Στην πολιτική αντιπαράθεση για τις επερχόμενες εκλογές τίθενται δύο επιτακτικά ερωτήματα: (α) μπορούν (οι εταίροι μας) να μας αποβάλουν εκτός ευρωζώνης εάν δεν τηρήσουμε τις δεσμεύσεις και (β) τι μπορούμε να διαπραγματευθούμε για το Μνημόνιο με τους εταίρους μας.
Εχοντας παρακολουθήσει γύρω στα εβδομήντα Ευρωπαϊκά Συμβούλια και άπειρα Συμβούλια Υπουργών της ΕΕ τις τελευταίες δεκαετίες και γνωρίζοντας συνεπώς κάπως την ευρωπαϊκή πραγματικότητα «από τα μέσα», θα ήθελα να επισημάνω την ανάγκη να αφήσουμε στην άκρη τους εξυπνακίστικους νομικισμούς. Η ιστορία της ΕΕ επιβεβαιώνει πλήρως την ισχύ της ρήσης «εάν υπάρχει η βούληση βρίσκεται ο τρόπος». Με άλλα λόγια, στην ΕΕ μπορούν και γίνονται σχεδόν τα πάντα, μέσα σε ένα ευρύτερο συνταγματικό πλαίσιο, αρκεί να υπάρχει η πολιτική βούληση. Πάντα βρίσκονται οι κατάλληλοι τρόποι που ερμηνεύουν, παρακάμπτουν, συμπληρώνουν σε ορισμένες περιπτώσεις τις Συνθήκες (ακόμη και με διακυβερνητικές συνθήκες). Ετσι επιβιώνει η Ενωση, με ευελιξία και προσαρμοστικότητα. Αλλωστε οι νομικές υπηρεσίες της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και του Συμβουλίου μπορούν «να κατασκευάσουν» με νομότυπο τρόπο ό,τι θέλετε. Και μετά, τρέχετε στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο να βρείτε το δίκιο σας. Στο μεταξύ το κακό θα έχει συντελεσθεί. Τα παραδείγματα άπειρα: το πιο τελευταίο έχει σχέση με την Ελλάδα και την κρίση. Οι Συνθήκες (Μάαστριχτ, Λισαβώνας) απαγορεύουν, ως γνωστόν, ρητά τη διάσωση χώρας που έχει εξοκείλει δημοσιονομικά με υψηλό χρέος και ελλείμματα. Κι όμως, η Ελλάδα «διασώθηκε» με τη σύσταση των κατάλληλων μηχανισμών, παρά τα όσα λένε οι Συνθήκες. «Διασώθηκε», γιατί υπήρχε πολιτική βούληση. Επομένως, καλό είναι να αφήσουμε στην άκρη τη νομικιστική λογική και να φροντίσουμε να μη δημιουργηθεί η πολιτική βούληση αποπομπής μας από την ευρωζώνη, γιατί σ’ αυτή την περίπτωση θα βρεθούμε εκτός ευρώ χωρίς να το πάρουμε χαμπάρι.
Ολα αυτά βεβαίως δεν σημαίνουν ότι η Ενωση δεν είναι «ένα σύστημα δικαίου». Είναι. Απλώς, η πολιτική βούληση προσδιορίζει τα όρια, την ακαμψία και την ευελιξία του συστήματος. Ολα τα άλλα είναι λόγια. Και βεβαίως το θέμα κάθε άλλο παρά θα αντιμετωπισθεί με νομικές ρυθμίσεις. Θα αντιμετωπισθεί με πολιτικές/οικονομικές πράξεις – και μία τέτοια πράξη από μόνη της θα μπορούσε ίσως να μας θέσει εκτός ευρώ. Τελεία και παύλα.
Τώρα, ως προς το «τι» μπορούμε να διαπραγματευθούμε στο πλαίσιο της ΕΕ, θα έλεγα ότι μπορούμε να θέσουμε στη διαπραγμάτευση τα πάντα. Ολα. Αλλά φυσικά δεν θα πετύχουμε τα πάντα. Ως γνωστόν, η Ενωση είναι ένα σύστημα καθημερινής διαπραγμάτευσης και συμβιβασμών. Επομένως, κάθε χώρα-μέλος μπορεί να θέσει για διαπραγμάτευση όλες τις ρυθμίσεις του Μνημονίου με τρόπο που εντάσσεται στη λογική του ενωσιακού συστήματος. Βεβαίως στην Ενωση των 27 κρατών-μελών οι συμβιβασμοί είναι αναπόφευκτοι. Το εύρος όμως του συμβιβασμού εξαρτάται από τις διαπραγματευτικές δεξιότητες, την οργάνωση, τις συμμαχίες κάθε χώρας-μέλους. Οταν παρουσιασθεί ένα διαπραγματευτικό αίτημα, συνήθως συναντά τη σχεδόν καθολική αντίθεση. Αλλά στη συνέχεια η διαπραγμάτευση ανοίγει και καταλήγει στα συμβιβαστικά αποτελέσματα. Στη συγκεκριμένη περίπτωση του Μνημονίου, μια σειρά από επιμέρους ρυθμίσεις όπως επιμήκυνση των χρονικών ορίων, εργασιακές ρυθμίσεις, φορολογικά, θα μπορούσαν να ικανοποιηθούν και σταδιακά να ανοίξει ο δρόμος για την οριστική υπέρβαση του Μνημονίου. Στο πλαίσιο της διαπραγμάτευσης αυτής, η Ελλάδα θα μπορούσε να στοχεύσει σ’ ένα «αναπτυξιακό πακέτο» αξιοποιώντας τη νέα δυναμική που αναπτύσσεται στην Ενωση. Σε μια τέτοια προσέγγιση είναι βέβαιο ότι η Ελλάδα θα βρει υποστήριξη και συμμάχους. Αλλά δεν θα βρει συμμάχους στη σημερινή Ενωση εάν σπάσει τους δεσμούς μέσω της καταγγελίας, ας πούμε, του Μνημονίου ή εάν ξανανοίξει και καταψηφίσει το Δημοσιονομικό Σύμφωνο (διακυβερνητική συνθήκη). Να υπενθυμίσουμε ότι το Σύμφωνο ρητά προβλέπει ότι όσες χώρες δεν το επικυρώνουν δεν λαμβάνουν οποιαδήποτε οικονομική στήριξη. Ας διδαχθούμε κάτι από την Ιρλανδία.
Αυτά. Γιατί, εάν αυτά που λέγονται από ορισμένους, τα έλεγαν οι προπτυχιακοί μου φοιτητές ευρωπαϊκών σπουδών σε εξετάσεις θα είχαν κοπεί με ένα ηρωικό μηδέν – και εάν τα έλεγαν οι μεταπτυχιακοί φοιτητές ευρωπαϊκών σπουδών μάλλον θα είχαν πάει σπίτι τους. Το δυσάρεστο είναι ότι και ορισμένοι πολιτευόμενοι καθηγητές λένε αυτά που λένε, οδηγημένοι από εκλογικές σκοπιμότητες. Αλλά αυτό είναι θέμα του ελληνικού λαού…
Ο Π.Κ. Ιωακειμίδης είναι καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών και μέλος του ΔΣ του ΕΛΙΑΜΕΠ