Οι δημοσκοπήσεις επαληθεύουν αυτό που αισθανόμαστε να συμβαίνει γύρω μας. Η κρίση εμπιστοσύνης προς το κομματικό σύστημα βαθαίνει όλο και περισσότερο, λαμβάνοντας πλέον δομικά χαρακτηριστικά. Πολίτες που ψηφίσαν λίγους μόλις μήνες πριν, αποστασιοποιούνται από την επιλογή τους, πόσω μάλλον που εξαιρετικά μικρό πλέον μέρος τους αισθανόταν να συνδέεται σταθερά με το «κόμμα του». Η ΧΑ και η Δημοκρατική Συμπαράταξη φαίνεται να εξαιρούνται, αλλά τα ποσοστά τους είναι πολύ χαμηλά για να αλλάξουν τη γενική τάση. Η κοινωνία και οι πολίτες υψώνουν ένα ψυχολογικό και πολιτικό τείχος έναντι των κομμάτων και του κομματικού λόγου. Ένα τείχος δυσπιστίας, κούρασης και (προς το παρόν) παραίτησης.
Στο επίκεντρο αυτής της νέας όξυνσης της κρίσης εμπιστοσύνης βρίσκεται η ταχύτατη απαξίωση στα μάτια της κοινής γνώμης του ΣΥΡΙΖΑ, και εν μέρει του ίδιου του Τσίπρα. Δεν μιλώ εδώ για τους κομματικούς συσχετισμούς, ούτε για την κυβερνητική σταθερότητα. Αυτά είναι ζητήματα που εξαρτώνται από διάφορους παράγοντες πέρα από τη γενική διάθεση της κοινωνίας. Εξαρτώνται από την ύπαρξη ή όχι εναλλακτικής λύσης.΄Η από τη στήριξη που μπορεί να έχει η κυβέρνηση από τους δανειστές και τους διεθνείς παράγοντες, οι οποίοι σήμερα εκτιμούν ότι ο μνημονιακός ΣΥΡΙΖΑ είναι το προσφορότερο εργαλείο για να περάσουν «τα δύσκολα» χωρίς πολλές φασαρίες.
Αναφέρομαι λοιπόν σε άλλο. Στη βαθύτερη επίδραση που ήδη έχει στο φρόνημα και τις αντιλήψεις των πολιτών η ταχύτατη απογοήτευση από τον ΣΥΡΙΖΑ και η διάψευση των μεγάλων ή μικρών προσδοκιών που επενδύθηκαν σε αυτόν. Όσοι αρέσκονται να συγκρίνουν τον ΣΥΡΙΖΑ με το ΠΑΣΟΚ του 1981, ας αναλογιστούν την αντοχή της ελπίδας του τότε με την επελαύνουσα φθορά τού τώρα. Και ασφαλώς ο Τσίπρας δεν έχει την ικανότητα του Αντρέα να ανακόπτει τη φθορά.
Διάψευση της «πρώτη φορά Αριστερά»; Δεν θα το έλεγα. Μόνο ένα μικρό ποσοστό τον θεώρησε «αριστερή λύση». Δεν πρόκειται λοιπόν για άλλο ένα παράδειγμα όπου συγκρούεται η ιστορική ταυτότητα ενός δημοκρατικού σοσιαλιστικού κόμματος που ανεβαίνει στην εξουσία με τη «σκληρή» κυβερνητική – προγραμματική πραγματικότητα. Αυτή η διάσταση είναι δευτερεύουσα. Εδώ έχουμε να κάνουμε περισσότερο με τη «διάψευση της λαϊκιστικής υπόσχεσης» (για να χρησιμοποιήσω τη φράση του πολιτικού επιστήμονα Κας Μούντε). Ο ΣΥΡΙΖΑ ως αντιπολιτευτικό κόμμα διαμαρτυρίας, μετέτρεψε επιτυχώς για τον ίδιο, τον αριστερό λόγο σε εθνικολαϊκιστικό. Πολλοί τότε εκπρόσωποι της λεγόμενης ευρωπαϊκής ριζοσπαστικής αριστεράς ανακάλυπταν τις αρετές του «αριστερού λαϊκισμού» και επένδυσαν στη δυναμική που υποτίθεται ότι θα είχε στην Ευρώπη. Όπως όμως έγκυροι ειδικοί προειδοποιούν, οι λαϊκιστές ακόμα και αν ενίοτε θέτουν σωστά ερωτήματα, δίνουν πάντα λάθος απαντήσεις. Ο ΣΥΡΙΖΑ έδινε λάθος απαντήσεις, και για αυτό τώρα εγκαταλείπει κατά τρόπο προκλητικό και αποπροσανατολιστικό για την κοινωνία μία-μία τις προηγούμενες θέσεις του. Ως κυβέρνηση αφενός ψηφίζει το μνημόνιο Τσίπρα, αφετέρου υιοθετεί με εντυπωσιακή ωμότητα όλες τις καταδικασμένες πρακτικές του κρατικιστικού-πελατειακού συστήματος. ΄Οσοι παρακολουθούσαν τις εσωτερικές ζυμώσεις αυτού του κόμματος δεν ξαφνιάστηκαν. Κάποιοι από τους υπουργούς που πρωτοστατούν στην εφαρμογή του μνημονίου, είχαν δικαιολογήσει «επιστημονικά» παρόμοιες πελατειακές πρακτικές, θεωρώντας ότι αποτελούν μια μορφή κεϋνσιανής(!) ενίσχυσης της ζήτησης.
