια την ΕΕ, όσο και τη διεθνή σκηνή, η μάχη χωρίς συμμάχους οδηγεί μαθηματικά στην ήττα. Τα γεγονότα απέδειξαν, ότι, παρά το επαχθές της τελικής απόφασης, η ΕΕ, περιλαμβανομένης της Γερμανίας, αποτελεί το μόνο υπαρκτό και ουσιαστικό διεθνές στήριγμα της Κύπρου. Η δαιμονοποίησή της δεν αποτελεί απλό λάθος. Πρόκειται για αυτοκτονία.
Δίδαγμα πέμπτο: Ρευστότητα της ευρωπαϊκής σκηνής. Η ΕΕ και η ευρωζώνη βρίσκονται σε σταυροδρόμι, μεταξύ της ενίσχυσης της οικονομικής διακυβέρνησης και της εμβάθυνσης της πολιτικής ενοποίησης από τη μια, και της επιστροφής στις εθνικές αναδιπλώσεις από την άλλη. Επειδή η πρώτη επιλογή συνιστά υπαρξιακό όρο επιβίωσης των ευρωπαϊκών κρατών, ακόμα και της ίδιας της Γερμανίας, που κάθε ένα χωριστά θα καταβροχθιστούν από την επέλαση της παγκοσμιοποίησης και την ανάδειξη νέων παικτών, οι μικρές ιδίως χώρες έχουν μείζον συμφέρον να είναι παρούσες στις πολιτικές μάχες προς αυτή την κατεύθυνση και στη σύμπηξη μετώπων εναντίον του ευρωσκεπτικιστικού στρατοπέδου.
Δίδαγμα έκτο: Το γεωστρατηγικό διακύβευμα. Τούτο καθίσταται ακόμα πιο επιτακτικό για την Κύπρο εξαιτίας της γεωστρατηγικής της θέσης. Η αναζήτηση λύσης –έστω και αν υπήρχε- εκτός ΕΕ, θα αποτελούσε ιστορικής σημασίας διπλωματικό ατόπημα, που θα οδηγούσε τη μεγαλόνησο σε διεθνή απομόνωση και θα την καθιστούσε εύκολη λεία γειτόνων και μη, των οποίων μάλιστα η όρεξη έχει προσφάτως μεγαλώσει αισθητά και λόγω της πιθανολογούμενης ύπαρξης στο υπέδαφός της σημαντικών ενεργειακών πόρων.
Σήμερα αναδεικνύονται ίσως και οι δυσμενέστατες συνέπειες του άλλου «υπερήφανου ΟΧΙ» των ελληνοκυπρίων στο σχέδιο Ανάν. Γιατί ποιο θα ήταν άραγε το βάρος μιας ενιαίας διζωνικής/δικοινοτικής Κύπρου, πρωτοπόρου παραδείγματος ειρηνικής συνύπαρξης διαφορετικών εθνοτήτων στην πολυτάραχη περιοχή της ανατολικής Μεσογείου, χωρίς στρατεύματα τρίτων χωρών, χωρίς εποίκους, με την Αμμόχωστο και τη Μόρφου υπό ελληνοκυπριακή διοίκηση, και με λυμένο ίσως το πρόβλημα της υφαλοκρηπίδας μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας; Ασφαλέστατα απείρως μεγαλύτερο.
Να μην ξεχνάμε επίσης ότι οι ευρωπαίοι, παρά το ότι θεώρησαν πως εξαπατήθηκαν, ετήρησαν τα υπεσχημένα. Πράγματι η ρήτρα ένταξης στην ΕΕ «ανεξαρτήτως της λύσης του πολιτικού προβλήματος», είχε τεθεί λόγω της τότε αδιαλλαξίας των Τουρκοκυπρίων υπό τον Ντεκτάς. Ουδείς φανταζόταν ότι την λύση θα μπλόκαραν οι ελληνοκύπριοι. Νομίζω ότι αυτή τη φορά, μια δεύτερη άρνηση θα οδηγούσε αναπότρεπτα στην διακοπή της ενωσιακής βοήθειας, στην οικονομική ασφυξία, στην πτώχευση και στην καταστροφή. Βέβαια, η ΕΕ, υπό τις σημερινές ιδίως συνθήκες κρίσης, αμφιβολιών και εθνικών εγωισμών, δεν είναι παράδεισος. Ούτε η αλληλεγγύη μπορεί να είναι δεδομένη και μονοσήμαντη. Παρά ταύτα, η τραπεζική ενοποίηση έχει ήδη δρομολογηθεί και η από κοινού διαχείριση του δημόσιου χρέους των κρατών μελών θα ακολουθήσει, εφόσον εξασφαλιστεί η αναγκαία προηγούμενη δημοσιονομική πειθαρχία και ισορροπία. Πολλές από τις πρόσφατες δυσκολίες αποτελούν εκφάνσεις αυτής της μεταβατικής περιόδου.
Ας ελπίσουμε ότι το αργότερο, μετά τις εθνικές εκλογές της, η Γερμανία θα προβεί σε μείζονες πρωτοβουλίες αλληλεγγύης και αναπτυξιακής κατεύθυνσης, ώστε να αναστραφεί η καχυποψία, που τείνει να γίνει βεβαιότητα, για τις ηγεμονικές της προθέσεις στην γηραιά ήπειρο. Ας ελπίσουμε επίσης ότι οι ευρωπαϊκοί θεσμοί, κυρίως η Επιτροπή και το Κοινοβούλιο, θα ξυπνήσουν από τον λήθαργο και θα απαιτήσουν συγκεκριμένα βήματα προς αυτή την κατεύθυνση. Ας ελπίσουμε τέλος, ότι θα πράξουν το ίδιο και οι κυβερνήσεις του ευρωπαϊκού νότου, που μοιάζουν σήμερα τουλάχιστον αμήχανες μπροστά στις καταιγιστικές εξελίξεις. Η ΕΕ νοσεί βαθειά, εξακολουθεί όμως να αποτελεί νησίδα ειρήνης, δημοκρατίας και ευημερίας στο σύγχρονο κόσμο. Όλοι οι ευρωπαίοι έχουν συμφέρον να υπερασπίσουν το κοινό τους σπίτι. Χωρίς αυτό, όλοι θα είναι χαμένοι.
Στο πλαίσιο αυτό, και η ευρωπαϊκή όμως πορεία της Κύπρου αποτελεί μονόδρομο. Όσοι εντός και ιδίως εκτός Μεγαλονήσου συνιστούν ή παροτρύνουν τους Κυπρίους να ακολουθήσουν άλλους δρόμους, τους οδηγούν ίσια στον γκρεμό και μάλιστα για ιδιοτελείς μικροπολιτικούς σκοπούς. Εξού και κάτι τελευταίο: και βέβαια η Ελλάδα έχει καθήκον να υποστηρίζει πάντα τις επιλογές των αδελφών Κυπρίων. Παράλληλα όμως οφείλει να συζητεί μαζί τους, να τους συμβουλεύει και να τους νουθετεί. Η κυβέρνηση Σημίτη προσπάθησε να το κάνει, αλλά δεν πρόλαβε. Η κυβέρνηση Καραμανλή συγκατένευσε στην απόρριψη του σχεδίου Ανάν σιωπούσα. Η σημερινή τρικομματική κυβέρνηση οφείλει να ασκήσει υπεύθυνα και αδελφικά τον ρόλο της μητέρας πατρίδας, όπως οι ίδιοι οι Κύπριοι θέλουν να βλέπουν την Ελλάδα.