Η Ελλάδα θα σωθεί. Για τους Έλληνες, όμως, ή τουλάχιστον, για μεγάλο μέρος του πληθυσμού, υπάρχει σοβαρή αμφιβολία. Όσο περνάει ο καιρός, γίνεται οδυνηρά αντιληπτό ότι αναπτύσσονται δύο ταχύτητες και μεγάλη απόκλιση δημόσιου και ιδιωτικού τομέα στην ευκολία προσαρμογής στο πρότυπο της «κανονικής» ευρωπαϊκής κοινωνίας και οικονομίας.
Η ελληνική κοινωνία, ιστορικά, χαρακτηρίζεται από τεράστια εξάρτηση από το κράτος και υπανάπτυξη του ιδιωτικού τομέα. Το κράτος είναι ο μεγαλύτερος εργοδότης και απόλυτος ρυθμιστής. Αν δεν θέλει, δεν γίνεται καμία επένδυση και δεν λειτουργεί ούτε μικρό μαγαζί. Κράτος σημαίνει ένα εκατομμύριο «εργαζόμενοι» και εκατοντάδες χιλιάδες ρυθμίσεις για τα πάντα, λογικά και παράλογα. Αυτή είναι η μία πτυχή της μη κανονικότητας της Ελλάδας. Η δεύτερη είναι η μη κανονικότητα του ιδιωτικού τομέα. Από τη μία υπάρχει ο ακραίος υπερεπαγγελματισμός με τα εκατοντάδες χιλιάδες μικρομάγαζα, βιοτέχνες και επαγγελματίες και από την άλλη η υπανάπτυκτη και εξαρτημένη βιομηχανία και ο τομέας του τουρισμού, που, όμως, ακόμη δεν έχει αποκτήσει την αυτονομία του.
Η κρίση στην Ελλάδα σήμερα οφείλεται στην αδυναμία αυτού του ιδιωτικού τομέα να συντηρήσει το σημερινό διογκωμένο κράτος και όσους τρέφονται από αυτό. Η χαμηλή ανταγωνιστικότητα δε δημιουργεί έσοδα και η φορολογική μηχανή είναι διεφθαρμένη και ακραία ανεπαρκής. Περάσαμε το πρώτο στάδιο της πορείας προς την κανονικότητα κάνοντας, για τρία χρόνια, μόνο τα εύκολα, δηλαδή μειώνοντας κρατικές δαπάνες, μισθούς και συντάξεις. Η φτωχοποίηση του δημόσιου τομέα, όμως, όπου όλοι, χρήσιμοι και άχρηστοι χάσανε, έφερε μόνο τεράστια ύφεση. Τα μισά μαγαζιά κλείσανε, αλλά μένει να μειωθεί η έκταση του δημόσιου τομέα σε αριθμό υπαλλήλων και σε τρόπους παρέμβασης στην οικονομία. Μένει, δηλαδή, να απελευθερωθεί το παραγωγικό δυναμικό της χώρας.
Εδώ έρχεται ο οδυνηρός διχασμός κοινωνίας και οικονομίας που παρατηρούμε όλο και περισσότερο και σε διεθνές επίπεδο. Η κοινωνία είναι ο τόπος όπου εκφράζονται κυρίως οι επιθυμίες, οι ανάγκες, οι ελπίδες και οι δυνατότητες του ελληνικού λαού. Είναι ο τόπος του «θέλω». Η οικονομία είναι ο τόπος όπου αυτά μετασχηματίζονται σε πραγματικότητα, ο τόπος του «μπορώ». Και ο τόπος αυτός δεν είναι απαραίτητα ελληνικός. Ήδη παρατηρούμε τεράστια , κυρίως ξένα, κεφάλαια να ετοιμάζονται αγοράζοντας εταιρείες, οικόπεδα και λειτουργίες φιλέτα. Η οικονομία θα αποκτήσει μεγάλες μονάδες και μία νέα τάξη καλοπληρωμένων στελεχών. Η Ελλάδα, όμως, μετά το 2020, θα έχει τους μισούς δημόσιους υπαλλήλους και τα μισά μαγαζιά. Ένα εκατομμύριο άνεργοι, ελπίζουμε ότι, θα απορροφηθούν στον πρωτογενή τομέα και σε ανταγωνιστικούς κλάδους, όπως ο τουρισμός. Μέχρι το 2020, όμως, ο πόνος και η δυστυχία θα είναι τεράστιος και μία γενιά, πιθανότατα, θα χαθεί. Η Ελλάδα θα ξεκινήσει πάλι από την αρχή, ελπίζω σοφότερη.
Το μεγάλο ζήτημα για την Ελλάδα του 2013 συνεπώς είναι πώς θα καθοδηγήσει και πώς θα σχεδιάσει τις εξελίξεις ώστε να μετριάσει το κόστος της προσαρμογής και να αποφύγει να «χάσει μία γενιά». Μαζί με τον ενεργό μετασχηματισμό της κοινωνίας, πρέπει να βρεθούν τα μέτρα που θα κρατήσουν ζωντανά τα ευάλωτα τμήματα του πληθυσμού. Οι προτάσεις Βενιζέλου για βραχυπρόθεσμα προγράμματα, όπως οι ενισχύσεις της απασχόλησης σε κοινωφελή έργα και δραστηριότητες της τοπικής αυτοδιοίκησης χρησιμοποιήθηκαν στο παρελθόν και μπορούν να βοηθήσουν και στη βελτίωση της ποιότητας ζωής. Η κατάρτιση ανέργων, αν αποφύγει λάθη του παρελθόντος, επίσης. Τέλος, η ασφάλιση υγείας για τους ανέργους είναι το ελάχιστο απαραίτητο, μέχρι την αντικατάστασή της από εθνική ασφάλιση υγείας για όλους. Αυτά και άλλα που μπορούμε να σκεφθούμε είναι απαραίτητα για να περάσουμε στην άλλη όχθη του ποταμού χωρίς να πνιγούμε. Εδώ χρειάζεται πρακτικό μυαλό, τόλμη και φαντασία και όχι μεμψιμοιρία. Το να φτάσουμε στην 1η του Γενάρη του 2014 δεν είναι λίγο. Τα άλλα, τα μεγαλύτερα, θα έρθουν μετά, σε μία Ελλάδα σοφότερη αλλά και ζωντανή.