Όλο και περισσότερο, τα τελευταία χρόνια, αντιμετωπίζουμε σε διεθνές επίπεδο την ισχυροποίηση και ανάδειξη, σε πολλές χώρες, δια μέσω εκλογικών διαδικασιών, αυταρχικών ηγεσιών με απροσδιόριστες γεωστρατηγικές επιδιώξεις.
Το σύστημα “αστικής δημοκρατίας δυτικού τύπου” δεν έχει να αντιμετωπίσει μόνον την “αποτελεσματικότητα” άλλων συστημάτων, όπως αυτό της Κίνας ή των καθεστώτων της Ρωσίας αλλά και όπως αυτό της Τουρκίας, αλλά και τις ανατροπές που αυτό έχει υποστεί με τις εμφανίσεις ηγεσιών όπως ο πρόεδρος Τραμπ και φιγούρες όπως αυτές που οδήγησαν και διαχειρίζονται, στο Brexit.
Τα προσεχή χρόνια δυνάμεις όπως η Ινδία θα επιδρούν καταλυτικά στις διεθνείς εξελίξεις και από την επόμενη δεκαετία η παρουσία χωρών της Αφρικής, ως σημαντικοί παίκτες στο διεθνές γίγνεσθαι, δεν μπορεί να μη λαμβάνεται υπόψη. Οι χώρες αυτές δεν θα είναι από παρθενογένεση. Ήδη από σήμερα αποτελούν στόχο και έκφραση συγκεκριμένων επιλογών και κατευθύνσεων.
Η Δημοκρατία έτσι όπως την γνωρίσαμε δοκιμάζεται και εάν αξιολογούμε θετικά τη συμβολή της στην ανθρώπινη εξέλιξη θα πρέπει να οργανωθεί η ανασύσταση και η προσαρμογή της, για να μπορεί να αντέξει και να προσφέρει στις νέες συνθήκες που διαμορφώνονται.
Η Ευρώπη κάνει βήματα. Αργά αλλά σταθερά. Αυτά όμως είναι, δυστυχώς, πολύ πίσω από τις απαιτήσεις που επιβάλλουν οι τεχνολογικές, κοινωνικές και οικονομικές εξελίξεις στο παγκόσμιο πεδίο.
Είναι μεγάλης σημασίας η επιτάχυνση των διαδικασιών ολοκλήρωσής της Ε.Ε. ακόμη και με όποιο πρόσκαιρο κόστος. Αναφερόμαστε στη πιθανότητα να μην παρακολουθήσουν αυτή την πορεία το σύνολο των σημερινών κρατών μελών. Η δυνατότητα αξιοποίησης θεσμοθετημένων ομάδων, όπως αυτή των χωρών της ζώνης του ευρώ (της νομισματικής ένωσης), για επεξεργασία και άσκηση πολιτικής στο εσωτερικό αλλά και στο διεθνές πεδίο, φαίνεται να τίθεται σε προτεραιότητα πλέον.
Στο εσωτερικό των χωρών μας η υποστήριξη, με ανανέωση και εκσυγχρονισμό, της Δημοκρατία μας πρέπει να αποτελεί μόνιμο και διαρκή στόχο.
Στην Ελλάδα αυτές τις μέρες, με κάποια καθυστέρηση, η δίκη της Χρυσής Αυγής ως εγκληματική ομάδα, βρίσκεται στο στάδιο των απολογιών των κατηγορουμένων.
Δεν μπορούμε όμως να ξεχάσουμε πως 440.894 Έλληνες και Ελληνίδες πολίτες ψήφισαν αυτήν την οργάνωση και τους βουλευτές της.
Ούτε για την επίδραση στην εξέλιξη της Δημοκρατίας μας που είχε το, απροσδιορίστου πολιτικής και προγραμματικής στόχευσης, κίνημα των «Αγανακτισμένων» στο Σύνταγμα και στις άλλες πλατείες της χώρας. Τότε ήταν που αναδείχθηκε ένα μείγμα «αντιπολιτικών» ιδεών και αξιών, ανάμεσα στις οποίες ειδικό βάρος είχαν ο αντιφιλελευθερισμός και ο αντικοινοβουλευτισμός. Σε αυτές τις πλατείες του ιδεολογικού αποπροσανατολισμού και στη πρώτη τους φάση, επωάσθηκε τo αυγό του φιδιού. Εκεί υπήρξε η πολιτική νομιμοποίηση της επικοινωνίας του «πάνω» και του «κάτω» διαζώματος στο Σύνταγμα και στις λοιπές πλατείες, με τις μούντζες, τα γιαούρτια και τις αντισυγκεντρώσεις σε διάφορες δραστηριότητες άλλων κομμάτων.
