Διαστροφές μιας ελληνικής «κανονικότητας»

Γιώργος Σιακαντάρης 11 Δεκ 2019

Η έννοια της κανονικότητας έχει καταλάβει κυρίαρχη θέση στον δημόσιο διάλογο. Τα αποτελέσματα της πολιτικής ΣΥΡΙΖΑ την κατέστησαν «αυτονόητη» και «κοινής αποδοχής». Στις φιλελεύθερες όμως δημοκρατίες το ρολόι της δημοκρατίας δεν σταματά στην ώρα της «κανονικότητας». Υπάρχει και η ώρα της αλλαγής. Η κανονικότητα αποτυπώνει μόνο τον έναν πόλο των φιλελεύθερων δημοκρατιών, τον συντηρητικό πόλο. Οι δημοκρατίες όμως χωρίς τα σοσιαλδημοκρατικά αιτήματα της προόδου, της αλλαγής, του δημοκρατικού μετασχηματισμού, του κράτους δικαίου και πρόνοιας γέρνουν μονόπαντα προς τη συντήρηση.

Στην Ελλάδα όμως το πρόβλημα δεν είναι αυτό. Πολλοί ως κανονικότητα εννοούν ό,τι καταργεί τη διάκριση Αριστερά – Δεξιά. Σήμερα όλο και περισσότεροι αναλυτές και δημοσιολόγοι υποστηρίζουν ότι κανονικότητα είναι η άρνηση της «αναγκαστικότητας της Αριστεράς». Φτάσαμε έτσι σήμερα στη δική μας «κανονικότητα» κορυφαίος υπουργός να δηλώνει πως «αν είσαι αριστερός, δεν μπορείς να σκέφτεσαι κανονικά», όπως παλαιότερα πρωθυπουργός δήλωνε πως έβαλε «τη Δεξιά στο χρονοντούλαπο της ιστορίας». Και για να λειτουργήσει αυτό το σχήμα εξοβελίζουμε τη σοσιαλδημοκρατία από την Αριστερά, τον σημαντικότερο δηλαδή εκ των δύο πόλων που δημιούργησαν τη μεταπολεμική ευρωπαϊκή ευημερία.

Στην «κανονικότητά» μας αντιμετωπίζεται σαν εξωγήινη η άποψη που κατατάσσει τη σοσιαλδημοκρατία στην Αριστερά και όχι στο Κέντρο. Σ’ όλα τα «εγχειρίδια» ευρωπαϊκής ιστορίας των κομματικών συστημάτων η σοσιαλδημοκρατία συμπεριλαμβάνεται στα κεφάλαια με την ιστορία της Αριστεράς. Φανταστείτε να παρέδιδαν ένα βιβλίο στους γερμανούς μαθητές στο οποίο η ιστορία του SPD, του κόμματος της Β’ Διεθνούς, θα συμπεριλαμβανόταν στο κεφάλαιο για το Κέντρο. Θα το κοίταζαν σαν ούφο ακόμη και οι μαθητές του Δημοτικού. Βεβαίως είναι άλλης σπουδαιότητας το ζήτημα ότι η διάκριση Αριστεράς – Δεξιάς καλείται στην εποχή της παγκοσμιοποίησης να συναντηθεί στα κέντρα των κοινωνιών, δηλαδή στους μισθωτούς – του ιδιωτικού αλλά και του δημοσίου τομέα – και στα μεσαία στρώματα, όχι όμως και στην πομφόλυγα του «μεσαίου χώρου».

Κανονικότητα όμως θεωρείται και η ταύτιση του μεγαλειώδους αναρχικού κινήματος των Πιότρ Κροπότκιν και Μποναβεντούρα Ντορούτι με τον «αναρχισμό της πλατείας Εξαρχείων». Ενα κίνημα που πίστευε στην αλληλοβοήθεια, στην αλληλεγγύη και στην ατομική χειραφέτηση, ένα κίνημα που σύμφωνα με τον Κροπότκιν πίστευε ότι ελεύθερος άνθρωπος σε μια ανελεύθερη κοινωνία δεν μπορεί να υπάρξει, ένα κίνημα με πολλά σημεία επαφής με τον φιλελευθερισμό, στην Ελλάδα της «κανονικότητας» ταυτίζεται με τους «μπαχαλάκηδες». Το σκίτσο του εξαιρετικού Δημήτρη Χαντζόπουλου με το ευρισκόμενο έξω από το Πολυτεχνείο τανκ, πάνω στο οποίο αποτυπώνεται η γροθιά και ο κύκλος με το Α του αναρχισμού, ενώ εντός του χώρου βρίσκονται τα ΜΑΤ για να το υπερασπιστούν, είναι δείγμα της επικράτησης αυτής της κανονικής συντήρησης ακόμη και στα πιο ανοικτά μυαλά. Εκλαμβάνεται επίσης ως κανονικότητα ο κοινωνικός αυτοματισμός, η θεωρία πως για την κρίση και τη φτώχεια φταίνε οι φτωχοί. Κανονικότητα και μάλιστα φιλελεύθερη θεωρείται και η απαίτηση για απόλυση δημοσιογράφων με τους οποίους δεν συμφωνούμε. Ως «κανονικότητα» επίσης πλασάρεται η μετεξέλιξη του ΣΥΡΙΖΑ σε ριζοσπαστικό-αριστερό-ακροδεξιό-σοσιαλδημοκρατικό σουπερμάρκετ.

