Για κάποια πράγματα χρειάζονται χρόνια. Για άλλα, μια εβδομάδα αρκεί για μια πρώτη αποτίμηση. Το Συμπόσιο που οργάνωσε το ΠΑΣΟΚ στις 3 και 4 Σεπτεμβρίου, είχε τόσο επιστημονικό όσο και πολιτικό χαρακτήρα, ασφαλώς όμως αυτά που ενδιαφέρουν είναι τα πολιτικά συμπεράσματα. Έστω και αν η επιστημονική συζήτηση ήταν συχνά ανώτερου επιπέδου… Να τι κρατάω προσωπικά, αλεσμένα στο μύλο της δημόσιας συζήτησης όχι μόνο των δύο ημερών, αλλά και αρκετών που ακολούθησαν:
1. Το ΠΑΣΟΚ -ως ιστορία σίγουρα, ως κόμμα λιγότερο, ως προοπτική αρκετά, αλλά όχι από θέση ισχύος- δεν έχει πάψει να ενδιαφέρει. Η πτωτική του εκλογική πορεία δεν έχει ανάλογη συνέπεια στην κοινωνική του επιρροή, με την έννοια της διαρκούς παρουσίας του στο προσκήνιο των εξελίξεων και της διαρκούς τοποθέτησης έναντι των θέσεων και επιλογών του. Βέβαια η επιρροή αυτή δεν μεταφράζεται αυτόματα σε κοινωνική αναβάπτιση, το αντίθετο.
2. Το ΠΑΣΟΚ έχει αποδεχθεί, δεν έχει όμως ακόμα συμφιλιωθεί με τη νέα θέση του στο πολιτικό σκηνικό. Το γεγονός ότι η επιρροή του είναι πια περισσότερο αρνητική στην κοινωνία, δεν καθρεφτίζεται στον πολιτικό του λόγο, στη συμπεριφορά και στις επιδιώξεις πολλών στελεχών του –ιδίως ανάμεσα σε αυτά που κάποιοι συνεχίζουν να αποκαλούν «πρωτοκλασάτα», αρνούμενοι να αντιληφθούν ότι όλες οι ιεραρχίες –και ιδίως οι ιεραρχίες της ήττας- έχουν αλλάξει στη σημερινή Ελλάδα.
3. Η στρατηγική του «απόλυτου μη αποκλεισμού», έχει τα θετικά της, αλλά δείχνει πια καθαρά και τα όριά της. Απέτρεψε μια πιθανή διάσπαση, αλλά καθυστέρησε -σε βαθμό που ίσως κατέστησε ήδη απαγορευτική- την αίσθηση της νέας αρχής. Τρεις πρώην και νυν αρχηγοί που μιλούν από το ίδιο βήμα, είναι δείγμα πολιτικής ωρίμανσης. Τρεις εντελώς διαφορετικές κατευθύνσεις για το κόμμα από το στόμα τους, είναι δείγμα πολιτικής αμηχανίας. Το ίδιο ισχύει και «χαμηλότερα»: ιδρυτές και νεοσσοί, παλιοί και νέοι κρατικοί ή κομματικοί αξιωματούχοι, ιδεολόγοι, ρεαλιστές και καιροσκόποι συνεχίζουν να περιδινίζονται σε μια αναγκαστική συνύπαρξη που πολύ απέχει από τη συνείδηση κοινού σκοπού.
4. Η εσωτερική «τάση» υπέρ της συνεργασίας, ή έστω της διάνοιξης «ειδικών καναλιών» με το ΣΥΡΙΖΑ, είναι ισχυρότερη και πάντως σίγουρα βροντωδέστερη, από όσο αρκετοί υποπτευόμασταν. Δεν της λείπουν τα «στρατηγικού» χαρακτήρα επιχειρήματα του τύπου: «Και το σοσιαλιστικό κόμμα Γαλλίας δεν απομύζησε άραγε τον κόσμο τού αρχικά μεγαλύτερου κομμουνιστικού κόμματος, σφιχταγκαλιάζοντάς το, πριν να το πνίξει στην εξουσία»; Της λείπει όμως στοιχειώδης αίσθηση του εφικτού, αλλά και του ευκταίου: πώς και γιατί να συνεργαστείς με αυτόν που ανοιχτά σε λοιδορεί, αλλά και που συνιστά, επίσης ανοιχτά, κακέκτυπό σου;
5. Αλλά και μεταξύ των -πλειοψηφικών ακόμα- οπαδών της «σοβαρότητας» (να κάνουμε τη διαφορά μέσα από την αναγνώριση των λαθών, την απόκρουση του καιροσκοπισμού, την πρόταξη του εθνικού συμφέροντος), η «επιχείρηση εξειδίκευση» δεν έχει προχωρήσει αρκετά. Τι σημαίνει «κυβερνητική Αριστερά εν μέσω κρίσης»; Από πού θα έρθει η ανάπτυξη; (όχι «ανάπτυξη» γενικά, αλλά για την Ελλάδα, σήμερα). Ποιες μεταρρυθμίσεις προηγούνται και πώς επιβάλλονται; Πώς αντιμετωπίζονται οι ελληνικές κακοδαιμονίες; (χρήση του κράτους για ιδιοτελείς σκοπούς, σεχταρισμός, έλλειψη ανταγωνιστικότητας στην κατεξοχήν χώρα «της επιχειρηματικότητας και της επινοητικότητας»). Τι επιλογές θα έχει η μέρα μετά το Μνημόνιο; Πώς αποκαθίσταται ένα μίνιμουμ κοινωνικής ισότητας και συνοχής; Η συμποσιακού τύπου «ιδεολογική» συζήτηση, μάλλον συσκοτίζει τα θέματα αυτά.
6. Η αυτοκριτική όχι μόνο δεν έλειψε, αλλά περίσσεψε. Η παθογένεια του ΠΑΣΟΚ αναδείχθηκε σχεδόν πλήρως: εμπειρισμός, λαϊκισμός, αποκοπή από την κοινωνία, ενίσχυση συντεχνιών, εξουσία για την εξουσία. Από αυτήν την άποψη, ο πιο διαυγής, ρεαλιστικός, καίριος και αιχμηρός πολιτικός λόγος, εκείνος του Κώστα Σημίτη, ήταν και ο λιγότερο αυτοκριτικός: ίσως γιατί επί πρωθυπουργίας του έγιναν πολλά που, αν συνεχίζονταν, η χώρα μας θα ήταν διαφορετική. Μόνο που η στιγμή δεν θέλει κοίταγμα πίσω, αλλά μπροστά.
7. Αυτό το «μπροστά» σκιαγραφήθηκε, αλλά με αρκετά κενά. Το «νέο» ΠΑΣΟΚ θέλει να είναι λιγότερο ευχάριστο και πιο υπεύθυνο, πιο φιλοευρωπαϊκό, προοδευτικό με σύγχρονο τρόπο, λιγότερο μονοπωλιακό στη σχέση του με την κοινωνία και με τα άλλα κόμματα. Στα λόγια είναι δύσκολο να διαφωνήσει κανείς με αυτά. Στην πράξη απαιτούνται -και αναζητούνται- τα βασικά της πολιτικής: άνθρωποι με άλλα μυαλά, ιδέες που θα βρουν γόνιμο κοινωνικό έδαφος, ένα γεγονός ή μια ευνοϊκή συγκυρία. Και κυρίως: δουλειά και υπομονή.