Βέβαια είναι αλήθεια πως από πριν είχε ήδη παραχθεί, μια αντίληψη προερχόμενη και από «δεξιά» αλλά και από «αριστερά» που έβλεπε τη δημοκρατία είτε ως απάτη, είτε ως φενάκη, είτε ως μέσο για την προώθηση των συμφερόντων των ισχυρών, είτε ως εργαλείο χρήσιμο για να ανέλθει κάποιος στην εξουσία και μετά να την καταργήσει, είτε όλα αυτά μαζί…
Ας θυμηθούμε τη σε μεγάλο βαθμό α-πολιτικοποίηση του κινήματος των Αγανακτισμένων. Το σύνθημα που έμεινε, «Η χούντα δεν τελείωσε το ’73, εμείς θα την κηδέψουμε σε τούτη την πλατεία», ήταν από κάθε άποψη λάθος. Ναι, η χούντα δεν τελείωσε το ’73, τελείωσε το ’74 και ήταν ειρωνικό να ακούει κάποιος ακόμη και νοσταλγούς της χούντας να κραυγάζουν «Ψωμί, παιδεία, ελευθερία». Από το 74 και μετά έχουμε στη χώρα τη μεγαλύτερη περίοδο κοινοβουλευτικής δημοκρατίας από την ίδρυση του ελληνικού κράτους και από ότι φαίνεται άντεξε και διαχειρίστηκε, με τις αδυναμίες της, μια σκληρή δεκαετία ιστορικής οικονομικής κρίσης χρέους της χώρας. Να θυμηθούμε για να μην επαναληφθούν τα ίδια λάθη. Ζήσαμε απόψεις ωμού αντικοινοβουλευτισμού. Από την πάνω πλατεία, πέρα από τα συνθήματα για κρεμάλες και Γουδί, επιχειρήθηκε εισβολή στο Κοινοβούλιο. Από την κάτω πλατεία και από μια οργάνωση «Άμεση Δημοκρατία» επιχειρήθηκε να παρεμποδιστεί η κοινοβουλευτική διαδικασία με μπλόκα στους δρόμους στις 28 και 29 Ιουνίου 2011. Απόπειρες εισβολής στο Κοινοβούλιο, προσπάθειες παρεμπόδισης βουλευτών να προσεγγίσουν το κτίριο για να ψηφίσουν, προπηλακισμοί των εκλεγμένων αντιπροσώπων μετά την ψηφοφορία ήταν αντικοινοβουλευτικές έκτροπες και ύβρεις στη Δημοκρατία, οι οποίες επιχειρήθηκε τότε να ξεπλυθούν με συνθήματα για «δίκαιη οργή του λαού» ή «Άμεσης Δημοκρατία Τώρα»…
Θυμόμαστε όταν στο Θέατρο «Χυτήριο» ο Γιώργος Νταλάρας προπηλακιζόταν από τον όχλο, πολλοί από τους κατά τεκμήριο προοδευτικούς πολίτες όλων των παρατάξεων (τότε η Ν.Δ. δεν είχε ακόμη ξεπεράσει τον αντιμνημονιακό της εαυτό), σιωπούσαν ή στη καλύτερη περίπτωση σφυρίζανε αδιάφορα και άλλοι θριαμβολογούσαν για την «δικαιολογημένη οργή του λαού».
Δια της σιωπής ή ακόμη και κλείνοντας το μάτι, αν δεν υπήρχε άμεση συμμετοχή, πολλοί από τους σημερινούς πολίτες που εντάσσονται στις δυνάμεις αυτού που θα λέγαμε συνταγματικό τόξο, δεν υποστήριξαν την Δημοκρατία μας. Φάνηκαν να στηρίζουν την ανομία, τους προπηλακισμούς, τις ύβρεις, τη διαπροσωπική βία, τα γιαουρτώματα, τα φασκελώματα, να αναγορεύουν τον πολιτικό αντίπαλο σε προδότη, λιγότερο Έλληνα, εσωτερικό εχθρό κ.λπ.,
Συμμετείχαν στην επικράτηση διχαστικών μηνυμάτων και αποπροσανατολιστικών διλλημάτων.
Τελικά σήμερα, όλο και περισσότερο, αντιλαμβανόμαστε ότι το πρόβλημα ήταν και θα είναι η οικονομία…
Θυμόμαστε, 18 περίπου χρόνια πριν, εκείνον τον αξιότιμο Έλληνα και άτυχο, κο Σπράο που επιχειρούσε να αναδείξει το πρόβλημα του ασφαλιστικού στη χώρα μας, για να στηρίξει τις επιλογές του κου Γιανίτση. Το μιντιακό σύστημα της εποχής, στο σύνολό του, τον αντιμετώπιζε μέχρι σημείο εξευτελισμού. Τα οικονομικά αποτελέσματα για την κακή διαχείριση του ασφαλιστικού, μεταξύ άλλων, παρήγαγαν απτά αποτελέσματα ενάντια στη Δημοκρατία μας και δημιούργησαν τις τερατογενέσεις που ζήσαμε τα τελευταία χρόνια στο πολιτικό μας σύστημα.
Γι’ αυτό πρέπει και σήμερα, μετά από τη δεκαετή εμπειρία, να επιμένουμε στην ανάσχεση της κοινωνικής κρίσης. Για να μην υπονομεύουμε τελικά τη Δημοκρατία μας.
Η αποτροπή μιας χρονικής επέκτασης, της περιόδου αυτής της σκληρής λιτότητας, αποκτά ένα άλλο νόημα -πολύ πέραν του οικονομικού- όταν το πρόταγμα πλέον είναι η υποστήριξη και η ενδυνάμωση της Δημοκρατίας μας και των αξιών της.