Η ακρίβεια δυστυχώς καλπάζει, παρά τη σημαντική -μέχρι και 50%- μείωση των εισοδημάτων, τη συρρίκνωση του ΑΕΠ και τη βαθιά οικονομική ύφεση. Οι τιμές των βασικών προϊόντων είναι πολύ υψηλότερες από το μέσο ευρωπαϊκό όρο, οι αναφορές στον Τύπο είναι καθημερινές, οι συγκρίσεις απελπιστικές.
Το μοντέλο του ελληνικού καπιταλισμού δεν καταλαβαίνει ούτε από ύφεση ούτε από κρίση ούτε κι από κοινωνική αναταραχή. Η εσωτερική υποτίμηση δεν αποδίδει, οι αντιστάσεις είναι σημαντικές, η αγορά δεν λειτουργεί ορθολογικά.
Πέρα από την ακρίβεια των εισαγομένων, ούτε και τα ελληνικά προϊόντα τυγχάνουν καλύτερης μεταχείρισης, οι τιμές είναι υψηλές ακόμα και στον τόπο παραγωγής τους. Ο Ελληνας παραγωγός πληρώνεται με 60 λεπτά το κιλό το μπρόκολο και στο παντοπωλείο της γειτονιάς της κωμόπολης το ίδιο προϊόν πωλείται προς 2 ευρώ το κιλό και στην Αθήνα προς 3 ευρώ.
Οι ειδικοί βέβαια έχουν εξηγήσει προ πολλού ότι η αγορά στην Ελλάδα δεν λειτουργεί όπως αλλού, οι δομές εδώ είναι διαφορετικές, ο έλεγχος ανύπαρκτος κ.λπ. Δεν υπάρχει ούτε κοινωνικός έλεγχος ούτε κίνημα συνειδητών καταναλωτών.
Κι όμως, τα κέρδη πολλών ελληνικών επιχειρήσεων παραμένουν υψηλά, είναι κατά 30% μεγαλύτερα του μέσου κοινοτικού όρου, κι αν προσθέσουμε τη φοροδιαφυγή, την εισφοροδιαφυγή και τη «φοροκλοπή», δηλαδή τη μη απόδοση του ΦΠΑ (βλ. Τ. Γιαννίτσης, «Η Ελλάδα στην κρίση», εκδ. Πόλις), τότε πάμε σε μεγαλύτερα νούμερα.
Τα απλά ελληνικά προϊόντα είναι εδώ πανάκριβα, τα ίδια προϊόντα στο εξωτερικό είναι φθηνότερα: ένα πακέτο ξηρών σύκων Ευβοίας των 500 γραμμαρίων στην Αθήνα κοστίζει στο κέντρο της Αθήνας 4,5 ευρώ και στις Βρυξέλλες 3,5 ευρώ.
Επιπλέον, οι έλεγχοι απέδειξαν ότι οι πολυεθνικές εταιρείες πωλούν ακριβότερα τα ίδια προϊόντα στην Ελλάδα σε σχέση με τις άλλες χώρες της Ε.Ε.
Οι στρεβλώσεις της αγοράς δεν διορθώνονται, διότι δεν υπάρχει έλεγχος, ούτε εκ μέρους του κράτους ούτε εκ μέρους των επαγγελματικών τους οργανώσεων ούτε και εκ μέρους των καταναλωτών.
Κι όμως, η κοινωνική κρίση είναι έντονη, η ανεργία αυξάνεται, οι πτωχοί και οι «νεόπτωχοι» πληθαίνουν. Η συγκινητική και γενναία κοινωνική αλληλεγγύη που επιδεικνύουν οι Ελληνες δεν μπορεί να λύσει το πρόβλημα. Χρειάζεται όχι μόνο ατομική ή κοινωνική αλληλεγγύη, αλλά και οργανωμένη εθνική πολιτική αλληλεγγύης.
Το παράδοξο είναι ότι ο πληθωρισμός πέφτει -ναι, πέφτει- μάλλον λόγω μείωσης του κόστους των υπηρεσιών, ενώ τα βασικά αγαθά είναι πανάκριβα για τις δυνατότητες της ελληνικής οικογένειας. Κι επειδή δεν υπάρχουν πολλοί τρόποι επίλυσης του προβλήματος, θεωρώ ότι οι τιμές στα 20 βασικά είδη κατανάλωσης (ψωμί, γάλα, αβγά, αλεύρι, τυρί, λάδι κ.ά.) πρέπει να μειωθούν κατά 30%. Ετσι, θα τονωθεί η αγορά, θα προκύψει τζίρος, θα ανακουφιστεί οικονομικά η λαϊκή οικογένεια.
Για να γίνει αυτό, θα πρέπει η κυβέρνηση, σε συνεργασία με την Ε.Ε. για την αποφυγή νομικών περιπλοκών, λόγω της έκτακτης κατάστασης που βιώνει η χώρα, να προχωρήσει σε διατίμηση των βασικών ειδών κατανάλωσης, αφού ο ανταγωνισμός δεν λειτουργεί.
Το κράτος έχει την ευθύνη για την ομαλή λειτουργία της αγοράς, αλλά ταυτόχρονα έχει τη μεγαλύτερη ευθύνη για την αξιοπρεπή διαβίωση -εδώ τίθεται θέμα επιβίωσης- του πληθυσμού. Το εθνικό συμφέρον πρέπει να υπερτερήσει των άλλων και να οδηγήσει άμεσα στη λήψη έκτακτων μέτρων πάταξης της ακρίβειας και της αισχροκέρδειας μέχρι να λειτουργήσει, αν οψέποτε… ο «υγιής ανταγωνισμός».
Το «ελληνικό καπιταλιστικό παράδοξο» τείνει να γίνει δράμα ανεξέλεγκτων διαστάσεων. Υπάρχει όμως προηγούμενο, εκεί όπου δεν υπάρχει ανταγωνισμός, π.χ. στο πλοίο, η κυβέρνηση θεσμοθετεί, παρεμβαίνει και ορίζει τις τιμές.
Τώρα, ολόκληρη η χώρα έγινε ένα πλοίο· ένα πλοίο που ταξιδεύει στο άγνωστο, χωρίς να υπάρχει καπετάνιος. Γι? αυτό η επιβίωση του πληρώματος πρέπει να είναι πρωταρχικός στόχος.