Σήμερα λοιπόν δεν διαψεύδεται η «αριστερή προσδοκία» που έτσι κι αλλιώς δεν υπήρχε παρά ελάχιστα, διαψεύδεται η «λαϊκιστική υπόσχεση» ότι υπήρχαν εύκολες εναλλακτικές λύσεις στη χρεοκοπία χωρίς ιδιαίτερο κόστος. Η διαφορά δεν είναι θεωρητικού ενδιαφέροντος. Προδιαγράφει τη κατεύθυνση στην οποία θα αναδιπλωθεί ο ΣΥΡΙΖΑ μετά τη διαπίστωση της απαξίωσης και της φθοράς του. Οι πιθανότητες να πραγματοποιήσει μια ιδεολογική – προγραμματική αναπροσαρμογή με όρους ενός μεγάλου αριστερού δημοκρατικού κόμματος είναι πολύ μικρές. Δεν έχει ούτε τον αναγκαίο χρόνο, ούτε επαρκή ιδεολογική μαγιά. Το πιθανότερο είναι ότι θα καταφεύγει σε μια σπασμωδική, ευκαιριακή και δημαγωγική επανάληψη του λαϊκιστικού του λόγου, προκειμένου να δικαιολογεί τις «στροφές» και τις εκκωφαντικές ανατροπές των προηγούμενων θέσεών του. Έναντι αυτού, λίγη σημασία θα έχει αν συνεχίζει να αυτοπροσδιορίζεται ριζοσπαστική αριστερά ή αν θα επικαλεστεί τη σοσιαλδημοκρατία.
Αυτό το πολιτικό τοπίο αλληλεπιδρά και επιτείνει την αποστασιοποίηση της κοινωνίας. Ζούμε προφανώς μια παράδοξη φάση. Το αντιμνημόνιο ηττήθηκε νικώντας. Η «κωλοτούμπα» των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ αποδιοργάνωσε το αντιμνημονιακό «αφήγημα» που είχε κυριαρχήσει. Είμαστε τώρα στη στιγμή της μέγιστης απορίας και αμηχανίας. Σαν η Ελλάδα να κοιτά γύρω της, την Ιρλανδία, την Πορτογαλία, την Κύπρο, την Ισπανία, και να αναρωτιέται: «τώρα, εγώ είμαι ο λεβέντης ή ο ηλίθιος της υπόθεσης; Πώς αυτοί βγήκαν από τα μνημόνια και εγώ έχω άλλα τρία χρόνια»; Σαν η Ελλάδα να κοιτά τον εαυτό της και να ψυχοπλακώνεται από την προϊούσα παρακμή που διαπιστώνει παντού. Μια χώρα ειδικών αναγκών. Ένα αποτυχημένο Κράτος. Το τραπεζικό σύστημα, ύστερα από την εγκληματική πολιτική των Βαρουφάκη – Τσίπρα, να εκποιείται για 5 δις σε άγνωστους ξένους αγνώστων προθέσεων. Η διαχείριση του προσφυγικού και του μεταναστευτικού να καταλήγει σε ένα επικίνδυνο φιάσκο. Σε μια περίοδο που η Ελλάδα θα μπορούσε να είχε επιτύχει τον παλαιό στρατηγικό της στόχο, να γίνουν τα σύνορά της σύνορα της Ευρώπης, επιδόθηκε να κάνει ιδεολογικά μαθήματα στους ευρωπαίους. Αποτέλεσμα; Εκχώρησε το πλεονέκτημα στην Τουρκία, επιδείνωσε το μεταναστευτικό στο εσωτερικό της, και βρέθηκε για άλλη μια φορά λοιδορούμενη στα όρια του Grexit, από το Σενγκεν αυτή τη φορά. Ας μην έχουμε πολλές αμφιβολίες.