Ο «μύθος» δηλοί ότι στην Ελλάδα η Αριστερά γενικά άσκησε ιδεολογική ηγεμονία σε βάρος του φιλελευθερισμού. Αν όμως υπήρξε μια αριστερή ηγεμονία στην Ελλάδα ήταν αυτή της κρατικίστικης, της κομμουνιστικογενούς και της κομμουνιστικής Αριστεράς. Οχι της σοσιαλδημοκρατικής. Οι ιδέες της σοσιαλδημοκρατίας ως μιας εκ των πολλών Αριστερών – όπως φυσικά υπάρχουν και πολλές Δεξιές, όπως αυτή του σημερινού φιλελεύθερου πρωθυπουργού κ. Μητσοτάκη και αυτή του υπερσυντηρητικού πρώην πρωθυπουργού κ. Σαμαρά – όχι μόνο δεν ήταν κυρίαρχες στην Ελλάδα, αλλά δεν είχαν καν κομματική εκπροσώπηση. Ο Κώστας Σημίτης ήταν σοσιαλδημοκράτης αρχηγός ενός «κρατικιστικού» κόμματος.

Και δεν σταματάμε εδώ. Η κεντροαριστερή παράταξη που διαμορφώθηκε σταδιακά ως ο πολιτικός και στρατηγικός αντίπαλος του ριζοσπαστισμού, καλείται από κάποιους να γίνει ριζοσπαστική ή να συμμαχήσει με τον ριζοσπαστισμό ως μοναδική διέξοδος στα σημερινά αδιέξοδά της. Ριζοσπαστική σοσιαλδημοκρατία; Σαν ερυθρόλευκη φανέλα με το τριφύλλι στο στήθος! Αλλά και παλαιότερα, το 1979, ο Κωνσταντίνος Καραμανλής μιλούσε για ριζοσπαστικό φιλελευθερισμό. Μια «κανονική» χώρα στην οποία οι πολιτικοί της αισθάνονται ότι πρέπει παντού να προσθέτουν και λίγο ριζοσπαστισμό, όποια «πολιτική» και να μαγειρεύουν. Μιλάμε για τόσο μεγάλη «κανονικότητα».

Επί της ουσίας τα συνθήματα «ποτέ ξανά Αριστερά» και «η Δεξιά στο χρονοντούλαπο» μεταφράζονται ως «ποτέ φιλελευθερισμός» και «ο φιλελευθερισμός στο χρονοντούλαπο». Ο φιλελευθερισμός για να υπάρξει έχει ανάγκη τόσο της Δεξιάς όσο και της Αριστεράς και τις δικές τους διαφορετικές προτάσεις για το «κοινωνικό ζήτημα». Η διάκριση των πολλαπλών Δεξιών και Αριστερών, παρά τις πομφόλυγες περί κατάργησής της, είναι το οξυγόνο με το οποίο αναπνέει κάθε φιλελεύθερη αστική δημοκρατία. Οσοι σπεύδουν να την καταργήσουν, προσφέρουν ανεκτίμητες υπηρεσίες σε μια άλλη διάκριση: Αυτή της Ακρας Δεξιάς με την Ακρα ΑριστεράΑν τώρα με την «κανονικότητα» εννοούμε την ήττα των αριστερών (πολιτών και όχι κομμάτων) και την απόλυτη ηγεμονία της συντηρητικής αφήγησης, αν η κανονικότητα υπάρχει χωρίς σοβαρό σοσιαλδημοκρατικό πόλο, τότε μιλάμε για ήττα της δημοκρατίας. Δυστυχώς στην Ελλάδα ακόμη δεν έχουμε σοσιαλδημοκρατικό κόμμα ως πραγματική υπέρβαση τόσο του ΠαΣοΚ όσο και του «καμουφλαρίσματός» του σε Κίνημα Αλλαγής. Ολα αυτά όμως συνθέτουν ελληνικές διαστροφές ακόμη και της αρχικής μονόπαντης κανονικότητας.